Ο σπουδαίος φιλόσοφος Ντελέζ γράφει ένα ξεχωριστό δοκίμιο για τον σπουδαίο ζωγράφο Φράνσις Μπέικον, μιλάει αποκλειστικά για τον ζωγράφο και για το έργο του με μία προσέγγιση πολύ στοχαστική, θέτοντας ερωτήματα και απορίες στις οποίες προσπαθεί να απαντήσει. Η κατάθεσή του αυτή που είναι έργο ζωής μιας και δεν μας έχει συνηθίσει να ασχολείται με θέματα τέχνης και μας παρακινεί να περιπλανηθούμε στα μονοπάτια μιας περιπέτειας, της «Μπεικονιάδας» από την οποία μόνο κερδισμένοι βγαίνουμε σαν ανακαλύπτουμε εκτός από όλες τις άλλες ιδιότητές του και αυτήν του φιλοσόφου Φράνσις Μπέικον. Κάθε δημιουργός που βάζει ένα λιθαράκι στο κτίσμα της γνώσης για την ανθρώπινη υπόσταση είναι αντικείμενο ευγνωμοσύνης από όλους εμάς που θα μας περιπλέξει, με την καλή πάντα έννοια, στα δίχτυα της διανόησής του: να αναλογιστούμε τα πεπραγμένα του και τα λόγια του.
Ένας εραστής της τέχνης και της ζωής
Ο Φράνσις Μπέικον, αυτός ο Όσκαρ Ουάιλντ της ζωγραφικής, γεννήθηκε το 1909 στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας. Σε λίγες μέρες συμπληρώνουμε 20 χρόνια από την μέρα που ταξίδεψε με προορισμό το βασίλειο της αιώνιας ζωγραφικής για να συνεχίσει εκεί το υπέροχο, μα και τόσο αμφιλεγόμενο για πολλούς, έργο του. Άνθρωπος ανήσυχος, άστατος χαρακτήρας, βίωσε δύσκολα παιδικά χρόνια μέσα σε μία ιρλανδική καθολική οικογένεια, η οποία ποτέ δεν τον κατάλαβε, ποτέ δεν μπόρεσε να αποδεχτεί την ιδιαίτερη ιδιοσυγκρασία του όταν, από μικρός ακόμα, έδειχνε τις τάσεις ομοφυλοφιλίας του στο σχολείο. Ο πατέρας του, άνθρωπος αυταρχικός, τον ατίμαζε συνεχώς, αδιαφορούσε για το άτομό του και στο τέλος τον έδιωξε από το σπίτι μην αντέχοντας τη διαφορετικότητά του, αφού πρώτα φρόντισε να του προκαλέσει πληγές που θα τον συντρόφευαν σε όλη του την ζωή.
Αυτό το μαστίγωμα της ψυχής του μικρού Φράνσις, του ατίθασου και τόσο πρωτοπόρου για τα ήθη της εποχής, διαφαίνεται έντονα σε πίνακες μεταγενέστερους όπου αναπαριστά την Σταύρωση, την δική του και της ψυχής του. Ο Φράνσις είχε, όπως όλοι οι δημιουργοί, τους δασκάλους του στη ζωή και την τέχνη του. Τελικά, αυτό που ο στοχαστής Ντελέζ θέτει ως κύριο και καίριο ερώτημα είναι η ερμηνεία των ζωγραφικών του έργων, γιατί το ζωγραφικό έργο είναι μία δύσκολη υπόθεση, κάθε άνθρωπος έχει την δική του υποκειμενική στάση απέναντι στα έργα και η φιλοσοφία πίσω από την εικόνα έχει ιδιαίτερη σημασία. Ο Ντελέζ, με αυτό του το έργο, εισέρχεται στη δική του οπτική γωνία για το έργο του ζωγράφου και με αφορμή την επιστήμη της ιστορίας της τέχνης και το παρελθόν της αναδεικνύει το μεγαλείο της εικονογραφικής μελέτης του έργου του Μπέικον.
Για τον ζωγράφο ιδιαίτερη παρουσία στην άποψή του για την ζωή είχε ο Βαν Γκογκ, τον οποίο εκτιμούσε και μνημόνευε συνεχώς. Τον Βαν Γκογκ τον μελέτησε σε βαθμό που ταυτιζόταν με τα πιστεύω του για την ζωή. Ο Φράνσις, παρόλο που δεν είχε την ίδια πίστη στην θρησκεία όπως ο Βίνσεντ, δανείζεται την οπτική γωνία του Ολλανδού στοχαστή και αυτή καθοδηγεί τον δρόμο του, έναν δρόμο που έμελλε να μην είναι δύσβατος ως προς την εξωτερική του έκφραση, κάτω όμως από την «άσφαλτο» στην οποία βάδιζε, ο αναγνώστης θα καταλάβει πόσο βασανισμένος ένιωθε. Ο Βίνσεντ ήταν σύμβολο ενός ιδιαίτερου ανθρώπου, που έβρισκε στην τέχνη του το βάλσαμο για τη δύστυχη ζωή του. Ο Φράνσις με την σειρά του έβρισκε στον Βίνσεντ και τον πίνακα του “Ο ζωγράφος στον δρόμο για την δουλειά”, ο οποίος δυστυχώς καταστράφηκε στους βομβαρδισμούς του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την ανάγκη να απεγκλωβιστεί και να ξεφύγει από τα πάθη ενός ατελέσφορου έρωτα που τον βασάνιζε. Ακριβώς όπως ο Βίνσεντ βρίσκεται στην πορεία προς το λιβάδι για να καθαρίσει το μυαλό του από τις σκοτούρες που τον καταλάμβαναν.
