“Υπέφερα πολύ. Τα βασανιστήρια τα νιώθεις, τα αισθάνεσαι βαθιά. Πρώτα είναι η αίσθηση του πνιγμού, εκεί, μέσα στο βρόμικο νερό – βρόμικο επειδή είναι γεμάτο ακαθαρσίες, κόπρανα, ούρα, τέτοιες βρομιές -, κι εκεί πιστεύεις ότι είσαι τελειωμένος με κάθε τρόπο. Είναι σαν να σου σπάει το ηθικό. Αυτή είναι η αίσθηση που σου δημιουργείται. Ένα τσάκισμα της συνείδησης. Κι έπειτα, με τις ηλεκτρικές εκκενώσεις, εκεί πια δεν τις αντέχεις. Υπάρχουν άνθρωποι που με μια εκκένωση μένουν στον τόπο” είναι τα λόγια του Μπαρτόλο, του πρωταγωνιστή επαναστάτη της Παραγουάης, αυτού που μια ολόκληρη ζωή την αφιέρωσε στην ρήξη με ένα καθεστώς καταπίεσης και πολιτικής απάτης, αυτού που με όπλο την γενναιότητά του και το θάρρος του έδωσε αγώνα με συνέπεια και επιμονή για να επαναφέρει την δημοκρατία στην χώρα του.
Στο μέτωπο ενός ιερού πολέμου για την ελευθερία
Αυτός είναι ο άνθρωπος, ο πολυμήχανος και επίμονος αγωνιστής δον Χουάν Μπαρτολομέο Αραούχο που δεν δίστασε να υποστεί βασανιστήρια και κακουχίες, να δει τη ζωή του να κινδυνεύει, να εξευτελίζεται δημόσια και ιδιωτικά από δυνάστες, να βρίσκεται σε άθλια οικονομική κατάσταση, να έχει αφήσει πίσω του σύζυγο και παιδιά και όλα αυτά για να υπερασπιστεί την τιμή και την ανάγκη η πατρίδα του να αποκτήσει μία νόμιμη κυβέρνηση και έναν άξιο κυβερνήτη χωρίς ο ίδιος να έχει την οποιαδήποτε προσδοκία ή βλέψη σε αυτό. Αυτός είναι ο ήρωας και η φυσιογνωμία που εξυμνεί σε αυτό το συγκλονιστικό από κάθε άποψη βιβλίο ο Τζαρντινέλι, είναι ένας αυθεντικός επαναστάτης με ποδήλατο και όχι ένας ψευτοεπαναστάτης σαν αυτούς που έβαζαν προσχώματα στα σχέδιά του.
Ο συγγραφέας φιλοτεχνεί με τόσο γλαφυρό τρόπο και αριστουργηματικό τρόπο την προσωπογραφία αυτού του αγέρωχου και υπερήφανου ανθρώπου που πάλεψε κυριολεκτικά με τα θηρία της εξουσίας και αν δεν μπόρεσε να πετύχει όσα ήθελε έμεινε στην ιστορία για το πάθος και το ζήλο του να ξεπεράσει τις δυνάμεις και τον ίδιο του τον εαυτό. Δεν πτοήθηκε ούτε στιγμή και όρθωσε ανάστημα για να ανατρέψει με όσες δυνάμεις διέθετε και όσους ανθρώπους είχε στο πλευρό του την αδικία της ασυδοσίας που τυραννικά και απάνθρωπα κυβερνούσε την Παραγουάη. Ο Τζαρντινέλι σε ένα βιογραφικό μυθιστόρημα κατορθώνει και ρίχνει φως σε όλο το φάσμα της ζωής αυτού του ιδιαίτερου ανθρώπου, ο οποίος έσπειρε ελπίδα στον απλό κόσμο και τον ενθάρρυνε για κάτι καλύτερο ενώ την ίδια ώρα άλλοι έσπερναν την φτώχεια, τον τρόμο και την ανέχεια στο λαό τους.
