“Αυτά λοιπόν με τη Σάρα, τη Σάρα με την ασυνήθιστη ομορφιά, με την παράξενη μύτη που θυμίζει σπάνιο πτηνό, τα μάτια με το απίστευτο χρώμα, τραχύ, πράσινο, αλλά όχι, όχι πράσινο, το χρώμα του αψεντιού μάλλον, του μαλαχίτη, εκείνο το κλειστό γκριζοπράσινο, μάτια φιδίσια με βλέφαρα πεσμένα. Αυτά λοιπόν μ’ εκείνη την άνοιξη που εμφανίστηκε στη ζωή μου όπως βγαίνει κανείς στη σκηνή, γεμάτη ενέργεια, έτοιμη να κατακτήσει. Νικήτρια”. Πόσο μακριά μπορεί να πάει ένας άνθρωπος για έναν έρωτα; Ποιες αναμνήσεις κρατάει και πόσες καλές στιγμές μπορεί να διατηρήσει στην μνήμη του για να πάει ενάντια στις κακές στιγμές που του συμβαίνουν; Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα πολύ ανθρώπινο που αφηγείται τις ζωές δύο γυναικών που συνδέονται ερωτικά και τρυφερά με έναν ισχυρό δεσμό και που οι ίδιοι παλεύουν να διατηρήσουν παρά τις αντιξοότητες και τις κοινωνικές ανισορροπίες.
Η επικίνδυνη και παράτολμη σχέση δύο γυναικών
Εδώ η συγγραφέας με άρωμα ερωτικό αλλά και μέσα από παλινωδίες που γεννά ο έρωτας και που παραπέμπει σε συγγραφείς όπως ο Φλωμπέρ, ο Ζολά, ο Μωπασάν και ο Απολιναίρ, μας καταθέτει την δική της ξεχωριστή αφήγηση για τα όσα εκτυλίσσονται μεταξύ των δύο γυναικών με μία σύγχρονη ματιά. Οι εποχές μπορεί να αλλάζουν και να βιώνουμε νέες κοινωνικές καταστάσεις ωστόσο οι άνθρωποι παραμένουν αιώνια δέσμιοι του φτερωτού έρωτα και αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει. Η συγγραφέας, με ιδιαίτερα τολμηρή παρέμβαση, πραγματεύεται το θέμα του ομοφυλοφιλικού έρωτα και μάλιστα μεταξύ δύο γυναικών που ακόμα και σήμερα παραμένει στερεότυπο σε πολλές περιοχές του κόσμου αλλά ακόμα και στην ώριμη υποτίθεται Δύση. Δεν είναι ένα εύκολο ζήτημα να διαχειρίζεσαι δύο γυναίκες μία εκ των οποίων μάλιστα έχει και ένα μικρό παιδί. Είναι ακροβασία στο μεταίχμιο αλλά η συγγραφέας με πολύ ιδιαίτερο λόγο καταφέρνει και πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα.
Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκουμε τη Σάρα, μία γυναίκα που θέλει να αγαπηθεί αλλά η οποία είναι έντονα αντιδραστική απέναντι στην αγαπημένη της, την αφηγήτρια δηλαδή που σκιαγραφεί το πρόσωπό της και αναλύει τη ζωή μαζί της. Η αφηγήτρια είναι εγκλωβισμένη σε έναν έρωτα μαγικό από την μία και αποπνικτικό από την άλλη και αδυνατεί να βρει τις κατάλληλες εξηγήσεις στο πώς αυτός ο έρωτας μπορεί να λειτουργήσει θετικά και να μην γίνεται βάρος. Στα όσα περιγράφει η συγγραφέας μπορεί ο καθένας από εμάς και η καθεμία από εσάς να βρει τον εαυτό του/της καθώς τα όσα περιγράφονται δεν είναι ξένα ούτε και απόκοσμα, είναι αντιδράσεις της ίδιας ανθρώπινης φύσης που διακατέχει όλους μας. Η συγγραφέας αυτή την πτυχή της ανθρώπινης υπόστασης θέλει να καταδείξει, το πόσο τρωτοί και παθιασμένοι είμαστε ως άνθρωποι, το πόσο ανυπόμονοι, το πόσο δύσκολοι αλλά και χαλαροί.
