Ο Πινόκιο εμφανίστηκε μέσα από το μυθιστόρημα παιδικής λογοτεχνίας του Κάρλο Κολόντι μόλις το 1883 για να συγκινήσει όμως πολλές γενιές με τα μηνύματα και τα διδάγματά του. Η ταινία που προβλήθηκε πριν λίγο καιρό στους ελληνικούς κινηματογράφους με πρωταγωνιστή στον ρόλο του Τζεπέτο τον υπέροχο Ρομπέρτο Μπενίνι φέρνει σε επαφή μικρούς και μεγάλους με μία ιστορία εξαιρετικά ανθρώπινη αν και φανταστική. Πρόκειται για την ιστορία μιας ξύλινης μαριονέτας που βρήκε “πνοή” στα χέρια του φτωχού πλην τίμιου ξυλουργού Τζεπέτο. Ο μικρός ήρωας Πινόκιο γίνεται το σημείο αναφοράς για τον δημιουργό του που αποκτά το δικό του γιο και έτσι παίρνει σάρκα και οστά η λαχτάρα και ο διακαής πόθος του Τζεπέτο.
Ένας διαχρονικός ήρωας των παιδικών μας χρόνων
Ο Πινόκιο του Κολόντι είναι μία πολύ τρυφερή ιστορία, είναι μια ιστορία που δεν απευθύνεται μόνο σε μικρούς αναγνώστες αλλά σε όλες τις ηλικίες, αφορά σε όλους εμάς που αν και μεγαλώνουμε και ωριμάζουμε πάντα κρύβουμε μέσα μας ένα παιδί που επιθυμεί να παραβιάσει τους κανόνες και να κάνει σκανταλιές. Αυτός είναι ο Πινόκιο, είναι ένα ξύλινο ανθρωπάκι με ψυχή και συναισθήματα, είναι η δημιουργία του Τζεπέτο που του χαρίζει όλη του την αγάπη, την τρυφερότητα, την ζεστασιά και την έγνοια, είναι ο γιος του που θέλει να τον βλέπει να μεγαλώνει και να μαθαίνει, γι’ αυτό και του αγοράζει τετράδια για να πάει στο σχολείο να μάθει όπως τα άλλα παιδιά, ενώ εκείνος τα πουλάει γιατί δεν ξέρει τι θα πει να μαθαίνεις γράμματα. Μόνο που ο ίδιος ο Πινόκιο γνωρίζει πως δεν είναι ένα κανονικό παιδί και μιας και ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα νιώθει παράταιρος αλλά είναι και πολύ επιρρεπής σε πειρασμούς.
Έξω από την πατρική φτερούγα του Τζεπέτο, έξω από τον προστατευτικό κλοιό του εργαστηρίου όπου ζει με τον πατέρα του και δημιουργό του, ο Πινόκιο γίνεται έρμαιο και βορά στα χέρια ανθρώπων που τον επιβουλεύονται και τον περιπαίζουν γιατί θεωρούν πως είναι παρά ένα ξύλινο κατασκεύασμα που μπορούν να παίξουν μαζί του ανά πάσα στιγμή. Ο Πινόκιο εμπιστεύεται με την αθωότητά του και την αφέλειά του ανθρώπους που δεν πρέπει και ξεμακραίνει από το σπίτι του όπου υπάρχει ασφάλεια. Γιατί δεν είναι ένα κανονικό παιδί και το επίπεδο επικινδυνότητας για τη ζωή του είναι αυξημένο, μόνο ο Τζεπέτο, αυτός ο συμπαθής και τόσο γλυκός άνθρωπος μπορεί να κατανοήσει την τρωτότητα και την ευθραυστότητα σαν ένας δημιουργός Θεός που πονάει για το πλάσμα που έφερε στον κόσμο. Ουσιαστικά, ο Τζεπέτο είναι μητέρα και πατέρας μαζί, είναι δύο γονείς σε ένα και διαδραματίζει τον ρόλο του αυτόν με κάθε επιμέλεια και συνέπεια για χάρη του ιδιόμορφου και μονάκριβου γιου του.
