Ένα από τα κυριότερα έργα του Ντοστογιέφσκι είναι ο Ηλίθιος, ένα έργο που συμπυκνώνει τον ίδιο του τον εαυτό, την καλοσύνη του και το φιλότιμο, την ανθρωπιά και την προσφορά του σε αυτόν που είχε ανάγκη. Και όμως ο κόσμος γύρω του, το περιβάλλον του, εκτός από τον αδερφό του, δεν του φέρθηκαν δεόντως, ίσα ίσα τον απώθησαν σαν κάποιο παράσιτο, σα να ήταν ένας μωρός και ανόητος, ένας ρομαντικός που δεν είχε θέση σε αυτόν τον μάταιο κόσμο. Ο ίδιος βουτηγμένος στο ποτό, τον τζόγο αλλά και κυρίως το γράψιμο όπου έβρισκε καταφύγιο, υπήρξε μία μορφή ξεχωριστή των γραμμάτων, ένας φιλόσοφος του καιρού του που σήμερα αποτελεί σύμβολο για τον στοχαστικό του οίστρο.
Ένας άγιος της τέχνης μάς παρουσιάζεται
Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (1821-1881) λογοτέχνης/στοχαστής σε μία Ρωσία αιμορραγούσα λόγω της κοινωνικής αδικίας και των πολιτικών ανισορροπιών, με το έργο του το τόσο δραματικό και θεατρικά δοσμένο, αναλώθηκε εμμέσως, πλην σαφώς, στην αποτύπωση της σκληρότητας και της τραχύτητας της ζωής του ίδιου και των συμπολιτών του, των μουζίκων αλλά και στην καταγραφή του εξευτελισμού της ανθρώπινης ύπαρξης μέσω των διώξεων και των παράνομων δράσεων ενός διεφθαρμένου πολιτικού κατεστημένου. Άσκησε μέσα από τα έργα του έντονη κριτική και ψυχογράφησε με γλαφυρό και ωμό τρόπο σκηνές από την καθημερινότητα των Ρώσων, πολλές φορές δεχόμενος τα πυρά των κριτικών. Χωρίς οικονομικά μέσα, με ασταθή οικογενειακή και συζυγική ζωή, με άθλιες συνθήκες ζωής και με τις αρρώστιες να τον ταλαιπωρούν συνεχώς, πάλεψε με την συνείδησή του για να καταφέρει να εξωτερικεύσει σε έργα μεγαλειώδη όπως οι Δαιμονισμένοι, οι Αδελφοί Καραμαζόφ, το Έγκλημα και τιμωρία, όλη την αγωνία μιας ζωής στενάχωρης.
Στα έργα του, όπως ακριβώς και στον Ηλίθιο, αυτά διαβλέπουμε, δηλαδή στοιχεία ανθρώπινα, την τρωτότητα του σύγχρονου ανθρώπου, τα πάθη, την συναισθηματική φόρτιση, την ψυχανάλυση των χαρακτήρων ανθρώπων που ρέπουν προς την παρανομία και την ανηθικότητα και έναν Ντοστογιέφσκι που εκφράζει την απαραίτητη προσέγγιση στα θεία – ο πατέρας του ήταν κληρικός – ως το μόνο μέσο απελευθέρωσης και απενεχοποίησης της ένοχης ψυχής. Πέρα από τα παιδικά και εφηβικά χρόνια όπου υπήρχε μία κάποια οικονομική άνεση στην οικογένεια, στα χρόνια που ακολούθησαν κυριάρχησαν τα χρέη και οι φυλακίσεις λόγω πολιτικών φρονημάτων και αντικαθεστωτικής δράσης.
Ο πρίγκιπας Μίσκιν είναι η προσωποποίηση της ψυχής του Ντοστογιέφσκι, είναι ο υποτιθέμενα ηλίθιος μέσα σε μία κοινωνία έξυπνων και πονηρών που περνιούνται για ευφυείς ενώ στην πραγματικότητα είναι άνθρωποι γεμάτη κακία, ζήλια, μίσος και ανοησία. Ο Μίσκιν, ο άλλος εαυτός του Ντοστογιέφσκι, όπως άλλωστε και στον Παίκτη, εδώ ξεγυμνώνεται ενώπιόν μας, μας χαρίζει το είναι του, μας δίνεται σαν τον Χριστό στον σταυρό, είναι ένας Εσταυρωμένος ανάμεσα σε αμαρτωλούς που επιθυμούν διακαώς να τον εκμεταλλευτούν. Ο Μίσκιν δεν είναι ο ηλίθιος που ο ίδιος νομίζει για τον εαυτό του όταν τον αντιμετωπίζουν χαιρέκακα και τον υπονομεύουν, είναι ένας καθαρός ουρανός που λάμπει από αγνότητα, από καλοσύνη, από ανιδιοτέλεια, είναι ένας αθώος και αφήνεται στα χέρια ενόχων που θέλουν το κακό του. Εκείνος σαν τον χαστουκίζουν θα γυρίσει και το άλλο μάγουλο, δεν είναι άβουλος, απλά είναι θύμα της αγάπης του για τον κόσμο.
