Ξεκινώντας να διαβάζω αυτό το πολύ νοσταλγικό μυθιστόρημα και τη ζωή του αφηγητή, μου ήρθαν στο μυαλό αυτόματα οι εικόνες από τις ταινίες του Τάσου Μπουλμέτη και ειδικά τον Νοτιά, όπου εκτυλίσσεται η ιστορία του αφηγητή, ο οποίος και μεγαλώνει πάνω κάτω την ίδια εποχή. Το άρωμα του συγγραφέα, η προσωπική εξιστόρηση και η άμεση γραφή του, ταξιδεύουν τον αναγνώστη σε άλλες εποχές, πιο φτωχές σε υλικά αλλά πιο πλούσιες σε συναισθήματα. Ο Παπαϊωάννου γράφει μία ιστορία από την αρχή, από τα πρώτα παιδικά χρόνια του αφηγητή του, μία ιστορία ευαίσθητη και πολύ αληθινή, πολύ τρυφερή. Ο συγγραφέας ίσως τελικά μας αφηγείται την δική του ιστορία γιατί οι ημερομηνίες ταιριάζουν και διαβλέπω μία ανάγκη ο ίδιος να αφηγηθεί τα πάντα από την αρχή, αλλά σε κάθε περίπτωση ο αναγνώστης πηγαίνει πίσω στον χρόνο και βλέπει μια άλλη Ελλάδα να ξεδιπλώνεται μπροστά του.
Η Ελλάδα στα χρόνια της ανεμελιάς και της νεότητας
Ο Νότης, ο πρωταγωνιστής μας, είναι ένα σύγχρονο πρόσωπο της Ελλάδας που μεγάλωσε με τις μνήμες του πολέμου από τους γονείς του και έζησε ο ίδιος τα γεγονότα της δικτατορίας σε πολύ μικρή ηλικία. Η μεταχουντική Ελλάδα αναπτύσσεται και μπαίνει σε μία διαφορετική τροχιά προσπαθώντας να συγχρονιστεί με τον κόσμο που ολοένα αλλάζει και αυτή η ακτινογραφία της σύγχρονης Ελλάδας είναι ένα μωσαϊκό από γεγονότα, στιγμές, εικόνες, μουσικές, αναγνώσεις και κάθε άλλη ανάμνηση από εκείνη την περίοδο. Ο Νότης και η παρέα του μας αφηγούνται ιστορίες από το σχολείο, από τότε που πείραζαν τους καθηγητές τους και έκαναν κάθε δυνατή σκανταλιά που στα μάτια τους τότε φαινόταν ως κάτι μάγκικο. Αυτή η ανεμελιά, αυτή η χαλαρότητα στο χωριό όπου πήγαιναν σχολείο είναι μία εικόνα που δυστυχώς μετά από χρόνια ο αφηγητής την έχει χάσει καθώς τα χρόνια πέρασαν.
“Στη ζωή μας πρέπει να παίρνουμε τον δρόμο που οδηγεί εκεί όπου βρίσκεται η αγάπη και εκεί όπου γινόμαστε καλύτεροι άνθρωποι. Τότε μόνο υπάρχει κάποιο νόημα. Θα μου επιτρέψεις λοιπόν να μη μιλήσω για επιτυχία, αλλά για αυτό που ήθελα να δηλώσω γράφοντας τον στίχο μας περιμένουν καλοκαίρια: ότι οφείλουμε να είμαστε πάντα έτοιμοι, με τα μάτια ανοιχτά, γιατί η ζωή, η αληθινή ζωή, βρίσκεται κάθε στιγμή μπροστά μας”. Ο δρόμος του Νότη είχε πολλά σκαμπανεβάσματα και ο ίδιος πηγαίνει πίσω μπρος στη ζωή του – ο συγγραφέας με ένα έξυπνο σημάδι μας ενημερώνει για το πήγαινέλα του ήρωά του – για να γεμίσει τις σελίδες με κάθε είδους αναμνήσεις, τον πρώτο του έρωτα, την πρώτη απόπειρα πειρατικού ραδιοφώνου που εκείνη την εποχή ήταν της μόδας.
