Πρόκειται για ένα από τα λίγα θεατρικά του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα, ένα έργο όμως που και πάλι αποτυπώνει όλο τον κόσμο της σκέψης του, ένα θεατρικό που προσπαθήσει να αναλύσει την ανθρώπινη ψυχή, τις αδυναμίες της, την τρωτότητα και την ευθραυστότητα της ανθρώπινης ψυχής. Ο Τολστόι εισέδυσε και αυτός στα βαθιά νερά και εντρύφησε στον ψυχισμό των ηρώων του, εδώ πρόκειται μάλιστα για την εξιστόρηση μιας αληθινής ιστορίας την οποία καταθέτει στο χαρτί για να αναδείξει την πραγματικότητα και την αλήθεια της ίδιας της ζωής, αυτής που με τόσο ζήλο υπηρέτησε καθ’ όλη την διάρκεια του μακρού βίου του.
Στην υπηρεσία του ανθρώπου και της λογοτεχνίας
Ο Τολστόι ήταν από τους τυχερούς ανθρώπους, αφού δεν είχε οικονομικές δυσκολίες και έτσι κατόρθωσε να αφοσιωθεί, τόσο στη συγγραφή όσο και στο στοχασμό, μια και οι έντονες εσωτερικές αγωνίες του και οι επίμονες φιλοσοφικές του αναζητήσεις τον οδήγησαν στην καταγραφή των σκέψεών του με διάφορους τρόπους. Το ανήσυχο πνεύμα του παρέμεινε ζωντανό μέχρι το τέλος της ζωής του και δεν δίστασε στη δύση της ζωής του να έρθει σε ρήξη με τις αντιλήψεις της κραταιάς Ρωσικής Εκκλησίας, η οποία τελικά το 1901 τον εκδίωξε από τις τάξεις της.
Σε αυτό το θεατρικό, όπως άλλωστε και στα περισσότερα βιβλία του, ο Τολστόι δεν διαφοροποιείται, οι χαρακτήρες και οι πρωταγωνιστές του είναι οι άνθρωποι του λαού, είναι οι απλοί πρωταγωνιστές της ζωής και από αυτό δεν παρεκκλίνει. Με την οικονομική του άνεση μπόρεσε να δοθεί ψυχή τε και σώματι στην υπηρεσία του ανθρώπινου πόνου και δη στις ανθρώπινες σχέσεις, τις τόσο ευάλωτες, τις τόσο επώδυνες, όπως άλλωστε συμβαίνει εδώ. Αυτό που περιγράφει δεν είναι μια δική του επινόηση, είναι κατευθείαν βγαλμένο από το πηγάδι της ζωής από το οποίο αντλεί τα θέματά του και μας το καταθέτει με τον δικό του μοναδικό τρόπο γιατί αυτό που τον ενδιαφέρει είναι τελικά οι ζωές των άλλων. Είναι σαφές πως όσο πλησίαζε στο τέλος της ζωής του, ο Τολστόι έψαχνε τρόπους να λυτρώσει την ψυχή του, να φανεί χρήσιμος στα θεία, να γίνει εκείνος που θα μπορέσει να πάει στον άλλο κόσμο έχοντας πίσω του αφήσει κάτι για τον απλό άνθρωπο, αυτή ήταν η ιερή του αποστολή.
Ο Τολστόι είχε ανέκαθεν την ανάγκη να καταφύγει στο θείο και δεν είναι τυχαίο πως τόσο οι νουβέλες και τα μυθιστορήματά του, όσο και οι χαρακτήρες του έχουν μία αθόρυβη φυγή προς το δρόμο της σωτηρίας μέσα από γεγονότα που κλονίζουν και ξαφνιάζουν τους ίδιους. Εκεί έγκειται το μεγαλείο του Τολστόι, να καταφέρνει πλήγματα στους ήρωές του και να τους θέτει τα αιώνια ερωτήματα της ύπαρξης, της αγάπης, της πίστης, της ίδιας της ύπαρξης, ακριβώς όπως ο ίδιος ένιωθε την γη να φεύγει κάτω από τα πόδια του και να στροβιλίζεται συνεχώς σε σκέψεις και σε συλλογισμούς. Ανασφαλής και ανικανοποίητος με τα πλούτη του, αναζητούσε διακαώς και αενάως τη σωτηρία της ψυχής του.