Με άστρο την καλοσύνη βαδίζει τον δρόμο του
Με οδηγό την καθαρή του ψυχή, μας προσφέρεται ως πρόβατο επί σφαγή και είναι μειλίχιος, καθαρός, ήρεμος, ο πρίγκιπας Μίσκιν δεν είναι ένας γήινος πρίγκιπας, είναι ένας πρίγκιπας που προέρχεται από άλλη σφαίρα, από άλλο πλανητικό σύμπαν, εκεί που το κακό ξορκίζεται και επικρατεί το καλό και το αγαθό, όπως το πρόσωπο του, που λάμπει από ανάγκη για τρυφερότητα. Αλήθεια πώς είναι να νιώθεις παραπεταμένος και ξένος μέσα στην ίδια σου την εποχή, αλλόκοτος και παράσιτο από έναν περίγυρο που δεν θέλει να σε ξέρει και σε αποδιώχνει; Σπεύδεις να ανακαλύψεις καταφύγια για να φωλιάσεις εκεί τα όνειρά σου που στους άλλους δεν τολμάς να τα αποκαλύψεις γιατί δεν πρόκειται να σε ακούσουν, η αδιαφορία τους είναι τόσο ηχηρή που σου σπάει το τύμπανο.
Ο ηλίθιος άνθρωπος που περιγράφεται εδώ δεν είναι παρά ένας κοινός θνητός που μέσα στην κοινοτοπία του χαρακτήρα του συνομιλεί με τον ίδιο του τον εαυτό μιας και οι υπόλοιποι είναι κρυστάλλινες φιγούρες που απλά τον περιγελούν και τον χλευάζουν. Και ο τρελός του χωριού αυτό δεν αντιπροσωπεύει και συμβολίζει; Γιατί η διαφορετικότητα ξενίζει, απομακρύνεται όπως η μύγα που κάθεται στο φαγητό και μας ενοχλεί με την παρουσία της. Σκληρή εικόνα παρουσιάζει ο άνθρωπος αυτός, είναι έτοιμος να θέσει τέλος στην ζωή του γιατί δεν βρίσκει την παραμικρή ικανοποίηση, διαλύεται από τα εξ ων συνετέθη κάθε φορά που παρίσταται σε μία ομήγυρη που τον στήνει στην γωνία γιατί δεν έχει το σθένος να τον αγκαλιάσει, της είναι βάρος και ανυπόφορο βαρίδιο.
Απλά για την ιστορία του ανθρώπου αυτού που πάντα θα μνημονεύεται, όχι μόνο ως συγγραφέας, αλλά και ως στοχαστής, να αναφέρω πως αφού νωρίτερα ζυμώθηκε όντας στρατιωτικός γιατρός και ζώντας κοντά σε ασθενείς και αναξιοπαθούντες, γεμίζοντας έτσι την ευαίσθητη ψυχή του με εικόνες σκληρές και επώδυνες για τον ίδιο, τα χρόνια μετά το 1859 εξέδωσε τα περισσότερα μυθιστορήματα που τον έκαναν γνωστό. Δυστυχώς όμως, η έκδοση των έργων του απέφερε χρήματα που αποσκοπούσαν μόνο και μόνο στην εξόφληση των χρεών του, δυσχεραίνοντας έτσι την ήδη επιβαρυμένη οικονομική του κατάσταση. Σε εκείνη την περίοδο γράφει τον Παίκτη, αφού ο ίδιος ήταν παίκτης τυχερών παιχνιδιών, τους Φτωχούς, αφού ο ίδιος υπήρξε φτωχός. Έγραψε διηγήματα, νουβέλες, δοκίμια, τα προσωπικά του ημερολόγια και δεν έπαψε να βρίσκει θεραπεία μέσω της γραφής μέχρι και το τέλος της ζωής του. Η δέκατη έβδομη σκηνή ξεκινάει ως εξής: “Αύριο είναι τα γενέθλιά μου. Τα πρώτα μου γενέθλια. Δεν θυμάμαι αν τα γιόρτασα ποτέ…Μπαρούτι, κετσές, σφαίρα. Θα ‘ναι ωραίο να έρθουν όλοι…”
“Σας γράφω, επειδή κάποτε με τιμήσατε με την εμπιστοσύνη σας κι αυτό δεν το ξέχασα ποτέ. Σ’ αυτήν την εμπιστοσύνη πατάω για να θυμίσω μόνο σε σας πως ακόμα υπάρχω. Άλλες φορές θυμάμαι και τη μητέρα σας. Συχνά την ανακαλώ στη μνήμη μου σαν ένα πρόσωπο ξεχωριστό και οικείο, όμως από όλους όσους γνώρισα σπίτι σας, εγώ μόνο εσάς χρειάζομαι”
“Μα, γιατί; Για ποιο λόγο; Δεν έκανα κάτι που να αξίζει ανταπόδοσης. Αλλά ακόμη και αν κάποιον έθιξα, είμαι πρόθυμος να σου ζητήσω συγγνώμη”