Όλο το βιβλίο είναι μια κινηματογραφική ταινία, είναι ένα πανόραμα της ζωής στην ελληνική ύπαιθρο, είναι η ζωή μιας γενιάς που παρά τις δυσκολίες μεγάλωσε και ωρίμασε μέσα σε ένα περιβάλλον πολύ πιο υγιές από το σημερινό, μια γενιά που δεν ήταν χορτασμένη για αυτό και δεν ήξερε πως είναι να μην έχει κινητό ή άλλα μέσα. Τα παιδιά εκείνα και οι έφηβοι εκείνοι χαιρόντουσαν μια ζωή μέσα στην χαρά της ανακάλυψης και μιας νέας τεχνολογικής πραγματικότητας που δεν είχε όμως σαρώσει την αθωότητά τους και την επικοινωνία τους. Ζούσαν όλοι μαζί ο ένας για τον άλλον με αλληλεγγύη και σκανταλιά, με αυθεντικό ενδιαφέρον για τα μαθήματά τους αλλά και με γνήσιο ταλέντο μικρών και πονηρών καλικάντζαρων που σκάρωναν φάρσες και αστεία. Υπήρχε όμως μέσα σε αυτό το κλίμα μία αγάπη και μία τρυφερότητα που πήγαζε αυτούσια από την ψυχή τους.
Μέσα στον χρόνο και τις αναμνήσεις που χτίζουν ζωές
Ο συγγραφέας μεταξύ άλλων και με ιδιαίτερη γλαφυρότητα μας πηγαίνει πιο πίσω στη ζωή του Νότη όταν βοηθούσε τον πατέρα του στην επιχείρηση που είχε σχετικά με την προβολή ταινιών και ήταν ουσιαστικά ένας βοηθός συνεργείου που μάθαινε από νωρίς το μεράκι της δουλειάς και αργότερα όταν ο κινηματογράφος έχασε την αίγλη του ο μικρός Νότης δούλευε εναλλάξ με τον αδερφό του στο περίπτερο του πατέρα του και ανακάλυπτε τα πρώτα ερωτικά περιοδικά που τον έβαλαν για τα καλά στην προεφηβική ή αργότερα στην εφηβική ηλικία. Και όλο αυτό το σκηνικό είναι καλά αποθηκευμένο στον σκληρό δίσκο της ψυχής και της καρδιάς του όταν αργότερα θα βρεθεί με τους παλιούς συμμαθητές του και θα επαναφέρουν στην μνήμη τους με νοσταλγία και μελαγχολία τα όσα πέρασαν όλοι μαζί.
Ο Παπαϊωάννου καταφέρνει και μας ψυχολογεί γιατί γράφει ένα μυθιστόρημα που όλοι θα θέλαμε να γράψουμε για εκείνα τα χρόνια, οι μεγαλύτεροι που τα έζησαν ακόμα περισσότερο και αυτό διότι όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και ο ίδιος “Προσπαθώ να μην ξεχνάω ποτέ δύο πράγματα: πως πρέπει να μένω μακριά από το τίποτα και πως η ζωή μας είναι μοναχά μια μπόρα μέσα σε ένα ατέλειωτο καλοκαίρι”. Αυτό το ατελείωτο καλοκαίρι συμφωνεί και με τον Καμύ και οι στιγμές ξεγνοιασιάς της ζωής, αυτές οι ανείπωτες στιγμές που δύσκολα περιγράφονται είναι όσα τελικά μας ακολουθούν μια για πάντα.
“Ίσως καμιά φορά ένα δεύτερο ζευγάρι μάτια μπορεί να μας βοηθήσει να δούμε ό,τι δεν βλέπουμε από μόνοι μας”
“Τελικά είναι πολύ απλό: για να γεννηθεί η μουσική, πρέπει να προηγηθεί σιωπή. Άρα όφειλα να απομακρυνθώ από τον “θόρυβο” της ζωής. Είναι κάτι που το είχα από χρόνια κατά νου αλλά ποτέ δεν τόλμησα. Ώσπου μια ξαφνική μπόρα, που κράτησε λίγο μα ήταν πολύ δυνατή, άλλαξε τα πάντα”.