Εξύμνησε τον πόνο, δόθηκε στο γράψιμο για να σώσει την ψυχή του
Πώς στην είδηση του επερχόμενου τέλους του βίου του μπορεί κανείς να δει τα λάθη του, να τα μετρήσει και να μηδενίσει τον μετρητή για να ξεκινήσει και πάλι από το μηδέν (ο απόλυτος ορισμός της εξίσωσης όλων άρα και της εφαρμογής του φυσικού νόμου της δικαιοσύνης κατά τον Πυθαγόρα), ο θάνατος μπορεί να είναι μία ζωή μετά τη ζωή; Ερωτήματα που απασχολούσαν τον ίδιο τον Τολστόι καθ΄όλη την διάρκεια της μακράς ζωής του. Αν ο σύγχρονός του Ντοστογιέφσκι πάλευε με την ανέχεια και την απώλεια, ο Τολστόι αγωνίζεται για το “είναι” του μετά θάνατον, μια και η ζωή του φέρθηκε καλά, τον προίκισε με δώρα, χάρες και χαρές, του εξασφάλισε μια ζωή που πολλοί όμοιοί του θα ζήλευαν. Στην ανήσυχη ψυχή του ωστόσο αναζητά τα κλειδιά εκείνα που θα φέρουν την πραγματική ευτυχία στον ίδιο και στην οικογένειά του, κυριεύεται από την ανάγκη για τη γλώσσα της αλήθειας, την αλήθεια που η ψυχή του ορίζει, καθώς νιώθοντας το τέλος να πλησιάζει, εδραιώνεται στο μυαλό του η επιθυμία για αιώνια γαλήνη.
Είναι πολύ δημοφιλής η πρώτη φράση από την Άννα Καρένινα. Ο Τολστόι έγραψε πως «όλες οι ευτυχισμένες οικογένειες μοιάζουν μεταξύ τους. Κάθε δυστυχισμένη οικογένεια, όμως, είναι δυστυχισμένη με το δικό της τρόπο». Παρατήρησε από κοντά τις οικογένειες των φτωχών μουζίκων και βρέθηκε κοντά σε ανθρώπους με προβλήματα, προσπαθώντας με το λόγο του να τους απαλύνει τον πόνο και να τους εξηγήσει την ανάγκη στην πίστη. Έχοντας εξασφαλίσει μία άνετη ζωή λόγω της καταγωγής του από πλούσια οικογένεια, σκύβει πάνω από τα προβλήματα των ανθρώπων της εποχής του και με τα γραπτά του δε σταματά να δίνει ελπίδα στους μη έχοντες.
Στο ζωντανό πτώμα πραγματεύεται πολύ κοινά θέματα με το μεγαλειώδες μυθιστόρημά του, την Άννα Καρένινα και εδώ όπως και σε εκείνο είναι η επιτομή της αποτύπωσης των όσων απασχολούν το μυαλό και την ψυχή του Τολστόι και με όπλο την ηρωίδα του μυθιστορήματος δε θα διστάσει να εκθέσει την ανθρώπινη δίψα για εύκολη καταδίκη, το πάθος του μίσους που φωλιάζει στην ανθρώπινη ψυχή, η οποία με την πρώτη ευκαιρία αδημονεί για εκδίκηση και τιμωρία με κάθε κόστος. Ο Τολστόι πάσχισε και αγωνίστηκε να σώσει την ψυχή του και με έργα όπως αυτό όπου το ανθρώπινο δράμα ξετυλίγεται σαν κουβάρι με σκοπό να βρει το φως που του αξίζει και να λυτρωθεί ο ίδιος, κατάφερε πολλά.
“Είμαι ένα πτώμα. Βλέπετε…εσάς μπορώ να σας το πω. Αυτό έχει γίνει από καιρό και εσείς δεν γνωρίζετε το πραγματικό μου επίθετο”
“Είσαι μια καλή, γλυκιά κοπέλα που αγαπάω και, αν μείνω ζωντανός, θα καταστρέψω”