Ο συγγραφέας της Λαίδης Μάκβεθ του Μτσενσκ Νικολάι Λεσκόφ ανήκει σε εκείνη την γενιά των κορυφαίων και επιφανών Ρώσων συγγραφέων και μπορεί και στέκεται επάξια ανάμεσα σε συγγραφείς που ταυτίζονται με την ιστορία της λογοτεχνίας όπως ο Τολστόι, ο Πούσκιν, ο Ντοστογιέφσκι. Και το δικό του διαμέτρημα δεν υπολείπεται σε τίποτα, είναι ένας αριστουργηματικός δεξιοτέχνης του λόγου μέσα από ιστορίες όπως αυτή που έχουμε την τύχη να διαβάζουμε εδώ μέσα από την εξαιρετική μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου που δίνει στην ελληνική μετάφραση τη ζωντάνια που χρειάζεται. Ο Λεσκόφ, με τον δικό του μοναδικό τρόπο και με έναν πολλές φορές αιχμηρό λόγο, αναδεικνύει αυτό που ο Ντοστογιέφσκι ονόμαζε ρωσική ψυχή. Επιστρατεύει μία αφηγηματική ορμή που παρασέρνει τα πάντα στο διάβα της και αφηγείται στον αναγνώστη την πάλη μεταξύ του Γερμανού και του Ρώσου σε μία μάχη που θυμίζει μαραθώνια μονομαχία σαν αυτή που περιέγραψε ο Τσέχοφ στο δικό του έργο.
Ένας εξαίσιος παρατηρητής του καιρού του
Βρισκόμαστε λίγο μετά τον Κριμαϊκό πόλεμο, σε αυτόν τον πόλεμο όπου πολέμησε ο Τολστόι και από εκεί προέκυψε το μεγαλειώδες έπος του Πόλεμος και Ειρήνη. Ο Λεσκόφ, μέσα στο κλίμα της εποχής του και έχοντας η Ρωσία υποστεί την ήττα στον πόλεμο αυτό, μοιάζει να θέλει να ανυψώσει το ηθικό των συμπατριωτών του, ίσως όμως και όχι, τα πάντα ρει δηλαδή. Μας αναφέρει χαρακτηριστικά μέσω του αφηγητή του λίγο πριν ξεκινήσει την περιγραφή των γεγονότων: “Καιρός να αρχίσετε να απαλλάσσεστε απ’ αυτή την ανοησία και να μάθετε να παίρνετε τα πράγματα απλά ͘ ούτε παινεύω τους συμπατριώτες μου ούτε τους κατακρίνω ͘ σας λέω απλώς ότι θα υπερασπιστούν τον εαυτό τους και, είτε με την εξυπνάδα είτε με τη βλακεία, δεν θα δεχτούν προσβολές ͘ κι αν δεν κατανοείτε και σας ενδιαφέρει πώς συμβαίνουν ανάλογα πράγματα, τότε έχω να σας διηγηθώ κάτι περί σιδερένιας θέλησης”.
Αυτή η σιδερένια θέληση γίνεται η αρένα στην οποία θα αγωνιστούν με πάθος ο Πεκτοράλις και ο Σαφρόνιτς, οι οποίοι και ανταγωνίζονται σε μία σπαζοκεφαλιά δίχως σταματημό. Σαν να προσπαθούν ο ένας να αποδείξει στον άλλον τις αντοχές του και τις δυνάμεις του, αποκαλύπτεται ένα στοίχημα που έχει έντονα στοιχεία μαζοχισμού, μιας και ο Γερμανός για να αποδείξει την σιδερένια του “κατασκευή” δεν θα σταματήσει να εκπλήσσει με τις οριακές καταστάσεις από τις οποίες όμως επιβιώνει περιέργως. Δέχεται τα πάντα και δεν αρνείται καμία δοκιμασία μόνο και μόνο για να φανεί το μεγαλείο της ψυχής του. Ο Λεσκόφ μοιάζει να στέκεται κάπου στη μέση και να αφήνει τον αναγνώστη της ιστορίας, δηλαδή εμάς, αλλά και το κοινό που με περιέργεια ακούει όλα τα τεκταινόμενα. Η ανάλυσή της προσωπικότητας των δύο μονομάχων γίνεται μέσα από υπερβολές, μέσα από πικάντικες αποκαλύψεις αλλά και μέσα από τα γεγονότα που καταγράφονται εδώ και είναι η πεμπτουσία της παράθεσης.
