Η ιστορία που αφηγείται τόσο αβρά η Ο’ Μπράιαν δεν είναι προϊόν μυθοπλασίας ούτε δυστυχώς και επινοημένη αφήγηση ως προς τα κύρια γεγονότα τουλάχιστον. Η δράση της Μπόκο Χαράμ και άλλων αντίστοιχων ομάδων σε χώρες της Αφρικής και της Ασίας έχουν θέσει τις τοπικές αρχές σε μία μάχη σώμα με σώμα για την εξάρθρωσή τους, είναι ένα πρόβλημα που αποτελεί μάστιγα και οδηγεί χιλιάδες αθώες ψυχές σε καταναγκασμούς, βασανιστήρια, βιασμούς και άλλες απεχθείς πράξεις τρομοκράτησης και προσηλυτισμού τους με μεθόδους πρωτόγνωρα απάνθρωπες που θυμίζουν μεσαίωνα. Όσο αυτό το κίνημα του ακραίου ισλαμισμού αλλά και γενικότερα όλων αυτών των ακραίων επαναστατικών δυνάμεων που δρουν σε διάφορες χώρες, παραμένει ενεργό και εγκληματεί με όχημα και κίνητρο την δήθεν υπεράσπιση του Κορανίου, τόσο ο κόσμος θα θρηνεί νέα θύματα.
Ένας βρώμικος κόσμος με σάρκα και οστά
Η βιαιότητα, η αγριότητα και η βαναυσότητα που περιγράφει η Ο’ Μπράιαν στηλιτεύει εκτός των άλλων και τις κυβερνήσεις αυτών των κρατών, διεφθαρμένες ή αδιάφορες οι περισσότερες, οι οποίες επιτρέπουν ένα τέτοιο κακό να λαμβάνει χώρα και να εξελίσσεται δίχως να παρεμβαίνουν δυναμικά για να το εξαλείψουν. Η πρωταγωνίστρια, ένα από τα πολλά κορίτσια που απήχθησαν από την εξτρεμιστική οργάνωση της Μπόκο Χαράμ, είναι η προσωποποίηση της αδυναμίας της ίδιας της κοινωνίας να προστατεύσει τα αδύναμα μέλη της, όπως τα παιδιά και οι γυναίκες. Από την εξιστόρηση ο αναγνώστης διαπιστώνει πως είναι δυστυχώς σαθρή όλη η δομή της κοινωνίας καθώς τα μέλη της ίδιας της οικογένειας της Μάριαμ για παράδειγμα, μετά την επιστροφή της, την αντιμετωπίζουν περίεργα, τόσο εκείνην όσο και το μωρό που απέκτησε κατά την διάρκεια του διαστήματος απαγωγής της, αποτέλεσμα του βιασμού της.
Η κοινωνία παραμένει σιωπηλή και κατά μια έννοια ένοχη δια της σιωπής της για όλα αυτά που συμβαίνουν και τα παιδιά καθίστανται έτσι θύματα μιας πολιτικής διαμάχης που σίγουρα δεν τα αφορά. Η συγγραφέας καταμαρτυρά με πλήρη λεπτομέρεια και με ανατριχιαστικά σκληρό τρόπο και ορθώς πράττει, τα όσα βάρβαρα θα συμβούν στην Μάριαμ. Ανίκανη να υπερασπιστεί τον εαυτό της, μεγαλώνει ανορθόδοξα σε συνθήκες φόβου και ωριμάζει πριν την ώρα της μέσα σε ένα θέατρο μίσους και θανατικού. Από τη πρώτη στιγμή που καταφτάνει στο στρατόπεδο όπου την κρατούν φυλακισμένη οι μαχητές, το κορίτσι έχει πρόσβαση σε ελάχιστο φαγητό και οι συνθήκες διαβίωσης είναι άθλιες. Έρχεται αντιμέτωπη με έναν κόσμο απόκοσμο, ανθρώπους δίχως ίχνος ελέους, οι οποίοι βιάζουν τόσο το σώμα όσο και την ψυχή της, αφαιρώντας της έτσι κάθε όνειρο για αγάπη.