Ο Μπαρτόλο βρήκε πολλές φορές τοίχους και πόρτες κλειστές μπροστά στην προσπάθειά του αυτή αλλά από τότε που ήταν λοχαγός μέχρι που τιμητικά έγινε ταγματάρχης γιατί δεν ήθελε να γίνει κάτι παραπάνω ο ίδιος, έβρισκε πάντα κουράγιο να πολεμήσει για τα δικά του ιδανικά και μακριά από πολυτέλειες και εξουσιαστικές αυταπάτες. Ποτέ δεν ζήτησε δάφνες, πάντα έδρασε για το καλό της χώρας του και το κοινό καλό και αυτό του αναγνωρίζεται από όλους όπως αναφέρεται στο βιβλίο. Όλοι τον εκτιμούσαν, ακόμα και οι βασανιστές του, γιατί είχε μέσα του άσβεστη τη φλόγα του δίκαιου που τον συντρόφευε ακόμα και όταν γέρασε. Ακόμα και τότε δεν λύγισε από την ηλικία αλλά συνέχιζε να μάχεται με ό,τι μέσα δύναμης και ενέργειας του είχαν απομείνει.
Ο ίδιος αφηγείται χαρακτηριστικά για την τρέλα της αντίστασης, για τις στιγμές θλίψης και αποθάρρυνσης που παρόλο που τον στενοχωρούσαν με τίποτα δεν τον έκαμπταν. “Όλα ήταν ανοργάνωτα, όπως αυτή η αφήγηση. Επειδή, συγγνώμη που σας αφηγούμαι με αυτόν τον τρόπο τα βάσανά μας, αλλά η αφήγησή μου δεν μπορεί να είναι μεροληπτική. Όλα βρίσκονταν σε χάος. Τα πάντα. Ήμασταν ένας ηττημένος στρατός. Ορισμένοι, λίγοι, προτίμησαν να λιποτακτήσουν, να μείνουν εκεί και να υπερασπιστούν τον εαυτό τους όπως μπορούσαν. Και με τι επιχειρήματα μπορούσαμε να τους πείσουμε ότι όχι, ότι εκεί θα τους σκότωναν;”. Ο ίδιος λοιπόν δεν σκεφτόταν μόνο τον εαυτό του, είχε να σκεφτεί τους συντρόφους του αγωνιστές, τους στρατιώτες, όλους αυτούς που ο ίδιος κινητοποίησε για να δώσουν ένα τέλος στην φρίκη ενός ολόκληρου λαού μέσω της επανάστασής τους.
Ο κόσμος του Μπαρτόλο είχε την αλήθεια της ζωής και την ψυχική δύναμη που χρειάζεται σε τέτοιες περιπτώσεις και η αλήθεια είναι πως σαν άλλος Δον Κιχώτης πολλές φορές πορεύτηκε μόνος του αυτό τον δρόμο απογοητευμένος από παλιούς φίλους που έπαψαν να τον στηρίζουν, από την γυναίκα του που έχανε την πίστη της σε αυτόν, από άλλους που τον πρόδωσαν ενώ εκείνος τους εμπιστεύτηκε. Όλο αυτό το πλαίσιο και όλα τα συμβάντα ξεδιπλώνονται σαν κουβάρι μέσα από την αφηγηματική δεξιοτεχνία του Τζαρντινέλι και αν αυτό το βιβλίο γράφτηκε πριν από 40 χρόνια δεν είναι υπερβολή να πει κανείς πως παραμένει ζωντανό στις μνήμες των ανθρώπων που τον έζησαν αλλά και ο ίδιος ένα παράδειγμα ανιδιοτέλειας προς μίμηση καθώς και ένας φάρος γενναιότητας που ακόμα θα λάμπει όσα χρόνια και αν περάσουν.
“Εκείνο τον καιρό, ήμουν χαρούμενος. Κοιμόμουν καλά, έτρωγα, θυμόμουν την οικογένειά μου κι ονειρευόμουν μια μέρα να πάρω ένα δικό μου ποδήλατο. Ήμουν χαρούμενος με τόσα λίγα. Και μερικές φορές είναι καλύτερα έτσι: όσα λιγότερα ονειρεύεται κανείς, τόσο πιο εύκολα συμβιβάζεται. Αισθάνεται ικανοποιημένος”.
“Επειδή αποδώ και πέρα θα διηγηθώ μια ιστορία για την οποία μπορεί να μην σας καίγεται καρφί – έτσι, ωμά – , αλλά εμένα με ενδιαφέρει, και μάλιστα πολύ. Αφού είστε εδώ λοιπόν, ακούστε την. Επειδή αυτή είναι η ιστορία της ζωής μου. Της χώρας μου. Θανάσιμη, ακριβώς όπως έχει, και τραγική σαν φάρσα. Η πάσα αλήθεια”.