Είναι δυνατόν ένα βιβλίο που γράφτηκε πίσω στον χρόνο, έχουν περάσει ήδη πάνω από πενήντα χρόνια, να έχει ισχύ και στο σήμερα και να μιλάει στον αναγνώστη του σήμερα; Η ιστορία είναι αμείλικτη και η προσέγγισή της δεν αφήνει πολλά περιθώρια να παρερμηνευτούν τα γεγονότα και οι εξελίξεις. Η Ελλάδα του σήμερα ελπίζουμε πως έχει αλλάξει σε σχέση με εκείνη την Ελλάδα, ωστόσο υπάρχουν ακόμα κατάλοιπα πολιτικής και κοινωνικής φύσεως που ακόμα δεν έχουν απομακρυνθεί από τον καμβά της ιστορίας. Ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, με θάρρος και τόλμη αλλά και ακρίβεια έγραψε αυτό το βιβλίο σε μία περίοδο πολύ δύσκολη για την Ελλάδα και τη δημοκρατία της, μία περίοδο κρίσιμη και άστατη τόσο πολιτικά όσο και κοινωνικά. Ο ίδιος στην νέα εισαγωγή του βιβλίου εν όψει της επανέκδοσής του αναφέρει χαρακτηριστικά: “…η Τραγωδία μπορεί να αντιμετωπιστεί ως αυθύπαρκτο ιστορικό γεγονός, ως χαρακτηριστικό σύμπτωμα μιας ιδιαίτερης συγκυρίας ή ίσως ακόμα και ως “πηγή” αποκωδικοποίησης της χαρακτηριστικής αύρας μιας εποχής”.
Το 1967, η ελληνική δημοκρατία δοκιμάζεται από την επικράτηση των Συνταγματαρχών που επέβαλαν μία αδυσώπητη και βάναυση δικτατορία, απόρροια λανθασμένων και ολέθριων πολιτικών επιλογών των τελευταίων χρόνων πριν την εκδήλωση του πραξικοπήματος. Ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, αυτό που πραγματοποιεί εδώ με άρτιο τρόπο, είναι μία αναδρομή στο παρελθόν της ελληνικής ιστορίας με εφαλτήριο την Εθνική Απελευθέρωση και τον αγώνα του 1821 και τελικό σταθμό της διαδρομής του τη χρονιά που γράφει το βιβλίο αυτό εν μέσω Δικτατορίας, το 1969. Δεν είναι τυχαίο που οι εκδόσεις Πατάκη αποφάσισαν να επανεκδώσουν αυτό το σπουδαίο σε σημασία βιβλίο γιατί η αναδρομή στο παρελθόν μάς διδάσκει τα λάθη μας ως Έθνος και μπορεί να μας δείξει τον δρόμο εκείνο, τον σωστό δρόμο από τον οποίο αν βαδίσουμε θα τα αποφύγουμε στο εγγύς ή και μακρινό μέλλον.
Αυτό που αξίζει να σημειωθεί είναι πως η Ελλάδα τότε, δηλαδή την περίοδο την οποία πραγματεύεται ο συγγραφέας, βρισκόταν υπό μια ιδιότυπη συγκυρία, την οποία σήμερα δεν μπορούμε σαφώς να αντιληφθούμε. Βασιλιάς και πρωθυπουργός έπρεπε να κυβερνήσουν την χώρα και να έχουν αγαστή συνεργασία με τον μονάρχη να έχει τα ηνία της εξουσίας, πράγμα το οποίο δεν ήταν πάντα εφικτό, μάλιστα τις περισσότερες φορές είναι άκρως προβληματική η συνύπαρξη και η σύγκρουση υπήρξε κύριος κανόνας συμπεριφοράς με ολέθριες πολλές φορές συνέπειες όπως την Μικρασιατική καταστροφή. Φαίνεται μέσα από την εξιστόρηση των γεγονότων πως ανέκαθεν υπήρχε αυτή η αδυναμία συνεννόησης, από την εποχή του Όθωνα μέχρι την σύγκρουση του Παλατιού με τον Γεώργιο Παπανδρέου και τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Μια ιστορία 150 ετών με επιτυχίες και επέκταση των συνόρων πάντα σημαδευόταν και στιγματιζόταν από έναν υπόγειο πόλεμο συμφερόντων μεταξύ προσώπων.
Αφηγούμενος νίκες και ήττες, κατακτήσεις και απώλειες
Πέρα από αυτό, τουλάχιστον για τα εκατό πρώτα χρόνια ύπαρξης του νεοελληνικού κράτους, αυτό που αξίζει ο αναγνώστης να συγκρατήσει ως βασική και κομβική πληροφορία είναι η κατά γενική ομολογία απέχθεια του λαού ως προς το Στέμμα, καθώς υπήρξε αναμφίβολα μια επιλογή του ξένου παράγοντα, αφενός για να διατηρηθεί η ηρεμία στο εσωτερικό και αφετέρου για να έχουν και οι ξένες δυνάμεις, Γάλλοι και Άγγλοι κυρίως, την εποπτεία μιας χώρας υπό διαμόρφωση. Στην πορεία των πραγμάτων και όταν επήλθαν οι πρώτες ελληνικές κυβερνήσεις αποτέλεσμα της λαϊκής εντολής είχαμε το φαινόμενο της αντίδρασης ως προς τον εκάστοτε Βασιλιά σαν μια μορφή διαμαρτυρίας και έκφρασης ελευθερίας. Αυτό συνέβαινε γιατί ο Βασιλιάς αρχικά ήταν ξένος και προσπαθούσε να κατανοήσει τα θέλω ενός άλλου και ξένου προς εκείνο λαού ενώ παράλληλα επιχειρούσε, πολλές φορές επί ματαίω, να γίνει αρεστός και έτσι να διατηρηθεί στην εξουσία.