Η φυγή του Πινόκιο και η απώλειά του, έστω η προσωρινή, τον γεμίζει με λύπη και θλίψη, σαν να έφυγε ένα κομμάτι από την σάρκα του και του ξερίζωσαν κάτι από το ίδιο του το σώμα και την ψυχή. Ο Πινόκιο, αν και ξύλινος, είναι ένας άνθρωπος με ανεπτυγμένες τις προσλαμβάνουσες, μπορεί και αισθάνεται το άδικο και διαθέτει όλες εκείνες τις αδυναμίες με τις οποίες λειτουργεί ένας κανονικός άνθρωπος και για αυτό μέχρι σχεδόν το τέλος παρασύρεται από λάθη, παραλείψεις, αφέλεια, έλλειψη κριτικής σκέψης, πονηριά και ελάχιστη ωριμότητα. Αυτή η πονηριά του δεν είναι αποτέλεσμα κακίας, δεν είναι κουτοπονηριά, είναι παιδική ατασθαλία, είναι η ανάγκη να βρεθεί εκτός και να δοκιμάσει τις δικές του αντοχές, να αναμετρηθεί με τις δυνάμεις του και βέβαια δεν έχει επ’ ουδενί το αίσθημα του κινδύνου γιατί πολύ απλά έχει ψυχή παιδική που όλα τα βλέπει με καλοσύνη.
Στο θέατρο που τον παίρνουν να πρωταγωνιστήσει, ο θιασώτης του θεάτρου είναι ένα πρόσωπο κακεντρεχές και του φέρεται άσχημα, εκμεταλλεύεται την διαφορετικότητά του και τον χρησιμοποιεί όπως και όλους τους άλλους για να αποκομίσει χρήματα. Ο Πινόκιο χαίρεται τον νέο του ρόλο, νιώθει χρήσιμος και έχει την αυταπάτη πως περνάει καλά αλλά στην πραγματικότητα είναι μόνο για λίγο αφού θα βρεθεί στα δίχτυα ενός αδίστακτου εμπόρου, ενός ανθρώπου που τον χειραγωγεί με τον χειρότερο τρόπο και για αυτό άλλωστε έστω και αργά θα του ξεφύγει. Ο Πινόκιο θα περιπλανηθεί για κάποιο διάστημα μέχρι να καταλάβει πως η θέση του είναι δίπλα στον Τζεπέτο που μπορεί να του εξασφαλίσει μία φτωχή μεν, αλλά σίγουρη ζωή. Να σημειώσουμε πως το χαρακτηριστικό του Πινόκιο που τον έκανε διάσημο σε όλο τον κόσμο είναι πως κάθε φορά που λέει ψέματα και αυτά κυρίως στον Τζεπέτο, η μύτη του μεγαλώνει άρα στο τέλος με τα πολλά ψέματα η μύτη φτάνει σε τέτοιο μέγεθος που του είναι αδύνατο να λειτουργήσει και άρα χρειάζεται τον Τζεπέτο για να του λιμάρει την μύτη και να την φέρει στην σωστή της αναλογία.
Το μάθημα του Κολόντι προς τους μικρούς και τους μεγάλους είναι τόσο δεξιοτεχνικά δοσμένο μέσα από την ιστορία του Πινόκιο που συγκινεί. Το ψέμα είναι ένα ολίσθημα, είναι ένα σφάλμα που οφείλουμε να αποφύγουμε για να μην έχουμε δυσάρεστες συνέπειες, οι γονείς μας είναι οι προστάτες μας και κάθε φορά που λέμε ψέματα σε εκείνους λέμε ψέματα στον ίδιο μας τον εαυτό και βάζουμε τον ίδιο μας τον εαυτό σε κίνδυνο γιατί ποτέ δεν ξέρουμε πού μπορεί να μας οδηγήσει το ψέμα, σε ποιες ατραπούς και σε ποια αδιέξοδα. Ο Πινόκιο λοιπόν μέσα από τα λάθη του και τις παρασπονδίες του έπαθε και έμαθε, έχασε και κέρδισε, πληγώθηκε και ανακουφίστηκε και όταν πια ωρίμασε μπόρεσε να ζήσει μακριά από πειρασμούς και να απολαύσει τη ζωή με τον αγαπημένο του πατέρα που τώρα πια ξέρει πως ο γιος του είναι ικανός να τραβήξει μόνος του τον δρόμο του ασφαλής. Το βιβλίο είναι εξαιρετικά εικονογραφημένο και με την σκληρόδετη έκδοσή του το έργο αυτό οφείλει να κοσμεί κάθε βιβλιοθήκη σε κάθε σπίτι.
“Βλέποντας τους ληστές ξοπίσω του, ο Πινόκιο έχασε το κουράγιο του κι έπεσε στο χώμα έτοιμος να παραδοθεί. Όταν όμως κοίταξε γύρω του, είδε ανάμεσα στη σκοτεινή βλάστηση ένα μικρό φως. Ήταν ένα σπιτάκι άσπρο σαν το χιόνι”
“Ο Πινόκιο, αφού περίμενε για ώρα και είδε ότι δεν ερχόταν κανείς, θυμήθηκε τον καημένο τον μπαμπά του και ψέλλισε: “Αχ μπαμπά μου, μακάρι να ήσουν εδώ…!”