Ο γαλλικός κινηματογράφος χρόνια τώρα είναι περίφημος για την κοινωνική ή δραματική κωμωδία, δηλαδή την προσέγγιση ενός κοινωνικού προβλήματος που ενέχει στην αφήγηση και τους διαλόγους κωμικά στοιχεία, τα οποία όμως αφήνουν μία γλυκόπικρη γεύση. Ο Σπίτζερ δεν είναι κινηματογραφιστής, ούτε σκηνοθέτης, θα μπορούσε να είναι σίγουρα σεναριογράφος. Εδώ δεν αφηγείται μία ιστορία με κωμικά στοιχεία, η αφήγησή του όμως βρίσκεται στον πυρήνα της γαλλικής προσέγγισης ενός κοινωνικού θέματος, είναι ακριβώς η ίδια φιλοσοφία που συναντά κανείς και στον γαλλικό κινηματογράφο. Αυτή η κοινωνική πτυχή που μετατρέπει την πραγματικότητα σε μυθοπλασία, εδώ βρίσκει τον δημιουργό της, έναν πρώην δημοσιογράφο που αφηγείται ιστορίες δομημένες και τόσο εμπνευσμένες. Τότε η μυθοπλασία μάς προσφέρεται για ανάλυση και μέσα από αυτήν αναδύονται σκέψεις και προσεγγίσεις άξιες προς παράθεση.
Ένας πυρετός από το παρελθόν που θυμίζει παρόν
Ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει χαρακτηριστικά στο τέλος του βιβλίου: “Ήμουν δημοσιογράφος. Για ένα μεγάλο διάστημα όργωνα τον κόσμο και προσπάθησα να τον καταλάβω. Εδώ και μερικά χρόνια είμαι συγγραφέας. Ζω περιχαρακωμένος στις ιστορίες που αφηγούμαι, μακριά από τις αναταραχές και τις καταιγίδες της επικαιρότητας. Αυτό πίστευα, τουλάχιστον”. Με το υπόβαθρο αυτό και με την εμπειρία αυτή, ο Σπίτζερ δεν γράφει ένα απλό μυθιστόρημα, πραγματεύεται κάθε φορά και ένα φλέγον ζήτημα και μας προβληματίζει τόσο με την αιχμηρή παρουσίαση ενός πλαισίου κοινωνικού και ιστορικού όσο και με το γεγονός πως μας ευχαριστεί το γεγονός πως δεν γίνεται ευχάριστος με την γραφή του αλλά προκαλεί δονήσεις στον εσωτερικό μας κόσμο. Οι γυναίκες του Σπίτζερ είναι μιας άλλης εποχής, όχι όμως τόσο μακρινής και δεν έχουν εξαφανιστεί τα ίχνη της αποτρόπαιης εκμετάλλευσής τους.
Η ιστορία εκτυλίσσεται σε μια εποχή συνταρακτικών αλλαγών και καταστάσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι σε έξαρση το κύμα ρατσισμού λόγω των έντονων φυλετικών διακρίσεων απόρροια της εκμετάλλευσης των έγχρωμων Αμερικανών από τους Λευκούς, είναι τότε που μια μεγάλη πλειοψηφία λευκών ιδρύουν την περίφημη Κου Κλουξ Κλαν που εξαπολύει επιθέσεις σε Αφροαμερικανούς, είναι τότε που μία πανδημία όπως αυτή που ζούμε τώρα διαχέεται σε μία πόλη, στο Μέμφις, πόλη του βασιλιά Έλβις Πρίσλει, τον οποίο και μνημονεύει ο Σπίτζερ στο σημείωμά του. Από εκεί όπως μας αναφέρει εμπνεύστηκε και την ιστορία αυτή, μέσα από ένα απλό αρχείο ιστορικό. Όλο αυτό το ιστορικό πλαίσιο είναι απαραίτητο για τον αναγνώστη για να μπορέσει να εισέλθει πιο εύκολα και να ανατρέξει σε αυτό μετά την ανάγνωση του βιβλίου, εφόσον προφανώς το θεωρεί αναγκαίο και το επιθυμεί.