Μία γυναίκα που ακροβατεί ανάμεσα σε δύο χαρακτήρες
“Αυτά λοιπόν με τη Σάρα, τη Σάρα την άγνωστη, τη Σάρα το τίμιο κορίτσι, τη Σάρα τη μετρημένη κυρία, τη Σάρα τη φανταστική, τη Σάρα την αλλόκοτη. Τη Σάρα τη μοναχική”. Η Σάρα είναι μία προσωπικότητα αμφιλεγόμενη, είναι ένα πρόσωπο με διπλό προσωπείο, από τη μία μπορεί και είναι τρυφερή, χαμογελαστή, φιλική και ιδανική σύντροφος ενώ από την άλλη δυσκολεύεται να διαχειριστεί τις εξάρσεις της, γίνεται οξύθυμη και πεισματάρα, ένας άνθρωπος με τον οποίο κανείς δεν ξέρει πως να συμπεριφερθεί, μία γυναίκα δύστροπη που κανείς περιμένει τα καλύτερα και τα χειρότερα. Η Σάρα θα βιώσει δύσκολες στιγμές η ίδια και θα περάσει αυτή την δυσκολία και στην σύντροφό της, η οποία θα κληθεί να περάσει δια πυρός και σιδήρου.
Το αποτύπωμα της Σάρας είναι βαρύ φορτίο για την αφηγήτρια, είναι τέτοια η σχέση τους και τόσο ισχυρός ο δεσμός τους που κάθε ρήξη στην σχέση τους της προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις και ένα κύμα απογοήτευσης που μοιάζει με τσουνάμι έτοιμο να την κατακλύσει. Η ψυχοσύνθεση και των δύο γυναικών είναι εύθραυστη και για αυτό και οι δύο προσπαθούν να μείνουν και μόνες για να μην προκαλούν η μία το θυμικό της άλλης. Η Σάρα όμως είναι ακριβώς όπως την περιγράφει η σύντροφός της, άλλοτε μοναχική, άλλοτε δυναμική, άλλοτε ανίκανη να ρίξει γέφυρες, άλλοτε μετρημένη και άλλοτε σε έκρηξη. Τελικά, η σχέση τους αυτή όπως κάθε σχέση μεταξύ ανθρώπων μπορεί να καταλήξει κάπου ή είναι άραγε καταδικασμένη εκ προοιμίου σε αποτυχία και να την θεωρήσουμε λήξασα;
Η απώλεια της Σάρας θα γίνει μαχαιριά όμως στην πλάτη της συντρόφου της, πώς άλλωστε να ξεπεράσεις έναν άνθρωπο με τον οποίο έχεις περάσει πολύ δυνατές στιγμές. Μέσα από ένα τσεχωφικό δράμα και μία δυνατή περιγραφή συναισθημάτων και γεγονότων, η συγγραφέας καταθέτει τον τρόπο που οι δύο αυτές γυναίκες ό,τι και αν γίνει και όσα χρόνια και αν περάσουν η μία μακριά από την άλλη τελικά θα ζούνε η μία μέσα από την άλλη γιατί η αγάπη τους μοιάζει με οχυρό που κανείς δεν μπορεί να γκρεμίσει παρόλο που οι ίδιες το έχουν γκρεμίσει και ξαναχτίσει ουκ ολίγες φορές. “Τη σκότωσα ενώ πέθαινε ήδη, εκείνη την αρρωστημένη νύχτα, τη σκότωσα επειδή δεν άντεχα να τη δω να πεθαίνει, δεν άντεχα να δω τα χείλη της να μισανοίγουν για να μου πουν δε σ’ αγαπάω πια, δεν άντεχα να τη βλέπω να υποφέρει, να υποφέρει από μια αρρώστια που εγώ φύτεψα μέσα στο στήθος της [..]”.
“Τη σκότωσα γιατί τη μισούσα, γιατί την αγαπούσα τόσο που θα ήθελα να πεθάνω εγώ στη θέση της”.
“Σταμάτα να γελάς, σε παρακαλώ. Σταμάτα να γελάς μέσα στο κεφάλι μου, σταμάτα να γελάς δίπλα μου. Άσε με ήσυχη επιτέλους. Σε σκότωσα επειδή σ’ αγαπούσα, επειδή δεν άντεχα άλλο να σε βλέπω να υποφέρεις, να βλέπω το κορμί σου, το ένδοξο κορμί σου, αυτό το κορμί βασίλισσας, το τόσο αγαπημένο, το τόσο αγαπημένο, το τόσο ποθητό κορμί σου, δεν άντεχα άλλο να το βλέπω να γαμιέται από την αρρώστια”.