Ο Χιλιανός ποιητής είναι από αυτά τα μυθιστορήματα που διεκδικούν και επιβάλλονται να συζητηθούν γιατί η ζωή όσο απλή μπορεί να μοιάζει άλλο τόσο περίπλοκη μπορεί να γίνει. Τελικά πόσο η λογοτεχνία που εδώ εγκιβωτίζεται μέσα στο ίδιο το λογοτεχνικό πλαίσιο του συγγραφέα είναι άρρηκτα δεμένη και συνυφασμένη με τη ζωή την ίδια; Πόσο οι σκέψεις άραγε μας προκαλούν αυτό που αργότερα θα ζήσουμε και πόσο το φαντασιακό μπλέκεται περίεργα με το πραγματικό; Η σχέση της ποίησης με τον άνθρωπο υπήρξε ανέκαθεν ένα στοιχείο δημιουργίας και έμπνευσης, μία σχέση στοργής, αφοσίωσης, ένα πέπλο τόσο παραγωγικό που κανείς αναρωτιέται πόσο σημαντική είναι. Η Χιλή είναι συνυφασμένη με την ποίηση και δεν μπορεί κανείς παρά να ανατρέχει σε αυτήν. Η μνήμη του Νομπελίστα Πάμπλο Νερούδα αλλά και τόσων Χιλιανών ποιητών είναι κάτι παραπάνω από ζωντανή και οι ήρωες του Ζάμπρα αντλούν τις αναφορές τους.
Η ποίηση ως συστατικό και οξυγόνο της ζωής
Πόσο η ζωή αλλάζει και πόσο εύθραυστο είναι τόσο το παρόν και το μέλλον, ενώ το παρελθόν έρχεται να χτυπήσει την πόρτα και να ξεθάψει τα γεγονότα μιας ζωής. Ο Ζάμπρα προκαλεί διάφορα συναισθήματα και μας δίνει να κατανοήσουμε πόσο σημαντικές είναι οι στιγμές, πόσο η ζωή προσφέρει αλλά μπορεί και αφαιρεί χωρίς να μας ειδοποιεί ή να μας προειδοποιεί. Η ποίηση είναι για τον Γκονσάλο όσο και για τον Βισέντε ένα ισχυρό εργαλείο για τη ζωή που διανύουν και επιθυμούν να κατανοήσουν. Εμείς, οι κοινοί θνητοί, καλούμαστε σε κάθε στιγμή της μέρας ή της νύχτας, μόνοι ή με παρέα να διαχειριστούμε καταστάσεις, να ταξιδέψουμε για λίγο σε πλεονάζουσες πραγματικότητες και να παλέψουμε για ομαλή προσγείωση με όλες μας τις δυνάμεις. Έτσι και ο Βισέντε παλεύει με τα θηρία της ύπαρξής του έχοντας για συντροφιά την ποίηση με την βοήθεια της οποίας θα μάθει να εκτιμήσει το παρόν. Τι θα του μείνει στο τέλος της μέρας και τι ταμείο θα κάνει άραγε;
Το θέμα με το οποίο ο συγγραφέας καταπιάνεται είναι σαφέστατα ευαίσθητο, θα έλεγε κανείς πως είναι το τρωτό σημείο κάθε συγγραφέα σε μία προσπάθεια να χτίσει την λογοτεχνική του κατοικία με ισχυρά θεμέλια. Η ποίηση και η γραφή γενικότερα τον απασχολούν και μέσω των πρωταγωνιστών του, τόσο του Γκονσάλο όσο και του Βισέντε, αποτελεί μία πρώτης τάξεως ευκαιρία αλλά και έναν μοχλό εύρεσης του ίδιου του εαυτού, αφού ουσιαστικά αναλαμβάνει να σκύψει και να σκάψει βαθιά μέσα του και να αναδείξει όλες εκείνες τις μικρές ή μεγάλες του αδυναμίες και έτσι να αρθρώσει έναν λόγο τόσο προσωπικό και αυτοαναφορικό όσο και γενικότερο. Ο Ζάμπρα είναι ένας κακός ή ένας καλός συγγραφέας, είναι η τέχνη του αρκετή για να τον εξυψώσει ή θα πρέπει να δει στον θετό του γιο έναν νέο πραγματικό ποιητή και αυτό είναι ικανός να το αντέξει;