Ο πυρετός λοιπόν είναι πανταχού παρών, είναι έκδηλος σε κάθε έκφανση της ζωής. Είναι ο πυρετός της αρρώστιας του κίτρινου πυρετού που κοστίζει τη ζωή στις ιερόδουλες του Μάνσιον Χάουζ, είναι ο πυρετός των εγκληματιών που χειραγωγούν και φέρονται βιαίως έναντι των κοριτσιών που δουλεύουν υπό δύσκολες συνθήκες για ένα τίμιο μεροκάματο, είναι τέλος ο πυρετός της ρατσιστικής βίας που πλημμυρίζει την Αμερική απ’ άκρη σε άκρη. Διαβάζουμε τα λόγια του συγγραφέα που καταθέτει: “Ο θάνατος αφαιρεί από τους ανθρώπους τη ζωή τους, όχι αυτό που υπήρξαν. Η Έμι ψάχνει μέσα στο φέρετρο σαν να πρόκειται για τις τσέπες μιας ανάμνησης. Για να μάθει ποια είναι. Παραμερίζει χαλίκια και, σίγουρα, μερικά σκουλήκια. Μια πάνινη ταινία τυλίγει το κεφάλι του για να κρατάει τα σαγόνια του κλειστά. Είναι αλήθεια λοιπόν! Ο πατέρας της ήταν λευκός. Τόσο λευκός όσο και οι σπουδαίοι άνθρωποι. Θα ‘θελε τόσο πολύ να περπατήσει πιασμένη από το μπράτσο του πατέρα της. Στον ίσκιο κι οπουδήποτε αλλού, όπου κι αν την πήγαινε. Θα ‘θελε τόσο πολύ να τους αποδείξει ότι δεν είναι μόνο μαύρη”.
Ενώ γράφεται το μυθιστόρημα αυτό, κάτι που μας αποκαλύπτει ο συγγραφέας, αναβιώνουν οι βίοι παράλληλοι του Πλουτάρχου με μία αρρωστημένη μορφή. Πρόκειται για βίους παράλληλους δύο πανδημιών που απέχουν μεταξύ ενάμιση αιώνα και όμως είναι και οι δύο δραματικά θανατηφόροι γιατί είναι και οι δύο απρόβλεπτοι. Κάθε πανδημία αναζητά το αντίδοτό της και την θεραπεία της για να σωθούν οι άνθρωποι από τον θάνατο. Έτσι και εδώ, ο συγγραφέας έρχεται αντιμέτωπος με την παράθεση γεγονότων και συμβάντων ανατριχιαστικά επίκαιρων και προφητικών για κάτι που συμβαίνει σε σημερινό χρόνο με εντελώς διαφορετικές αιτίες και απαρχές. Αυτό στο οποίο επικεντρώνεται το βιβλίο εμμέσως πλην σαφώς είναι αυτή η αδυναμία του ανθρώπου να προβλέψει, είναι η ανικανότητά του να τα βάλει με την φύση και την δύναμη ενός επικίνδυνου φορτίου.
Η ιστορία του πυρετού, με την εξαίσια δεξιοτεχνική εξιστόρηση, είναι τόσο ζωντανή στα μάτια μας, είναι τόσο υπαρκτή και τόσο συνταρακτική που κανείς δεν μένει ασυγκίνητος από το δράμα των κοριτσιών εκείνων και των ανθρώπων θυμάτων της πανδημίας, είναι σαν να ξαναζούμε τον κίτρινο πυρετό όπως ζούμε τον κορονοϊό σήμερα. Έχει νόημα λοιπόν να διαβάσουμε το μυθιστόρημα με βάση τα όσα ζούμε σήμερα και να κατανοήσουμε την ψυχοσύνθεση των ανθρώπων εκείνης της εποχής που όπως και εμείς σήμερα με την ίδια σχεδόν αγωνία πέρασαν δια πυρός και σιδήρου διότι οι κοπέλες αυτές υπήρξαν θύματα σε όλα τα επίπεδα και εμείς γινόμαστε κατά κάποιον τρόπο κοινωνοί του δικού τους δράματος και φυσικά του δράματος και του Μπίλι που και αυτός αποτέλεσε θύμα της διάδοσης του πυρετού. Και όπως αναφέρει και ο συγγραφέας δια στόματος Μπαλζάκ: “Όλες οι φρικαλεότητες που οι μυθιστοριογράφοι πιστεύουν ότι επινοούν, ωχριούν πάντα μπροστά στην αλήθεια”.
“Θα κάνουν δέηση και θ’αναφέρουν τ’όνομά του. Θα ψάλουν λίγο με φωνή σιγανή και λυπημένη, όπως ψέλνουν πάντα γι’ αυτούς που τιμωρήθηκαν γιατί έκαναν το σφάλμα να πιστέψουν ότι ακόμα κι ένας μαύρος μπορεί να είναι ελεύθερος. Θα τον κηδέψουν και θα μιλάνε πια γι’ αυτόν σε χρόνο παρελθόντα, όπως και για τους άλλους. Έτσι είναι τα πράγματα! Εδώ πέρα είναι Νότος”.
“Κάποια μέρα οι γιατροί θα καταλάβουν πώς φωλιάζει το παράσιτο στον οργανισμό για να πολλαπλασιαστεί. Κάποια μέρα, μεγάλοι ερευνητές θα μελετήσουν τις εκρήξεις κυττάρων που προκαλεί. Το γιατί. Το πώς. Κάποια μέρα. Σε μερικά χρόνια. Αργότερα. Για την ώρα, το μόνο που ξέρουν είναι ότι ο κίνδυνος είναι εδώ, ότι είναι μεταδοτικός κι ότι θα σκοτώσει κόσμο. Το Μέμφις πρέπει να ενημερωθεί”.