Άκουσα κάποια στιγμή μία ενδιαφέρουσα και πολύ εύστοχη άποψη από έναν Έλληνα τραγουδοποιό πως τα τραγούδια γράφουν τραγούδια. Tο ίδιο θαρρώ συμβαίνει και με τα βιβλία, όλη η ιστορία της λογοτεχνίας αποδεικνύει πως συγγραφείς διαβάζουν και μελετούν παρά το γεγονός πως γράφουν τα αριστουργήματά τους. Ο μοναδικός Φλωμπέρ για παράδειγμα, όπως αναφέρει ο Νίτσε, διάβασε 2000 βιβλία ενώ έγραφε τα εμπνευσμένα βιβλία του. Όλη αυτή η θεωρία είναι βάσιμη και αυτό επιβεβαιώνεται για μία ακόμα φορά καθώς ο Άνθρωπος που κοιτάζει, σύμφωνα και με τον Τζόρτζιο Καβαλίνι που έχει γράψει την υπέροχη και εμπεριστατωμένη εισαγωγή, είναι εμπνευσμένο από τον Άνθρωπο που γελά, το κορυφαίο αυτό μυθιστόρημα του Βίκτωρ Ουγκό.
Στο επίκεντρο των ανθρώπινων ασταθειών
Ο Μοράβια, στην πραγματικότητα εκών άκων υποδύεται τον ρόλο του ψυχολόγου και του στοχαστή, μέσα από την κλειδαρότρυπα της παρατήρησής του και σαν ιμπρεσιονιστής που κοιτάζει τους ανθρώπους από μακριά και τους ζωγραφίζει με λέξεις. Εδώ παίρνει ανά χείρας τον μεγεθυντικό φακό και ύστερα το μολύβι και ξετρυπώνει τους λαγούς της ανθρώπινης υπόστασης και φύσης μέσα από ένα μυθιστόρημα που είναι άκρως ψυχολογικό αλλά και φιλοσοφικό, ένα μυθιστόρημα που εξετάζει τις παλινωδίες στον ψυχισμό του σύγχρονου ανθρώπου και βέβαια των σχέσεών του με τους άλλους ανθρώπους του ίδιου ή του άλλου φύλου. Ο Μοράβια γίνεται με λίγα λόγια ο ανταποκριτής της σχέσης των ηρώων του, οι οποίοι όμως είναι κανονικοί άνθρωποι, έχουν πάθη και αδυναμίες, κάνουν λάθη και αλληλοπικραίνονται, δημιουργούν εντάσεις, μίση και διακατέχονται από το μικρόβιο της αμφιβολίας.
Ο Ντόντο και η Σύλβια είναι ένα ζευγάρι που αποτυπώνει την ιστορία των σύγχρονων ανθρώπων, είναι ένα ζευγάρι της εποχής μας, της κάθε εποχής και όταν ο Μοράβια γράφει αυτό το μυθιστόρημα το 1985 βρίσκεται πλέον στην δύση της ζωής του αλλά όχι και της συγγραφικής του πορείας και σταδιοδρομίας, οι φλέβες της γραφής του χτυπάνε ακόμα πολύ δυνατά πέντε χρόνια πριν από τον θάνατό του. Παίρνοντας τη σκυτάλη από μυθιστορήματα σταθμούς που έγραψε νωρίτερα όπως οι Δύο φίλοι, το οποίο βρέθηκε σε μια βαλίτσα μέχρι την Πλήξη και τους Αδιάφορους, ο Μοράβια ξεδιπλώνει εδώ την σοφία του και γράφει ένα μυθιστόρημα που μιλάει στο σήμερα αλλά κοιτάει και το μέλλον γιατί μπορεί οι εποχές να αλλάζουν αλλά οι άνθρωποι παραμένουν οι ίδιοι και διαπράττουν τα ίδια σφάλματα.
