Είναι ορισμένα βιβλία που δυστυχώς δεν έχουν την προβολή που τους αξίζει, βιβλία που όταν πρωτοεκδίδονται χάνονται μέσα στους πολλούς τίτλους και δεν έχουν την αναγνώριση που θα έπρεπε υπό άλλες συνθήκες να είχαν. Η φάλαινα του Πωλ Γκαντέν (Paul Gadenne) είναι από αυτά τα διαμάντια που έχουν χωθεί κάτω από στρώματα γης και έρχεται η στιγμή όπου κάποιος θα βρεθεί με την επίμονη σκαπάνη του – είναι κάποιοι αυτοί – να φέρει στην επιφάνεια βιβλία που ξεχωρίζουν και αξίζει να μνημονευτούν. Αυτό το μικρόβιο και η λαχτάρα να ξετρυπώνει κάποιος μικρά λογοτεχνικά αριστουργήματα που παραμένουν διαχρονικά μέχρι σήμερα ενεργοποιείται χωρίς προειδοποίηση σαν τον άνεμο που ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να φέρει. Η φάλαινα είναι από τα βιβλία που σαγηνεύουν και αιχμαλωτίζουν την ανάγνωση, ανήκει στα βιβλία εκείνα που αξίζει να κοσμούν κάθε βιβλιοθήκη, βιβλία ξεχωριστά και πολύτιμα σαν πετράδια που κάποιος βρίσκει στην έρημο.
Εξιστορώντας ένα κάποιο “ασήμαντο” γεγονός…
Ο συγγραφέας αφηγείται μέσα από την πολύ σύντομη ιστορία όλα όσα πολλές φορές κάποιος δεν μπορεί να εκφράσει σε πολυσέλιδα μυθιστορήματα. Είναι τόσο συγκινησιακά φορτισμένο το βιβλίο, τόσο συγκλονιστικές και ξεχωριστές οι περιγραφές του που ο αναγνώστης νιώθει ζωντανά την αφήγηση και ζει το δράμα της ίδιας της φύσης που κλαίει για την απώλειά της. Η φάλαινα του Γκαντέν δεν είναι μια απλή φάλαινα καθώς στο νεκρό κορμί της συγκεντρώνει όλο τον πόνο και την θλίψη μιας πλάσης που υποφέρει σήμερα όσο ποτέ από την αδιαφορία των ανθρώπων. Όταν έγραφε ο Γκαντέν το βιβλίο αυτό δεν είχε αναπτυχθεί ακόμα η έννοια οικολογία και προστασία του περιβάλλοντος γιατί οι άνθρωποι δεν είχαν κατανοήσει το βάθος του προβλήματος αυτού.
Ο ίδιος ο Γκαντέν προς το τέλος της αφήγησης και με κάπως σκωπτικό τρόπο καταμαρτυρά τον ρόλο του ανθρώπου που στέκεται στην δική του καθημερινή δραστηριότητα της πόλης, σε αυτήν ανήκουν οι πρωταγωνιστές του εκείνοι τουλάχιστον όμως θα επισκεφτούν το άψυχο ζώο σαν τεθλιμμένοι συγγενείς. Καταθέτει όμως ακριβώς αυτό, πως κανείς δεν θα θυμάται πια τι συνέβη σε εκείνην την απόμερη παραλία που ξεβράστηκε το πτώμα της άτυχης φάλαινας, ήταν ένα θέαμα φρικιαστικό και αποτρόπαιο στο οποίο λίγοι θα δώσουν σημασία και θα αναδείξουν, πάει πια πέρασε. Δεν θα γίνει καν αντικείμενο συζήτησης, θα περάσει επιφανειακά από τις ζωές των ανθρώπων και θα αποτελέσει πολύ σύντομα ιστορία. Είναι τόσο απογοητευτικό ειδικά σήμερα που ζούμε στην εποχή της πλαστικής απειλής και αυτό το κείμενο έρχεται να δώσει ακόμα ένα ηχηρό μήνυμα για την προστασία της φύσης.
Ο Γκαντέν νομίζω πως είχε ως σκοπό και πρόθεση να καταδείξει έναν ζωντανό οργανισμό σε αποσύνθεση και κάπως να διαφοροποιηθεί και να αποτοξινώσει το αναγνωστικό κοινό από τα πολλές φορές μίζερα ανθρώπινα πεπραγμένα που αποδεικνύονται τόσο μικροπρεπή και μικρόψυχα μπροστά ειδικά σε ένα τόσο ισχυρό επεισόδιο. Ο θάνατος της φάλαινας δεν είναι ένας απλός θάνατος, βοά και ηχεί ως την τρανή απόδειξη της πλήρους ανικανότητας του ανθρώπου να προστατεύσει και να σώσει τα πλάσματα δίπλα στα οποία έχει ταχθεί να ζει από μια ανώτερη δύναμη να περάσει τη ζωή του. Ή τουλάχιστον να τα αφήνει ήσυχα χωρίς αν τα απειλεί, και αυτό θα αρκούσε. Δεν αποκλείεται φυσικά ο Γκαντέν να θαμπώθηκε από την υπέροχη παράξενη και άγρια ομορφιά ενός κήτους, ενός οργανισμού που αποσυντίθεται και στέκεται εκεί να θυμίζει πως όλοι μας είμαστε τρωτοί και εύθραυστοι απέναντι στην αιωνιότητα, τον πανδαμάτορα χρόνο και τα κύματα, θαλασσινά ή μη, της ζωής.
