Αναδρομή στον χρόνο, ταξίδι στις αναμνήσεις του 20ου αιώνα μέσα από τη ζωή της γιαγιάς που παίρνει σάρκα και οστά χάρη στο ημερολόγιο της, εκεί όπου καταγράφει όσα συνέβησαν σε αυτόν τον άστατο πλην όμως τόσο γεμάτο αιώνα. Όλη η ιστορία της οικογένειας Ποιμενάκη σε παράλληλη αφήγηση και τροχιά, το μωσαϊκό των αναμνήσεων ξεδιπλώνεται και τα συναισθήματα χτυπάνε κόκκινο γιατί η ζωή στην ύπαιθρο δεν είναι εύκολη και ο ελληνικός κόσμος της εποχής περνάει δια πυρός και σιδήρου. Η Τρουλλινού, μέσα από το ημερολόγιο αυτό, φτάνει στο σήμερα και με τα γεγονότα που σημάδεψαν τόσο το πριν όσο και τα τελευταία χρόνια προσφέρει στον αναγνώστη όλο το φάσμα των εξελίξεων ενώ ξετυλίγει και το κουβάρι των όσων συνέβαιναν παράλληλα σε μία Ευρώπη που ταλανιζόταν από τις συνέπειες του ηφαιστείου στην Ισλανδία αλλά και το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Δια πυρός και σιδήρου γράφεται η ιστορία
Το μυθιστόρημα αυτό είναι μια ελεγεία και ένας ύμνος στην ελληνική οικογένεια γιατί η ζωή ανακυκλώνεται και η ιστορία της μετανάστευσης ξαναγράφεται, το ελληνικό στοιχείο πλημμυρίζει λόγω της κρίσης και πάλι τις ευρωπαϊκές πόλεις και όλοι αναζητούν ένα καλύτερο αύριο. Πριν συμβούν όλα αυτά όμως έχει περάσει η περίοδος που προηγήθηκε του πολέμου με συμβάντα κοσμοϊστορικά, διχασμούς, συγκρούσεις και τόσες και τόσες ταραχές να λαμβάνουν χώρα. Και ύστερα ο πόλεμος, η κατοχή, ο εμφύλιος πόλεμος και οι κακουχίες, οι δυσκολίες στην ελευθερία έκφρασης, στην καθημερινότητα, σκηνές φτώχειας και ανέχειας, ένας κόσμος που βασανίζεται και παλεύει για την επιβίωση. Σε αυτό το πλαίσιο, η συγγραφέας δίνει το στίγμα της οικογένειας μέσα από την ζωή της γιαγιάς που αναφέρεται σε μία σκληρή πραγματικότητα, σε μία ιστορικά κολασμένη περίοδο όπου χάνονται τόσοι και τόσοι άνθρωποι.
Μάλλον είναι αυτό που αναφέρει ο στίχος στον Σεβάχ τον θαλασσινό πως με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί. “Αυτή δεν είναι η ελληνική οικογένεια; Και η δική μας μαζί; Τα μυστικά της, τα σκουπίδια που σπρώχνει κάτω από το χαλί, α… όλα κι όλα, σ’ αυτό τα βρίσκανε πάντα η μητέρα σου και η γιαγιά μου. Και επειδή η γιαγιά μου και θεία σου έφυγε χωρίς να τη χαιρετίσεις, κανόνισε να βρεις τρόπο να πεις γεια στη μαμά σου, άντε, φτάνει, ξημέρωσε και έχω σχολείο“. Αυτά είναι τα λόγια της μικρής Θάλειας που ανταλλάσει μηνύματα με τον μεγαλύτερο Τηλέμαχο έχοντας κατά νου τα όσα εκτυλίχθηκαν στη ζωή της Αργυρώς και εκείνοι μέσα από την δική τους πορεία στον χρόνο λειτουργούν ως αναμοχλευτές και αναμεταδότες των όσων εκείνη κατέγραψε.
