Σε μια εποχή που ο κόσμος αποσυντίθεται, που η φύση δέχεται πλήγματα ανεπανόρθωτα και πληγώνεται καθημερινά και ποικιλοτρόπως από τον κυριότερο εχθρό της τον άνθρωπο, κείμενα όπως αυτό έρχονται να μας θυμίσουν πως ο άνθρωπος είναι πάλι αυτός που μπορεί να σώσει την παρτίδα του παιχνιδιού. Δυστυχώς βέβαια, οι λίγοι προσπαθούν να σώσουν ό,τι οι πολλοί με μανία καταστρέφουν. Φωτιές, πλημμύρες, καταστροφές στο αστικό και δασικό περιβάλλον, μόλυνση και ρύπανση, εξαφάνιση ζώων και άλλες αιτίες, μας κρατούν ελάχιστα αισιόδοξους για το μέλλον αυτού του πλανήτη. Όχι όμως και ο άντρας του Ζιονό που με πίστη και αφοσίωση φύτευε δέντρα θέτοντας εαυτόν στην υπηρεσία του “σπιτιού” του που λέγεται φύση.
Ο Ζιονό αυτόν τιμά με κάθε τρόπο, τον άνθρωπο που αντιστέκεται και προσφέρει το καλό ενάντια στο κακό, τον άντρα που με όπλο την αποφασιστικότητά του και την ιερή αποστολή του φροντίζει να χτίσει ό,τι οι υπόλοιποι φρόντισαν με μένος να γκρεμίσουν. Και μιας και μιλάμε για όπλα ο ίδιος ο Ζιονό υπηρέτησε στον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο ως στρατιώτης στο άγριο και σκληρό μέτωπο του Βερντέν και είδε ιδίοις όμμασι την καταστροφή στη φύση εν μέσω συρράξεων, διαπίστωσε πόσο ολέθριες είναι οι πολεμικές συγκρούσεις και τι αποτελέσματα και πόσες απώλειες φέρνουν τόσο σε ανθρώπινες ψυχές όσο και σε χλωρίδα και πανίδα. Έπειτα από αυτήν του την εμπειρία και έχοντας ο ίδιος ταχθεί υπέρ της ειρήνης και της ευημερίας, μέρος της οποίας είναι η αρμονία της φύσης, δεν θα μπορούσε να μην έγραφε ένα τέτοιο κείμενο συμβολικό και αλληγορικό για έναν κόσμο που αυτοδιαλύεται.
Προφήτης στον καιρό του
“Η πρόθεση του Ζιονό ήταν να γράψει μια παραβολή για την αντίθεση μεταξύ της καταστροφικότητας και της δημιουργικότητας του ανθρώπου – και το φύτεμα των δέντρων παίζει τόσο κυριολεκτικό όσο και συμβολικό ρόλο σ’ αυτό το πλαίσιο. “Η ιστορία του έχει τις ρίζες της στις εμπειρίες κατά τον Μεγάλο Πόλεμο” γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου ο Richard Mabey. Ο λόγος του Ζιονό θυμίζει παραμύθι του Αισώπου που με έμμεσο τρόπο καταδεικνύει στον άνθρωπο και του μαθαίνει ποια είναι η θέση του στην πλάση. Οφείλει να κατανοήσει πως βρίσκεται απεσταλμένος του Θεού να γεύεται τους καρπούς της και να συμβιώνει με τα άλλα είδη όχι ως κάτι ανώτερο αλλά ως κάτι ίσο, ένα ον που σέβεται τους κανόνες και αναγνωρίζει την αξία της ζωής και όσων του προσφέρονται.
Ο Ζιονό γράφει ένα κείμενο τρυφερό, ευαίσθητο και με έντονο συναισθηματισμό που εκφράζεται από την γλαφυρότητα στον λόγο του, με μία έκδηλη ποιητικότητα. Με την γραφή του σπέρνει τους καρπούς που θα δώσουν στην φύση και πάλι το λαμπερό της πρόσωπο, δίνει στον πρωταγωνιστή του όλα εκείνα τα εφόδια ενός σταυροφόρου της σωτηρίας και προστασίας του περιβάλλοντος σε μία περίοδο χρονική που οι συζητήσεις ούτε καν είχαν τεθεί επί τάπητος. Πρόκειται για ένα μάλλον προφητικό κείμενο της αφύπνισης της πράσινης συνείδησης και αντίληψης, ένα τέτοιο κείμενο στον αιώνα που ζούμε θα πρέπει να αποτελεί αναγκαίο ανάγνωσμα για μικρούς και μεγάλους. Η μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου συμβάλλει τα μέγιστα στη διάδοση αυτού του σημαντικού συγγραφέα και του έργου του.
