Μεγάλες προσδοκίες, Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, Δύσκολοι καιροί, είναι μόνο μερικά από τα κορυφαία μυθιστορήματα του ιμπρεσιονιστή λογοτέχνη Τσαρλς Ντίκενς, αυτού που σαν τους ζωγράφους της εποχής του όπως ο Gainsborough ή ο Turner έβγαινε έξω από το καταφύγιό του, το σπίτι του δηλαδή, λόγω της αϋπνίας που είχε και παρατηρούσε τον κόσμο γύρω του. Ως ανταποκριτής της νύχτας κυρίως συνέλεγε πληροφορίες για τους απλούς και ανώνυμους ήρωες της καθημερινότητας και τις κατέγραφε όχι μόνο στα μυθιστορήματά του αλλά και στα μικρά διηγήματα όπως είναι η Ιστορία κανενός. Ακόμα και σε λίγες σελίδες, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με το έργο ενός κορυφαίου λογοτέχνη, ενός δεξιοτέχνη της γραφής που συναρπάζει και αιχμαλωτίζει το κοινό με τη λυρικότητα και την ποιητικότητα που τον διακρίνει.
Αναζητώντας το δίκαιο μέσα από το πρίσμα του άδικου
Ο ίδιος έλεγε χαρακτηριστικά: “Έχοντας ως πρωταρχικό μου σκοπό να βγάλω τη νύχτα και επιδιώκοντας να τον επιτύχω, ανέπτυξα σχέσεις συμπάθειας με ανθρώπους που κάθε νύχτα, όλο τον χρόνο, είχαν μονάχα αυτό τον σκοπό, και κανέναν άλλο”. Ο Τσαρλς Ντίκενς, βάζει τον μανδύα του επιθεωρητή και του δημοσιογράφου, του παρατηρητή και του περιπλανητή και περιδιαβαίνει τους δρόμους και τις περιοχές του Λονδίνου, τις πιο μύχιες και ανεξερεύνητες, για να καταγράψει σε αυτούς τους περιπάτους του την κρυφή ζωή ενός άγνωστου Λονδίνου. Εκεί δηλαδή που μικρά παιδιά βιώνουν δύσκολες συνθήκες και παλεύουν για ένα κομμάτι ψωμί, εκεί που διάφορα αποβράσματα της νυχτερινής ζωής αναμετρώνται σε “μάχες” επιβίωσης υπό το πρίσμα σκοτεινών δράσεων και μιας αστυνομίας που άλλοτε βλέπει και άλλοτε παραβλέπει, εκεί που τα στοιχήματα και ο παράνομος τζόγος δίνουν και παίρνουν υπό τα βλέμματα αδίστακτων περαστικών, έτοιμων για όλα.
Σαν ένας άλλος Βαν Γκογκ, έδωσε τον εαυτό του και βοήθησε την αγγλική κοινωνία να κατανοήσει τι συμβαίνει έξω από τα σαλόνια και τα πολυτελή σπίτια, εκεί που χτυπούσε δηλαδή η καρδιά των απλών εργαζόμενων, όπως κάνει εδώ στην Ιστορία κανενός, όπου ο αφηγητής παλεύει να αναδείξει το πρόβλημά του, να δώσει στον αφέντη του να καταλάβει τι περνάει και πόσο δύσκολη είναι η επιβίωση σε μία κοινωνία που δεν θέλει να δει το άδικο. Ο συγγραφέας όμως του Όλιβερ Τουίστ, των Μεγάλων προσδοκιών και άλλων εμβληματικών μυθιστορημάτων που τον κατέστησαν ορόσημο για την παγκόσμια λογοτεχνία, εδώ σκιαγραφεί όλα αυτά που ο ίδιος βίωσε και θέλησε να μοιραστεί ως μάρτυρας ενός Λονδίνου που στην εποχή του άκμαζε αλλά πίσω από την κουρτίνα που ο κοινός θεατής δεν μπορούσε να δει, παρήκμαζε. Ο ίδιος πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια και βρήκε διαφυγή στην δημοσιογραφία και τις εφημερίδες όπου θήτευσε για να μπορέσει να ορθοποδήσει οικονομικά και να βρει ένα κάποιο καταφύγιο για την ψυχή του.