Καθένας από εμάς μεγαλώνοντας σε ένα οικογενειακό περιβάλλον προστατευτισμού – αυτό ισχύει τόσο για τις χώρες του Νότου της Ευρώπης όσο και της Λατινικής Αμερικής στο όλον της – επιχειρεί από πολύ νωρίς και μάλιστα εκούσια ή ακούσια, να κόψει τον ομφάλιο λώρο με αυτό που ονομάζεται οικογενειακή στέγη και θαλπωρή για να ανοίξει τα δικά του φτερά. Ο Βισέντε είναι ένα αγόρι που έχει κλίση στην ποίηση, έχει έφεση στην γραφή και αυτό δεν κρύβεται, μάλιστα αποκαλύπτεται και γίνεται σαφές όσο περνάει ο καιρός και ωριμάζει. “Πολλοί λένε ότι η ποίηση είναι άχρηστη. Το φοβούνται το άχρηστο. Όλα πρέπει να ‘χουν ένα σκοπό. Μισούν τη σχόλη, είναι ερωτευμένοι με την απασχόληση. Φοβούνται τη μοναξιά. Δεν ξέρουν να ‘ναι μόνοι” γράφει ο Ζάμπρα και ξεδιπλώνει ένα κουβάρι αντιλήψεων και σκέψεων, σκαπανέας της γραφής και ερευνητής του είναι του και δεν φοβάται να μείνει σκεπτόμενος για να γράψει.
Αυτό ενισχύεται από το παρακάτω απόσπασμα, όπου ο συγγραφέας έρχεται αντιμέτωπος με την ίδια του την αγάπη για το γράψιμο και το πιστεύω του, μοιάζει με ένα είδος ενδοσκόπησης και εξομολόγησης. “Είναι καλύτερα να γράφεις απ’ το να μη γράφεις. Η ποίηση είναι ανατρεπτική γιατί σε εκθέτει, σε κάνει κομμάτια. Τολμάς να μην εμπιστεύεσαι τον ίδιο τον εαυτό σου. Τολμάς να απειθαρχείς. Αυτή είναι η ιδέα: να απειθαρχείς στα πάντα. Να απειθαρχείς στον ίδιο σου τον εαυτό: αυτό είναι το πιο σημαντικό. Είναι κεφαλαιώδες. Εγώ δεν ξέρω αν μ’ αρέσουν τα ποιήματά μου, αλλά δεν ξέρω πως, αν δεν τα ‘χα γράψει, θα ‘μουν πιο χαζός, πιο άχρηστος, πιο ατομιστής. Τα εκδίδω γιατί είναι ζωντανά. Δεν ξέρω αν είναι καλά, αλλά τους αξίζει να ζήσουν”.
Και μην λησμονούμε πως οι ποιητές του Ζάμπρα, όπως όλοι οι ποιητές, είναι άνθρωποι σαν και εμάς, αισθάνονται, ερωτεύονται, μισούν, αγαπούν, απογοητεύονται, χαίρονται, ονειρεύονται, ταξιδεύουν, ξυπνούν όμως και κοιμούνται με την ανάγκη να εκφραστούν με λέξεις σαν ένα είδος λύτρωσης και ανακούφισης, μια μορφή εξωτερίκευσης των όσων τους απασχολούν. Μέσω της ποίησης μπορούν και εκφράζουν τα εσώψυχα ερεθίσματά τους, τις εσωτερικές παλινωδίες, καταθέτουν με όλο τους το είναι και με λέξεις τις φωνές που ξυπνάνε μέσα τους και μας παραδίδουν όλο αυτό το σύμπαν για να νιώσουμε και εμείς λίγο από την προσωπική τους συναισθηματική πολιορκία, να γευτούμε τους συλλογισμούς τους, να ξαποστάσουμε για λίγο στα βράχια της σκέψης τους και να αφουγκραστούμε το θαύμα που εκτυλίσσεται μέσα τους κι έτσι να αντιληφθούμε λίγο διαφορετικά και τη δική μας ζωή.