Ως αναγνώστες οφείλουμε να ευχαριστήσουμε τις εκδόσεις Ροές για την σπουδαία αυτή έκδοση, για την ανάδειξη αυτού του μοναδικού συγγραφέα που λίγοι εξ ημών γνωρίζαμε αλλά πλέον γνωρίζουμε. Πρόκειται για ένα πολύ σημαντικό δείγμα μιας λογοτεχνίας που έχει ως επίκεντρο τις ανθρώπινες αδυναμίες και την αδύναμη ανθρώπινη φύση. Αν δεν γνωρίζαμε τον συγγραφέα, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε πως πρόκειται για έναν συγγραφέα που προέρχεται από κάποια χώρα της ευρύτερης Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Ο Ελίν Πελίν, εκπρόσωπος μιας άγνωστης αλλά εξαιρετικής σχολής που αξίζει να αναδειχθεί περισσότερο, αφηγείται εδώ σε αυτά τα γεμάτα συναίσθημα και πόνο διηγήματα τη ζωή στην ύπαιθρο, τις σχέσεις των ανθρώπων και τις δυσκολίες που αυτές περνούν.
Η σκληρή μα και γοητευτικά αληθινή ζωή μιας άλλης εποχής
Τα διηγήματα του Πελίν αποτελούν αναμφίβολα ηθογραφίες μιας άλλης εποχής – σαν εκείνους τους πίνακες των Μπρύγκελ της πρώιμης Αναγέννησης -, μακρινής σε εμάς που ζούμε στα μεγάλα αστικά κέντρα αλλά κοντινής σε αυτούς που ζουν σε χωριά. Η βουλγαρική επικράτεια του Πελίν δεν απέχει πολύ από την αντίστοιχη ρουμανική, ελληνική ή και ρωσική. Εξάλλου, διαβάζοντας κανείς τους Γέρακες ή τη Γη θα διαπιστώσει πολλές ομοιότητες με τους μεγάλους Ρώσους λογοτέχνες και θα βρει κοινά σημεία και κοινές συνισταμένες με τους ανθρώπους που περιγράφονται στα διηγήματα ή στα μυθιστορήματα των Ντοστογιέφσκι, Γκόγκολ, Πούσκιν. Προφανώς, δεν επιχειρείται καμία σύγκριση γιατί δεν τίθεται τέτοιο θέμα, ο κάθε συγγραφέας έχει την ταυτότητά του και τον δικό του τρόπο αφήγησης.
Ο Πελίν, σαν ιμπρεσιονιστής ζωγράφος που βγαίνει έξω για να ζωγραφίσει με λέξεις όσα παρατηρεί, αποτυπώνει πλήρως στον λογοτεχνικό του καμβά τις εντάσεις, τις συναισθηματικές εξάρσεις, τις διακυμάνσεις στην ψυχολογία των πρωταγωνιστών του και μας εντάσσει σε ένα θεατρικό σκηνικό που έχει όλα εκείνα τα στοιχεία για να αιχμαλωτίσει μια για πάντα την προσοχή μας. Διαθέτει επίσης όλη εκείνη την απαραίτητη δεξιοτεχνία να καθηλώνει διαρκώς και να σαγηνεύει τον αναγνώστη με την αυθεντικότητα των περιγραφών του, την σκιαγράφηση των προσώπων και τελικά το ψυχογράφημα ανθρώπων όπως ο παππούς Γιορντάν, ένας απόλυτα δικός μας παππούς ή ένας παππούς που θα μπορούσαμε να είχαμε συναντήσει σε κάποιο χωριό.
Ο εξαιρετικός μεταφραστής Πάνος Σταθογιάννης γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου τα παρακάτω: “Οι άνθρωποι είναι αυτό που είναι. Ικανοί τόσο για το μεγαλόψυχο και το απρόσμενα ευγενές, όσο και για το ποταπό και το αφόρητα απεχθές. Κι όσοι ξεφεύγουν από αυτή την ανακύκλωση, άνθρωποι σπουδαγμένοι και οραματιστές (δάσκαλοι οι περισσότεροι στα γραπτά του), που προσπαθούν μέσα από την παιδεία να στρέψουν την πυξίδα τους προς την επί της ουσίας πρόοδο, συνήθως αποτυγχάνουν, περιθωριοποιούνται, αναγκάζονται να κλειστούν στο καβούκι τους”. Οι εποχές μπορεί να αλλάζουν, οι άνθρωποι όμως όχι και επαναλαμβάνουν με παρόμοιο τρόπο τα ίδια σφάλματα, εκφράζουν πικρόχολα σχόλια, μισούν και αγαπούν, λυπούνται και χαίρονται με τον ίδιο τρόπο όσα χρόνια και όσοι αιώνες και αν περάσουν. Για αυτό και τα όσα περιγράφει ο Πελίν είναι διαχρονικά στιγμιότυπα μιας άστατης ανθρώπινης φύσης της οποίας ο κύκλος ποτέ δεν κλείνει.
