Είναι κάποια βιβλία που μένουν στην ιστορία για αυτό που πραγματεύονται και δεν χρειάζονται και πολλές αναλύσεις για το τι είναι σημαντικά. Ένα από αυτά είναι ο Φύλακας στη σίκαλη και όταν κάποιος το διαβάσει, τότε κατανοεί γιατί είναι βιβλίο – σταθμός. Αν δεν έχετε δει την ταινία “Ο επαναστάτης στη σίκαλη” που κυκλοφόρησε και πρωτοπροβλήθηκε στην Ελλάδα το 2017 και αναφέρεται στη ζωή του Σάλιντζερ, σας συστήνω πρώτα να διαβάσετε τον Φύλακα στη σίκαλη και μετά να τη δείτε οπωσδήποτε. Ο Σάλιντζερ γράφει βασικά τον Φύλακα στη Σίκαλη με την επιστροφή του από το μέτωπο του Β’ Παγκοσμίου πολέμου που τον σημάδεψε και τον στιγμάτισε μια για πάντα.
Η προσωπογραφία μιας ζωής μακριά από εικόνες πολέμου
Ο ήρωας του Σάλιντζερ Χόλντεν Κόλφιλντ είναι μία πολυσύνθετη προσωπικότητα, είναι ένας πρωταγωνιστής που εμπεριέχει όλον τον σύνθετο εσωτερικό κόσμο του συγγραφέα, είναι ένα βιβλίο που αποκρυπτογραφεί τον συγγραφέα και την προσωπικότητά του δίχως να δείχνει όμως το μονοπάτι. Είναι σαν μια αλληγορία, ένα παραμύθι, μία ιστορία που θα αφηγούνταν κάποιος σε έναν φίλο του. Ο ήρωας του βιβλίου είναι για τον Σάλιντζερ η αφορμή να αφηγηθεί μια ζωή ανέμελη και αλήτικη ενός νεαρού αλλά μοιάζει να λειτουργεί για εκείνον – εμμέσως πλην σαφώς – σαν το φάρμακο που είχε τόσο ανάγκη για να απελευθερωθεί από όσα έζησε στην φρίκη του πολέμου και κόντεψε να χάσει το μυαλό του.
Ο αδερφός του πρωταγωνιστή, ο Ντι Μπι, είναι στην πραγματικότητα η περιγραφή ενός ξακουστού συγγραφέα που χαίρει δόξας, αναγνωρισιμότητας, είναι ένα πρόσωπο που όλοι σέβονται και εκτιμούν, ένας δημιουργός εγνωσμένης ποιότητας. Ουσιαστικά, ο Σάλιντζερ εφηύρε τον ήρωα αυτόν για να ισορροπήσει το μέσα του, του παρέχει το αντίβαρο της σαραβαλιασμένης του υπόστασης και επιστρατεύει το ανέμελο και καθόλου επιμελημένο αφηγηματικό ύφος σκόπιμα, διότι η χαλαρότητα της ιστορίας διώχνει μακριά τα φαντάσματα των σκέψεών του. Μας προσφέρει σε εμάς τους αναγνώστες τη συναισθηματική κατάσταση και την ευδαιμονία ή τον προβληματισμό, τους έρωτες και τις σκέψεις ενός νέου που γνωρίζει καλά πως είναι η δική του αλήθεια, φανταστική ιστορία ή όχι δεν έχει σημασία.
Ο Σάλιντζερ αφηγείται εδώ μια ζωή σε ένα αστικό περιβάλλον της αμερικανικής υπαίθρου, είναι το απαύγασμα της ωριμότητάς του, αποτέλεσμα του γεγονότος πόσο φυλακισμένος ήταν ψυχικά σε μια αποστολή που δεν του επέτρεπε να ζήσει πραγματικά γιατί δεν γεννήθηκε για να αντέξει ως στρατιώτης στο μέτωπο. Μαζί με τον ήρωά του, ο συγγραφέας απολαμβάνει στιγμές δίχως σκοτούρες, σαρκάζεται, αστειεύεται, καυτηριάζει καταστάσεις, σατιρίζει πρόσωπα, μοιάζει να βρίσκεται προσγειωμένος σε έναν άλλο κόσμο, δικό του. Ο λόγος του είναι δίχως φτιασιδώματα, παρουσιάζει τον ήρωά του ακριβώς όπως τον φαντάζεται και μας ταξιδεύει σε έναν εντελώς διαφορετικό χωροχρόνο γνωρίζοντάς μας έναν χαρακτήρα επινοημένο στα μέτρα της δικής του επιθυμίας για φυγή. Ξεπηδά από τα βάρη της συνείδησής του και καταφθάνει σε ένα περιβάλλον μακριά από στρατιωτικά παραγγέλματα και άλλα επώδυνα συνθήματα.