Σίγουρα όλα τα παραπάνω είναι και βρίσκονται στο επίκεντρο της ιστορίας του Λεσκόφ και σε αυτήν εστιάζει. Ο αγώνας για το ποιος θα υπερισχύσει και θα καταδείξει αυτήν την θέληση είναι άγνωστο εκ προοιμίου ωστόσο ο Λεσκόφ δεν παίρνει θέση, όπως λέει και ο αφηγητής Φιόντορ στην αρχή του βιβλίου. Ο Λεσκόφ μας αφήνει ελεύθερους να σχηματίσουμε γνώμη, αν και δίνει μια κάποια λύση στον γρίφο ίσως για χάρη της αφήγησης και της ανύψωσης του ενδιαφέροντός μας. Ωστόσο, υποδόρια αφήνεται να εννοηθεί πως ουδείς βγαίνει νικημένος ή νικητής μιας και με έμμεσο πλην σαφή τρόπο αποδεικνύεται πόσο η ανθρώπινη μωρότητα μπορεί να μας εκπλήξει. Διάλογοι που υπερβαίνουν την προσπάθεια ερμηνείας αλλά που μας διασκεδάζουν με την φλεγματική προσέγγιση που τους δίνει ο συγγραφέας και προσφέρουν στον αναγνώστη μια άλλη διάσταση της πνευματικής αδυναμίας και της έλλειψης κοινής λογικής στο όλο εγχείρημα εκ μέρους των ηρώων.
Είναι συνυφασμένο με την ψυχολογία των ηρώων το όλο διευρυμένο περιστατικό μιας και οι δύο μοιάζει να συνεχίζουν για λόγους πατριωτικούς και μη όλο αυτό το σκηνικό, σαν δύο ηθοποιοί δηλαδή που θέλουν να αποδείξουν ποιος θα καταφέρει να μείνει στην σκηνή για περισσότερη ώρα και να δείξει την ισχυρή κράση του έναντι του άλλου. Θυμίζουν παλαιστές που όσο ιδρώνουν και αγωνίζονται τόσο ερεθίζονται από την πάλη τους για το ποιος θα κυριαρχήσει τελικά και σαν το χωριό που παρακολουθεί την δράση τους να είναι ο τελικός κριτής αλλά και το έπαθλο για τον νικητή. Το τέλος που δίνει ο Λέσκοφ μοιάζει λογικό και δικαιολογημένο αλλά όχι πως προσδίδει δόξα και δάφνες στον τελικό κυρίαρχο, μάλλον μοιάζει με αφορμή για εμάς να σκεφτούμε τι τελικό συμπέρασμα θα κομίσουμε και θα αντλήσουμε από αυτήν την παράξενη κοκορομαχία.
“Ο Θεός που, κατά τη λαϊκή ρήση, προστατεύει τα μωρά και τους μέθυσους, εκδήλωνε στον Σαφρόνιτς όλο του το έλεος στο σκοτάδι, στη βροχή, στο χιόνι και στον πάγο ͘ πάντα ο Σαφρόνιτς ανέβαινε αισίως τη σκάλα, έφτανε την κορυφή του φράχτη και αισίως έπεφτε από την άλλη μεριά, όπου, για την περίπτωση, ήταν ριγμένος εκεί ένας σωρός άχυρου. Και σκεφτόταν να το συνεχίζει αυτό τόσο όσο ήταν και τα εκατόν είκοσι χρόνια που είχε ευχηθεί στον Πεκτοράλις να ζήσει και να σέρνεται”. Και οι δύο ήρωες μοιάζουν αναμφίβολα να βρίσκονται σε έναν μικρόκοσμο ενός περιβάλλοντος δικού τους, κλεισμένοι στην μονομαχία που εκτυλίσσεται εκεί για το κοινό που παρακολουθεί με πάθος. Πρόκειται για μία ιστορία, μια κάποιου τύπου προφητεία, ένα σημάδι, μία μεταφυσική διάσταση που μοιάζει να έρχεται από το μέλλον αν σκεφτούμε την ήττα των στρατευμάτων του Χίτλερ στην Ρωσία χρόνια αργότερα. Σε κάθε περίπτωση, ο Λεσκόφ στην δική του παλαίστρα ρίχνει όλα τα πολεμοφόδια της ευρηματικής και ευφυούς αφήγησής του και εμείς τον θαυμάζουμε!
“…κάθε φτωχός φταίει ο ίδιος που είναι φτωχός. Ορισμένους, βέβαια, ούτε ο Θεός τούς βοηθάει, αλλά, και πάλι, αυτοί φταίνε”
“‘Εμείς, λέει, ‘είμαστε Ρώσοι, αποπάνω όλο κόκαλα κι αποκάτω όλο σάρκα. Όχι σαν το γερμανικό σαλάμι, που μπορείς να το καταβροχθίσεις ολάκερο ͘ από μας όλο και κάτι μένει”