Ένα γεγονός αναπόφευκτο και αναγκαίο
Υπάρχει μια σχολή ιστορικών, την οποία συμμερίζομαι απόλυτα, η οποία αναφέρει πως ο κόσμος και οι δημοκρατίες έχουν ανάγκη από περιόδους κρίσης για να μπορέσουν να βγουν και πάλι στο ξέφωτο της νηνεμίας και της πολιτικής και κοινωνικής ισορροπίας. Αν παρατηρήσει κανείς το χρονικό που περιγράφεται στο βιβλίο μετά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο και τον Εμφύλιο, η δικτατορία των Συνταγματαρχών ήταν αποτέλεσμα μιας ανώριμης Δημοκρατίας, η οποία διαμορφώθηκε με χίλια δύο προβλήματα έπειτα από τον αιματηρό Εμφύλιο του 1946-1949. Και βέβαια το χρονικό ενός προαναγγελθέντος δημοκρατικού θανάτου, για να παραφράσω ελαφρώς τον Μαρκές ,είχε ήδη αρχίσει να υποβόσκει ήδη από τις αρχές του αιώνα με την σύγκρουση Βασιλιά και Βενιζέλου, την αδυναμία να οριστεί ποιο μέρος συμμαχιών θα διαλέξουμε ως Έθνος αλλά και έπειτα με την κομμουνιστική απειλή να μας απειλεί, την επέμβαση των Βρετανών και των Αμερικανών.
Οι τελευταίοι μάλιστα θεωρούνται από πολλούς πως με την πολιτική τους στα Βαλκάνια συνέβαλαν σε αυτήν την εκτροπή και είναι ουσιαστικά οι αφανείς αυτουργοί της δικτατορικής ιδέας ως μία λύση να εκδιωχθεί μια και καλή η Σοβιετική επιρροή και να απομακρυνθεί ο κίνδυνος του εκτροχιασμού σε μια εποχή όπου ο Ψυχρός πόλεμος ήταν σε πλήρη ισχύ. Αυτό βέβαια ήταν μία αποτυχία του ίδιου του πολιτεύματος να προστατεύσει τα κεκτημένα τόσων χρόνων και τελικά να τα απεμπολήσει εν μία νυκτί αφήνοντας να εισβάλει το φασιστικό μόρφωμα. Τα πολιτικά κόμματα που διαμορφώθηκαν μετά τον Εμφύλιο ζούσαν μία περίοδο επικίνδυνης όσμωσης και αστάθειας, οι πολιτικές δυνάμεις δεν υπηρετούσαν ως άρμοζε τον λαό και ο ίδιος ο λαός ήταν αυτός που εν μέρει υπήρξε και υπεύθυνος για την επιλογή των λάθος προσώπων που θα τον εκπροσωπούσαν.
Όλο αυτό το πλαίσιο ανισορροπίας στο εσωτερικό μέτωπο συν το γεγονός της έξωθεν δύναμης οδήγησαν δίχως άλλο σε ένα κενό εξουσίας, το οποίο και εκμεταλλεύτηκαν οι στρατιωτικοί ταγοί της χώρας. Αυτό που μένει τώρα πια πενήντα χρόνια και παραπάνω από αυτή την τραγωδία είναι να διδαχθούμε από τα λάθη και να ορθώσουμε σε στέρεες βάσεις τη Δημοκρατία για να μην ξανακυλήσουμε σε μία τέτοια ή παρόμοια δημοκρατική απουσία. Η ιστορία πάντα θα μας μιλάει για τα πεπραγμένα μας δίχως κανέναν οίκτο!
“Από το ληθαργικό τέλμα μιας υπανάπτυκτης χώρας αναπήδησε ξαφνικά ένας έντονος κοινωνικός πειραματισμός. Η κυβέρνηση προώθησε την πραγματοποίηση ενός πλήρως μεταρρυθμισμένου εκπαιδευτικού προγράμματος το οποίο παρά τις ελλείψεις και τις αντιφάσεις του, αποτελούσε ένα τεράστιο βήμα προς τα εμπρός που ανατάραξε τη λιμνάζουσα ελληνική εκπαίδευση”.
“Η ανοιχτή επέμβαση του στρατού ήταν το μοιραίο πλήγμα που δέχτηκαν τα ασταθή θεμέλια της ελληνικής δημοκρατίας. Οι αρχές της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας καταργήθηκαν από τη στιγμή που η αναγνώριση και η επιβίωση μιας κυβέρνησης εξαρτιόταν από τη θέληση του μονάρχη”.