Εξιστορώντας την επιστροφή στην δική του αναγέννηση
Εδώ ο αναγνώστης συναντά τον συγγραφέα, ο οποίος και λαχταρά να ξαναχτίσει από την αρχή όσα είδε να καταστρέφονται μέσα του τα χρόνια που πέρασε, θέλει να ξεφύγει να πάει κοντά σε όσα περιγράφει εδώ. Είναι αλήθεια πως όσοι Αμερικανοί – υπήρξαν πολλοί που επιστρατεύτηκαν σε διάφορα μέτωπα στην Ευρώπη για να βοηθήσουν τους Συμμάχους – βίωσαν τον πόλεμο αυτόν από κοντά κλήθηκαν ύστερα να διαχειριστούν τις επιπτώσεις στο μυαλό και την ψυχή τους με μεγάλη δυσκολία, ήταν πρώτη φορά που Αμερικανοί πολεμούσαν εκτός πατρίδας. Για τον Σάλιντζερ ήταν μια δοκιμασία που τον διαμέλισε και τον διέλυσε ψυχικά και πνευματικά στερώντας του κάθε δυνατότητα να σκεφτεί, πόσο μάλλον να γράψει. Εδώ είναι σαν να μαζεύει τα κομμάτια του και να τα βάζει στην σειρά, σαν να προσπαθεί να αναδομήσει τις ρημαγμένες εσωτερικές δομές του στηριζόμενος σε μία αναπόληση ενός νεανικού παρελθόντος.
Μέσω του Κόλφιλντ, εκφράζει την απέραντη επιθυμία του να αποκλειστεί, να απομονωθεί, να εξαφανιστεί από προσώπου γης κάπου που εκείνος θα επιλέγει ποιος και πότε θα τον επισκεφτεί. Επιθυμεί να γίνει αυτό που εξομολογείται στην λογοτεχνική του αδερφή Φοίβη όταν της αναφέρει πως όνειρό του είναι να γίνει ο φύλακας στη σίκαλη, να αποκτήσει το δικό του αγρόκτημα και να ζήσει μακριά από την βουή που τόσο τον τραυμάτισε. Στόχος του Σάλιντζερ μέσω της ιστορίας είναι να ανασυνταχθεί, δεν είναι άλλωστε τυχαίο πως όσα περιγράφει εδώ τα έκανε πράξη, ήδη από πολύ νωρίς δεν ξαναεξέδωσε βιβλίο, αρνήθηκε συνεντεύξεις, δεν γύρισε στα εγκόσμια και αφοσιώθηκε στην αναζήτηση του εαυτού του.
Είναι σα να κατέβηκε σαν τον Οδυσσέα στον Άδη να είδε από κοντά την κόλαση και να ξαναγύρισε πίσω από την καιόμενη βάτο. Ο φύλακας στη σίκαλη δεν είναι απλά ένα μυθιστόρημα, για τον συγγραφέα είναι το αποτύπωμα του ψυχισμού του, μία σαφώς μαθηματική και συναισθηματική πράξη με την εξίσωση να βρίσκει λύση πάνω σε μία κόλλα χαρτί. Λυτρώνεται γράφοντας αυτές τις σελίδες και η τελευταία φράση του βιβλίου “Ποτέ μην λες τίποτα σε κανέναν. Αν το κάνεις, αρχίζουνε και σου λείπουνε όλοι” είναι το απαύγασμα και η πεμπτουσία της φιλοσοφίας ζωής που εκδήλωσε. Αδιαμφισβήτητα, ο τρόπος γραφής είναι επιλογή του και το πώς αφηγείται την ιστορία με αυτή τη δόση αυτοσαρκασμού και ιλαρότητας αποκαλύπτει το μεγαλείο του συγγραφέα που αφήνεται ελεύθερος μακριά από δεσμά για να προσπαθήσει να γίνει αυτός που ήταν κάποτε.
“Αυτό είναι τελικά το πρόβλημα. Δεν πρόκειται να βρεις ποτέ σου ένα όμορφο και ήσυχο μέρος, γιατί δεν υπάρχει”
“Χαρακτηριστικό του ανώριμου ανθρώπου είναι ότι επιθυμεί έναν θάνατο ευγενικό εν ονόματι κάποιου σκοπού, ενώ χαρακτηριστικό του ώριμου ανθρώπου είναι ότι επιθυμεί μια ταπεινή ζωή εν ονόματι κάποιου σκοπού”