Η διάθεση όμως του Μοράβια πηγαίνει πολύ παραπέρα, δεν στέκεται στις διαπιστώσεις, κινητοποιεί τον αναγνώστη του και τον μετατρέπει σε μέρος του προβλήματος, τον καθιστά συμμέτοχο της μελέτης της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης αφού κατά μία έννοια ο αναγνώστης του Μοράβια “συνεγκληματεί” με τον πρωταγωνιστή που έχει την ηδονοβλεψία στο αίμα του. Αυτός ο Ντόντο που βρίσκει την γυναίκα του στην αγκαλιά του ίδιου του πατέρα είναι και ο ίδιος που δεν μπορεί να μην αντισταθεί μπροστά στην ανάγνωση των στίχων του Μαλαρμέ και αυτοπροσκαλείται, ερεθίζεται και μόνο στην σκέψη πως ο κόσμος του είναι εμποτισμένος από την ανάγκη του να είναι τρυφερός με την γυναίκα του αλλά πονηρός και παράνομος με τις άλλες.
Θα γράψει ο Μοράβια: “Μπορείς να κοιτάζεις μια γυμνή γυναίκα από την κλειδαρότρυπα όσο θέλεις, όμως δεν θα δεις παρά αυτό που η φύση θέλησε να φαίνεται, εκτός κι αν την κοιτάζεις τη στιγμή που, όπως στους στίχους του Μαλαρμέ, βρίσκεται σε “κίνηση”. Έτσι, θα έλεγα πως σ’ αυτό το ποίημα βρισκόμαστε μπροστά σε μια σκοποφιλία διπλασιασμένη από μια βέβηλη περιέργεια. Πράγματι, δεν είναι τάχα βεβήλωση να ωθείς το βλέμμα πέρα από τα όρια που έχει καθορίσει η φύση;”. Αυτός είναι ο Μοράβια του 1985, ένας συγγραφέας που αναλύει όλα αυτά που επεξεργάστηκε στο παρελθόν και έρχεται εδώ να τα αναμοχλεύσει για να μπορέσει να αναζητήσει τις δικές του αλήθειες. Ο κόσμος του Μοράβια είναι γεμάτος απορίες και ερωτήματα και όλα αυτά συμβαίνουν καθώς καταπιάνεται με την έννοια της σκοποφιλίας, της επιδειξιμανίας και της ηδονοβλεψίας.
Τελικά, ο κόσμος μας είναι πολύ πιο περίπλοκος από ό,τι τον φανταζόμαστε και είναι οι συγγραφείς που βρίσκονται εκεί έξω να τον ανιχνεύσουν και να μας τον παραδώσουν μέσα από το δικό τους πρίσμα. Καθώς ξετυλίγεται το κουβάρι της εξιστόρησης, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως το τρίγωνο Ντόντο, πατέρας και νύφη είναι ένα τρίγωνο ερωτικό που καθρεφτίζει την ευθραυστότητα και την τρωτότητα των ανθρώπινων σχέσεων. Πώς μπορεί κανείς να αντισταθεί σε πειρασμούς, άραγε πρέπει να επιβεβαιωθεί αυτό που υποστηρίζει ο Όσκαρ Ουάιλντ πως ο καλύτερος τρόπος να αντισταθείς σε έναν πειρασμό είναι τελικά να υποκύψεις σε αυτόν; Και τελικά όλα έχουν την απαρχή τους, όλα έχουν την εξήγηση και την ερμηνεία τους καθώς ο Μοράβια πηγαίνει πίσω τον χρόνο και το ρολόι της ζωής των ηρώων του και έτσι μπορεί και τους παραδίδει ατόφιους και πραγματικούς πλάστες του ίδιου τους του παρόντος. Οι ήρωές του είναι σε τελική ανάλυση σάρκα εκ της σαρκός μας και αυτό είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα της λογοτεχνικής μαγείας του Μοράβια.
“Είμαι τόσο θυμωμένος, που σχεδόν δεν συνειδητοποιώ τι κάνω και ξεχνάω ακόμη και τον πόνο που μου προκαλεί η επιβεβαιωμένη πλέον προδοσία της Σίλβια. Ή μάλλον, ο πόνος παραμένει, αλλά ανακατεμένος ταπεινωτικά με την επίγνωση ότι θέλησα να παρωδήσω τον ιδιαίτερο τρόπο που κάνει έρωτα ο πατέρας μου”
“…θα ‘πρεπε να υπάρχει ένας εφεδρικός κόσμος ολόιδιος με τον δικό μας, έτοιμος πάντα να μας δεχτεί όταν αυτός που ζούμε αρχίζει να μη λειτουργεί πια”