Τόσο η Θάλεια όσο και ο Τηλέμαχος αναπτύσσουν έναν έντονο διάλογο και μία ανταλλαγή απόψεων που άλλοτε έχουν το αίσθημα της νοσταλγίας και άλλοτε του προβληματισμού για τα όσα συνέβησαν. Η Θάλεια στην Ελλάδα και εκείνος στο εξωτερικό αναζητούν μία κοινή συνισταμένη συνεννόησης και έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας, σαν δηλαδή οι ζωές τους να παρασύρθηκαν από την απόσταση και να έχουν πια μεταξύ τους ένα χάσμα που τους δυσκολεύει να συμβαδίσουν. Ερωτήματα, απορίες, ιστορικές αναφορές, όλα αυτά τριβελίζουν το μυαλό, γεννούν αμφιβολίες και τελικά αναδύεται ένα παρελθόν που αντί να τους ενώνει τους δημιουργεί θέματα. Και μέσα σε όλο αυτό το προβληματικό πλαίσιο έρχεται και η Ιστορία να τους μπλέξει στα δίχτυα της και η Θάλεια με ορμή και θάρρος ή θράσος απευθύνεται στον Τηλέμαχο με διάθεση να του εκμαιεύσει εξηγήσεις.
“Ό,τι υπήρξε άμεσο βίωμα με το πέρασμα του χρόνου γίνεται αναπαράσταση, έτσι που συχνά μπερδευόμαστε κι εμείς οι ίδιοι ανάμεσα σ’ εκείνο που υπήρξε και σε κείνο που θυμόμαστε. Το όλον πράγμα γίνεται περίπλοκο όταν οι εικόνες, ποντάροντας στο δικό μας βίωμα, μας βομβαρδίζουν, το θέαμα εξυπηρετεί καταλλήλως το μήνυμα”. Τελικά είναι διαφορετικές οι προσλαμβάνουσες ή η διαφορά φιλοσοφίας περί ζωής είναι τελικά αυτή που διαδραματίζει κομβικό ρόλο και πειράζει τα καλώδια του νου; Με μία διάθεση διαλεύκανσης των όσων έχουν συμβεί, η Τρουλλινού θα δώσει και μία διάσταση σε σχέση με το σήμερα, δηλαδή σε σχέση με τα τελευταία χρόνια και τα όσα εκτυλίχθηκαν.
Η αναζήτηση της αλήθειας στα χρόνια της κρίσης είναι ένας γρίφος για δύσκολους λύτες, είναι μια επιχείρηση κάθαρσης και λύτρωσης για την ίδια την συγγραφέα και ταυτόχρονα ένα εγχείρημα να αναδομηθεί η ζωή από την αρχή, να ξαναχτιστούν τα θεμέλια που για κάποιο λόγο είδαν ρωγμές στο σώμα τους. Ένα τέτοιο πλαίσιο διαβλέπει, θαρρώ, ο αναγνώστης από μέρους της συγγραφέως γιατί ο καθένας προσπαθεί να ερμηνεύσει τα γεγονότα και τη ζωή με τις δικές του κεραίες, να δει τι τελικά συνέβη και αυτή η αναδρομή στο παρελθόν είναι ό,τι καλύτερο για να πορευτεί κανείς στο μέλλον. Ο Τηλέμαχος και η Θάλεια δεν είναι δύο πρόσωπα ξένα, είναι η ίδια η Ελλάδα και τα πρόσωπά της, είναι τελικά τα δικά μας πρόσωπα και για αυτό ο καθένας ίσως βρει ένα κομμάτι του εαυτού του να καθρεφτίζεται μέσα από τους ήρωες του βιβλίου.
“Δεν είναι η αγάπη που φτιάχνει τους ήρωες – το μίσος είναι. Άλλο είναι το πραγματικό θέμα: η ανακούφιση, αυτή η ανακούφιση που φέρνει το γράψιμο”
“Γράφω σχεδόν κάθε μέρα και ρουφάω τις εικόνες και τις σκέψεις μου, μοιάζει να έρχεται ξένο, από αλλού, όλο αυτό. Είναι ένα πράμα εδώ στο λαιμό που σε στεγνώνει μέσα σου, όσους τουλάχιστον κρατάνε – κρατάμε; Την ευαισθησία της ματιάς, ή μήπως της θλίψης; Μιλάω και για κείνους που αντέχουμε ακόμα οικονομικά”