Ένας αινιγματικός λογοτεχνικός θησαυρός/καθρέφτης ζωής
Ο Γκαντέν δεν στέκεται απλά και μόνο στην νεκρή φάλαινα, η ιεροτελεστία και η διαδικασία μύησης του αναγνώστη επιτελείται με την προετοιμασία του ταξιδιού αυτού μόνο από τους δύο πρωταγωνιστές, το ζευγάρι που ακόμα και όταν αισθάνεται την παρουσία ανθρώπων μοιάζει να απομακρύνεται για να θρηνήσει σαν χορός αρχαίας τραγωδίας τον θάνατο και την ανύψωση της νεκρής φάλαινας προς το πάνθεον και την αποθέωση της μοναξιάς της, της απομόνωσής της στην αγκαλιά πια της μητέρας γης. Ελευθερωμένη πια από τα δεινά μιας γήινης φύσης που κρύβει παγίδες, θα ξεκινήσει το ταξίδι για μια δεύτερη ζωή, αν ποτέ αυτή υπάρχει. Ο συγγραφέας γράφει χαρακτηριστικά: “Το ζώο ολόκληρο, με τον τρόπο αυτόν μας υπέβαλε σε δοκιμασία. Γιατί η όψη του ήταν η όψη της πέτρας: ένας αρχαίος υπόγειος τάφος που το μάρμαρό του μπορεί και να ‘χε την τρυφεράδα λουλουδιού. Αλλά αν το πλησίαζες, αν το άγγιζες με το πόδι, αυτό που συναντούσες ήταν μια ύλη ελαστική, κάπως κολλώδης, που υποχωρούσε ελάχιστα στην πίεση”.
Οι περιγραφές του Γκαντέν είναι μοναδικά εξαίσιες, μοιάζει με έναν ιμπρεσιονιστή που αντί για πινέλο χρησιμοποιεί μολύβι και σαν άλλος τοπιογράφος της σχολής της Μπαρμπιζόν, αυτούς δηλαδή που δίδαξαν τους ιμπρεσιονιστές, βγαίνει στο σεργιάνι και το “κυνήγι” για να απαθανατίσει λίγο από το θαύμα της φύσης ενώπιον του οποίου, εκείνος τουλάχιστον, δεν μπορεί παρά να σταθεί ενεός καθώς και πιστός λάτρης της. Η ποιητική διάθεση του Γκαντέν παρασέρνει τον αναγνώστη σε μία μελαγχολία και μία διάθεση να ζητήσει συγχώρεση για αυτό το κακό που συνέβη ενώ την ίδια στιγμή στέκεται σαν σταματημένος από τον χρόνο να ατενίζει το άψυχο σώμα, σαν ένα θέαμα που, όπως ο πρωταγωνιστής, ίσως καταφέρει να δει μόνο μια φορά στη ζωή του.
Μπορεί αυτή η φάλαινα όπως και κάθε άλλη νεκρή φάλαινα να δέρνεται από τα κύματα της θάλασσας και να γίνεται βορά στις ορέξεις του Ποσειδώνα και του Αίολου που δαμάζουν τη φύση και κατατρώνε την σάρκα της ο καθένας με το στοιχείο του ωστόσο η φάλαινα της αφήγησης του Γκαντέν δεν πρόκειται ποτέ να αποτελέσει παρελθόν στην φαντασία του αναγνώστη. Αντίθετα, θα είναι πάντα εκεί αγέρωχη να μας θυμίζει πόσο ο κόσμος έχει ανάγκη την παρουσία τους, πόσο ομορφαίνουν την θάλασσα με την μορφή τους, πόσο σημαντική είναι η ύπαρξή τους και ας μην τις βλέπουμε εκεί στο βυθό που βρίσκουν οι ίδιες την γαλήνη τους και την ηρεμία τους μακριά από την φασαρία και τον κίνδυνο που συνήθως προσφέρει το ανθρώπινο είδος.
“Οι αποχρώσεις του θανάτου είναι εξαίσιες: καμιά φορά είχαμε την εντύπωση πως βλέπαμε τριαντάφυλλο που μισανοίγει. Μπροστά σ’αυτό το πράγμα που έμοιαζε περισσότερο με τύμβο παρά με άψυχο ζώο, μπροστά σ’αυτό το μνημείο το ποικιλμένο με λεπταίσθητα στολίδια, που άλλαζαν χρώμα εδώ κι εκεί παίρνοντας την απόχρωση του κρόκου ή της μαραμένης βιολέτας…”
“Δεν διαθέταμε πια το κουράγιο που χρειαζόταν για να αντέξουμε την εικόνα της ήττας της”.