Ο Πελίν εισχωρεί βαθιά στον ανθρώπινο πόνο, την ενδοοικογενειακή διαμάχη για τη γη που όλοι επιβουλεύονται από τον πατέρα όπως διαβάζουμε στους Γέρακες, ένα διήγημα που μεταφέρθηκε και με την επιτυχία στην μεγάλη οθόνη. Τα διηγήματά του έχουν μια αμεσότητα, μιλάει για την καθημερινότητα των ανθρώπων και παρουσιάζει το σκληρό, ωμό και πολλές φορές βάναυσο τρόπο των ανθρώπων που έχουν μάθει να είναι άπληστοι και αχάριστοι, έχουν μάθει να πληγώνουν ακόμα και τους ανθρώπους της ίδιας τους της οικογένειας και δεν έχουν καμία διάθεση για μετάνοια. Μέσα στα διηγήματά του, ο Πελίν δεν χάνει την ευκαιρία να αναφερθεί και με αλληγορικό τρόπο και να αναδείξει την θρησκευτικότητα μέσα από εικόνες που παραπέμπουν σε βιβλικές αναφορές – θυμηθείτε την περίπτωση του άσωτου υιού -, σε έναν κόσμο που όλο και περισσότερο υπομονεύει την πίστη του για να κυνηγήσει το χρήμα.
Ο Πελίν συνεχίζει στα διηγήματά του αυτή τη λογοτεχνική παράδοση ανάλυσης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ή αναξιοπρέπειας αλλά και της μικρής κοινότητας όπου οι άνθρωποι γνωρίζονται μεταξύ τους άρα οι πράξεις τους μαθαίνονται και όλοι κρίνονται για αυτές. Ουδέν κρυπτόν λοιπόν υπό τον ήλιο και οι πρωταγωνιστές του εμφανίζονται γυμνοί και απροστάτευτοι ενώπιόν μας, δεν έχουν την δυνατότητα να κρυφτούν από την κακή τους συμπεριφορά, από την αλαζονεία ή την φαλκίδευση του πλησίον τους. Και στα χέρια του Πελίν, πρόσωπα όπως ο Ένιο του τελευταίου διηγήματος δεν γλιτώνει από την πένα του συγγραφέα που γράφει: “Κάτω απ’ την τυραννία της σκέψης να εκδικηθεί τον αδερφό του, να τον ξεπαστρέψει, ο Ένιο γινόταν όλο και πιο άσχημος, όλο και πιο τρομακτικός. Η ιδέα αυτή, που ήταν δυνάστης του σαν μεθούσε, τώρα πια δεν τον άφηνε ποτέ – ακόμα και τις στιγμές της νηφαλιότητάς του. Καθόταν τότε και μηχανορραφούσε. Βήμα το βήμα, ψυχρά, μεθοδικά, κατευθυνόταν προς το τρομερό τέλος”.
Ο λόγος του Πελίν, λάβρος και καταπέλτης ενάντια σε αυτές τις συμπεριφορές, παραδίδει τους πρωταγωνιστές του με όλα τους τα ψεγάδια και τοποθετεί τον αναγνώστη σε θέση ερμηνευτή και ψυχολόγου για να αντλήσει εκείνος με την σειρά του τα δικά του συμπεράσματα. Σε εμάς λοιπόν πλέον η σκυτάλη για να εντρυφήσουμε και να απολαύσουμε την μοναδική γραφή του Πελίν.
“Ο Έβρος κυλούσε κατασκότεινος ανάμεσα στις νυσταγμένες όχθες, λες και διηγούνταν ο ίδιος στη νύχτα ιστορίες απίθανες. Οι θεριστές κοιμήθηκαν ο ένας μετά τον άλλο. Η φωτιά έσβησε”.
“Όποιος φοβάται τα σπουργίτια δεν σπέρνει στάρι”