Ο σοφός Φράνσις και η τέχνη της σκέψης του
Ο Φράνσις, στην τέχνη του, ήταν εργάτης, δούλευε ατελείωτες ώρες στο εργαστήριό του, αφιέρωνε ώρες πολλές στα έργα που επεξεργαζόταν και συνεχώς απέρριπτε μέχρι να καταλήξει σε αυτό που θα τον εξέφραζε. Ο Πικάσο και ο Βελάσκεθ ήταν τα πρόσωπα που τον επηρέασαν καλλιτεχνικά και του ενέπνευσαν εικόνες που μετουσίωσε σε δικούς του πίνακες. Αν και δεν ανήκε σε κανένα ρεύμα, ούτε και ενστερνίστηκε ποτέ κάποιο από τα μανιφέστα των ρευμάτων αυτών, ωστόσο «υπέκλεψε» στοιχεία και τα χρησιμοποίησε αριστοτεχνικά για να διαμορφώσει το δικό του αινιγματικό ύφος. Ο Πικάσο, με τις κυβιστικές και τις ονειρικές του καταγραφές, είναι αυτός που για τον Φράνσις ήταν ο μέγας δάσκαλος. Ο Πάμπλο ζούσε και αυτός την ζωή του ανέμελα και μακριά από «πρέπει». Επέβαλλε τις δικές του απόψεις και έγινε πολύ γνωστός από πολύ νωρίς. Πρότυπό του λοιπόν και πυξίδα του αποτέλεσε ο Ισπανός ταυρομάχος, ο οποίος με την σειρά του δανείστηκε πολλά από τους μεγάλους δασκάλους της Αναγέννησης, ένας από αυτούς ήταν και ο Βελάσκεθ.
Μιας και μιλάμε για Αναγέννηση, τα τρίπτυχα του Φράνσις που έχουν ως θεματική τους την Σταύρωση, τα έχει δανειστεί, όπως συνήθως γίνεται, από τον Ματίας Γκρύνεβαλντ, έναν από τους πρωτοπόρους ζωγράφους της εποχής, που με τα τρίπτυχά του, καθιστούσε πιο έντονη την δραματικότητα των θρησκευτικών αυτών σκηνών. Ο ίδιος αποφάσιζε για τα έργα που θα ενταχθούν σε κάθε έκθεση και για τους ανθρώπους που θα επιμεληθούν τον κατάλογο της εκάστοτε έκθεσης. Το Παρίσι και η Γαλλία γενικότερα ήταν η Γη της Επαγγελίας του και δικτυώθηκε νωρίς με διάφορους δημιουργούς, ένας εκ των οποίων ήταν και ο γλύπτης Τζιακομέττι με τον οποίο ανέπτυξε φιλία χωρίς όμως να πορευτούν μαζί καλλιτεχνικά. Εκτιμούσε και σεβόταν το έργο του και εκθείαζε το ταλέντο του στο σκίτσο και στο σχέδιο, κάτι που εκείνος δεν κατείχε όπως έλεγε. Ο Ντελέζ στέκεται σε όλο το φάσμα του έργου του και μας παρουσιάζει μία άλλη πτυχή του έργου του μέσα από ένα εντελώς διαφορετικό πρίσμα εμμένοντας έντονα στο θέμα των γραμμών και των χρωμάτων αλλά και των μορφών που τόσο σαγηνεύουν τον εκάστοτε θεατή.
“Στην ενότητα της καταστροφής και του διαγράμματος ο άνθρωπος ανακαλύπτει τον ρυθμό ως ύλη και ως υλικό. Ο ζωγράφος δεν χρησιμοποιεί πια ως εργαλεία το πινέλο και το καβαλέτο, που μεταφράζουν ακόμη την υποταγή του χεριού στις απαιτήσεις μιας οπτικής οργάνωσης”
“…ο Μπέικον παραμένει σχετικά αδιάφορος απέναντι στο ζήτημα των εφέ. Δεν είναι ότι τα περιφρονεί, αλλά μπορεί να σκέφτεται ότι, σε ολόκληρη την ιστορία της ζωγραφικής, οι ζωγράφοι που θαυμάζει τα έχουν δαμάσει επαρκώς: κυρίως το πρόβλημα της κίνησης, την “απόδοση” της κίνησης”