Βρίσκεται κυριολεκτικά ολομόναχη να αναλάβει την υπεράσπιση του εαυτού της και γίνεται έρμαιο στα χέρια αρρωστημένων και αδίστακτων δολοφόνων που είναι έτοιμοι να την κατακρεουργήσουν στο παραμικρό παράπτωμα. Ουσιαστικά, θα κατανοήσει πως σε ένα τέτοιο απάνθρωπο σκηνικό αυτό που μένει τώρα είναι να προσπαθήσει να επιβιώσει με κάθε τρόπο και σε κάθε στιγμή πλέον βλέπει το φάσμα του θανάτου να απλώνεται μπροστά της σαν δίχτυ, ίσως να είναι και η λύτρωσή της όπως αναφέρει η ίδια. Η πώλησή της σαν να ήταν πρόβατο σε έναν από τους μαχητές της οργάνωσης δεν θα αλλάξει και πολύ την κατάστασή της και μόνη της διέξοδος πλέον είναι να προσπαθήσει να αποδράσει με το παιδί της και να ξεφύγει από αυτόν τον απαίσιο συνεχιζόμενο εφιάλτη. “Τι είχε πάθει το κορίτσι που ήμουν κάποτε; Είχε εξαφανιστεί. Δεν είχε απομείνει πια αγάπη μέσα μου. Ήθελα να πεθάνω. Θέλω να πεθάνω, ψιθύρισα. Δεν ήξερα τι έλεγα. Δεν ήξερα ότι ο θάνατος βρισκόταν τόσο κοντά, ότι πλανιόταν από πάνω μου”.
Γράφοντας μέσα στην δίνη των γεγονότων
Η συγγραφέας, στην ύστερη συγγραφική της ωριμότητα, καταθέτει για ακόμα μια φορά τα όσα της εκμυστηρεύτηκαν κατά την διαμονή της στην στη Νιγηρία όπου και άκουσε τα συμβάντα από πρώτο χέρι. Μαθημένη σε αυτού του είδους τις εξιστορήσεις η σημαντική Ιρλανδή συγγραφέας, πιστή στην μεγάλη Ιρλανδική σχολή των Ουάιλντ, Τζόυς και Μπέκετ, γράφει ένα μυθιστόρημα κόλαφο που προκαλεί και προσκαλεί τον κόσμο να αφυπνιστεί και να αναλάβει δράση ώστε κανένα άλλο κορίτσι όπως η Μάριαμ ή η Μπούκι να μην ξαναπέσει θύμα τέτοιων τρομοκρατών. Στρατευμένη στην αποστολή της ως προς το κοινωνικό μυθιστόρημα που χρόνια την απασχολεί, η Ο’ Μπράιαν συγκινεί με την ευθύτητά της και μας προβληματίζει ως ανθρώπους. Δεν είναι η πρώτη φορά που γράφει κάτι αντίστοιχο καθώς στο παρελθόν έχει πραγματευτεί αντίστοιχες θεματολογίες και δε διστάζει να πει τα πράγματα με το όνομά τους.
Τα όσα συμβαίνουν στη Νιγηρία, δυστυχώς δεν αποτελούν μονοπώλιο ούτε και αποκλειστικότητα, μιας και πολλά παιδιά ανά τον πλανήτη βιώνουν παρόμοιες καταστάσεις και απάγονται σε καθημερινή βάση για να στρατευθούν και να χρησιμοποιηθούν ως “όπλα” στον “αγώνα” των εντολοδόχων τους. Αυτή η αποστολή τους καθίσταται από τους τελευταίους “ιερή”, μια αποστολή που τους στερεί το δικαίωμα στην γνώση και την μάθηση, το δικαίωμα στο παιχνίδι, το δικαίωμα να είναι με τους γονείς τους και να ζουν ελεύθερα και μακριά από πολέμους που μολύνουν την εύθραυστη ψυχοσύνθεσή τους. Η Μάριαμ είναι μία από εκείνες τις κοπέλες που κατάφεραν να σωθούν αλλά δυστυχώς η περίπτωσή της ανήκει στις εξαιρέσεις και όχι στον κανόνα.
“Αυτές είναι οι ευλογημένες στιγμές μας, το δροσερό νερό, μια μικρή ανακούφιση από τη δίψα και την απελπισία. Δεν ξέρω τι μέρα είναι, τι μήνας, ποια χρονιά. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ο αέρας κουβαλάει άμμο, η άμμος έρχεται από το Σαχέλ, γρατζουνάει τα μάτια μας και μας μισοτυφλώνει”.
“Ο πατέρας μου δεν κατάφερε να με δει. Πάντα έλεγε πως όταν φεύγεις, μένει πίσω η ψυχή. Έλεγε ότι η ψυχή δεν έχει βάρος, γιατί έχει θεϊκή προέλευση”.