Η φτώχεια, τα βάσανα, η καθημερινότητα των απλών ανθρώπων, η άδικη εκμετάλλευση των ορφανών, οι περιπολίες των αστυφυλάκων που κάνουν τα στραβά μάτια και άλλα γεγονότα και συμβάντα που συμβαίνουν στα παρασκήνια συγκίνησαν τον Ντίκενς που ασκεί κριτική σε ένα Λονδίνο που οφείλει να γίνει πιο ανθρώπινο, πιο συγκαταβατικό, πιο φιλικό και πιο ευγενές για τους ανθρώπους του. Ευαίσθητη ψυχή και ο ίδιος, αδυνατεί να αποδεχτεί όλη αυτή την δύστυχη και θλιβερή πραγματικότητα και με την γραφή του είναι σαφές πως βρίσκει μία ευκαιρία, τόσο να εκφράσει ο ίδιος όλα αυτά που διαπιστώνει, αλλά να προσπαθήσει να συνδράμει στη βελτίωση των συνθηκών που επικρατούσαν την εποχή εκείνη. Λειτουργεί κατά κάποιο τρόπο ιεραποστολικά και σταυροφορικά χωρίς να περιμένει και πολλά από αυτή του την αποστολή. Η πένα του είναι σκωπτική και πολλές φορές ειρωνική εκτός από αναμφίβολα διεισδυτική, ενώ η ακρίβεια των περιγραφών του εκτός από την διάσταση αλήθειας που ενέχουν, προσφέρουν στον αναγνώστη ένα μεγαλείο από έναν μοναδικό δημιουργό και ράφτη φράσεων.
“Στην περίπτωση του Dickens μπορεί να διακρίνει κανείς ένα πρόσωπο που γελά, με μια υποψία οργής στο γέλιο του, χωρίς ωστόσο καμιά αίσθηση θριάμβου ή μοχθηρία. Είναι το πρόσωπο ενός ανθρώπου που πάντοτε μάχεται ενάντια σε κάτι, δίνοντας τις μάχες του ανοιχτά και χωρίς φόβο, το πρόσωπο ενός ανθρώπου που είναι γενναιόδωρα θυμωμένος – με άλλα λόγια, ενός προοδευτικού του 19ου αιώνα, μιας ελεύθερης διάνοιας, ενός τύπου που μισήθηκε εξίσου από όλες τις ελεεινές μικροορθοξίες που βγάζουν τις ψυχές των ανθρώπων σε πλειστηριασμό” γράφει πολύ εύστοχα η μεταφράστρια Ευαγγελία Κουλιζάκη, η οποία και έδωσε άλλη πνοή στο υπέροχο κείμενο του Ντίκενς. Αυτή είναι η πραγματικότητα της προσωπικότητας του Ντίκενς, ένας παράταιρος και διαφορετικός συγγραφέας που επικρίνει γιατί γνωρίζει και όχι γιατί απλά θέλει να αποδείξει το παραμικρό για εκείνον.
Η ιστορία κανενός είναι μία ιστορία συναισθηματικά φορτισμένη, πνίγεται στα νερά του Τάμεση από την ανάγκη ο άνθρωπος αυτός να εισακουστεί, γιατί μπορεί μεν να μην είναι κάποιος, αλλά δεν είναι αόρατος, είναι μια φωνή που αναζητά την δικαίωση μέσα σε έναν κόσμο απόκοσμο που δεν νοιάζεται παρά μόνο για το μεροκάματο και την εργασία, έναν κόσμο που δεν φροντίζει για τις ανάγκες του απλού στρατιώτη ή εργάτη. Ανισότητες και ανισορροπία που δυστυχώς θα έκαναν καιρό για να γιατρευτούν και αυτό απεικονίζεται έκδηλα σε όλα τα βιβλία του Ντίκενς, εδώ ωστόσο συμπυκνώνεται σε λίγες σελίδες και βέβαια η καταπληκτική εικονογράφηση του Gustave Dore καθιστά την έκδοση μοναδική και ξεχωριστή, είναι ένα ακόμα αποδεικτικό στοιχείο που προστίθεται στην αξία της υπέροχης αυτής έκδοσης και η φωνή του Ντίκενς μέσω του αφηγητή του δεν λέγεται μόνο αλλά και εικονογραφείται. Ένα πολύ σπουδαίο κείμενο που αξίζει να διαβαστεί από μικρούς και μεγάλους!
“”Κι αν στην προσπάθειά μου να μάθω”, είπε, “έχω κάποιες φορές παραπλανηθεί, αυτά τουλάχιστον ας έχουν την ευκαιρία να μάθουν καλύτερα και ν’ αποφύγουν τα δικά μου λάθη. Αν για μένα είναι δύσκολο να καρπωθώ τα οφέλη από την ευχαρίστηση και τις διδαχές που κρύβονται στα βιβλία, ας είναι ευκολότερο γι’ αυτά”.
“Είμαστε άνθρωποι του μόχθου, κι έχω την υποψία ότι εμείς οι άνθρωποι του μόχθου, απ’ όποια συνθήκη κι αν προήλθαμε – που τη δημιούργησε μια διάνοια ανώτερη από τη δική σας, όπως μου επιτρέπει η φτωχή μου αντίληψη να καταλάβω -, χρειαζόμαστε ψυχαγωγία και αναψυχή. Δείτε τι μπορεί να συμβεί όταν στερούμαστε αυτή τη δυνατότητα. Ελάτε λοιπόν! Δείξτε μου κάτι, δώστε μου μια ακίνδυνη διασκέδαση, επινοήστε για μένα μια διαφυγή!”