Ο βοσκός Μπουφιέ: το άλλο πρόσωπο του συγγραφέα
Ο Ελζεάρ Μπουφιέ, ένας απλός και ταπεινός βοσκός που θυμίζει μορφή της σύγχρονης πράσινης επανάστασης και είναι ταγμένος στον δρόμο του Θεού, αγαπά την φύση και την υπηρετεί. Είναι ο ήρωας του Ζιονό, ένας καθημερινός ήρωας, ένας από τους πολλούς που σιωπηλά πράττουν το καθήκον τους κυρίως προς τον εαυτό τους. Είναι πολύ πιθανόν ο ίδιος ο Ζιονό να βρίσκεται πίσω από το πρόσωπο που αφηγείται την ιστορία αυτή μιας και χρησιμοποιεί πρώτο πρόσωπο και η εξιστόρηση διαθέτει χαρακτηριστικά και υφολογικά σημεία που θυμίζουν και άλλα του βιβλία. Διαβάζοντας το σύντομο αυτό κείμενο και με όπλο τα υπέροχα χαρακτικά που το συνοδεύουν κανείς έχει την αίσθηση πως γίνεται και εκείνος μέρος αυτής της προσπάθειας και αγωνιά για το αποτέλεσμα.
Πρόκειται για μια ιστορία άκρως διδακτική, ένα παράδειγμα προς μίμηση για κάθε άνθρωπο του τότε και πόσο μάλλον του σήμερα που οφείλει να ξεβολευτεί. “Οι βελανιδιές του 1910 ήταν τώρα δέκα χρονών, πιο ψηλές από μένα κι από κείνον. Το θέαμα ήταν εντυπωσιακό. Είχα μείνει κυριολεκτικά άναυδος και, καθώς ήταν κι εκείνος λιγομίλητος, περάσαμε όλη τη μέρα σιωπηλοί, περπατώντας μέσα στο δάσος του”. Σε κάθε περίπτωση, ο Ζιονό αποτίνει φόρο τιμής στον ανώνυμο όσο και άγνωστο βοσκό που ίσως κάπου να υπάρχει αληθινά. Ωστόσο, για τον Μπουφιέ δεν υπάρχει απόδειξη καμία πως υπήρξε υπαρκτό πρόσωπο, αλλά στο πρόσωπό του τιμώνται όλοι εκείνοι που νιώθουν πως με κάποιο τρόπο πρέπει να δράσουν και να σώσουν ό,τι σώζεται.
Τα χαρακτικά που εμπλουτίζουν την υπέροχη αυτή έκδοση θυμίζουν πολύ έντονα τα έργα του Fernand Leger σε μία βέβαια ασπρόμαυρη και πολύ πιο πράσινη εκδοχή ενώ συμβαδίζουν απόλυτα με την εποχή του Ζιονό και το νέο άνοιγμα των τεχνών σε καινοτομίες και πειραματισμούς. Δείχνουν παράλληλα και αυτό είναι πρωταρχικό – όπως και στα έργα του Leger – τον μόχθο των απλών ανθρώπων, τον κόπο και το μεράκι της καθημερινής εργασίας, του ζήλου και της προσήλωσης στην εργασία που δίνει το “ένα κομμάτι ψωμί”. Εδώ είναι επιπλέον, η πίστη στο φύτευμα, στην καλλιέργεια της μητέρας γης, στην υπηρεσία της Δήμητρας, στην εκτέλεση ενός προσωπικού στοιχήματος και ενός ιερού καθήκοντος να αποκατασταθεί το τοπίο πράσινο όπως κάποτε και να γεμίσει με όμορφα δέντρα.
Η κόρη του, Αλίς Ζιονό, γράφει με έμφαση σχετικά με τον πατέρα της στο εξαιρετικό επίμετρο: “Όπου και αν κυκλοφόρησε η ιστορία του, οι άνθρωποι την πίστεψαν ͘ πράγμα που απλώς σημαίνει ότι ήταν καλά ειπωμένη, καλά γραμμένη. Και γιατί να μην την πιστέψουν; Η πραγματικότητα ακολουθεί την τέχνη και δεν θα με ξάφνιαζε αν υπήρχε στ’ αλήθεια ένας γέρος βοσκός που θα ‘χε περάσει τη ζωή του αναδασώνοντας τόπους ολόκληρους. Είμαι μάλιστα σίγουρη ότι ο βοσκός αυτός υπάρχει. Ίσως, όμως, δεν έχει τόσο ωραίο όνομα”. Ο βοσκός αυτός είναι η όμορφη πλευρά ενός κόσμου που με τέτοιες μορφές δεν έχει ακόμα χάσει την ελπίδα του.
“Αρκούσε να θυμηθείς ότι όλο αυτό είχε βγει από τα χέρια κι από την ψυχή εκείνου του ανθρώπου – χωρίς μέσα τεχνικής βοήθειας -, για να καταλάβεις ότι οι άνθρωποι θα μπορούσαν να είναι το ίδιο αποτελεσματικοί με τον Θεό και σε άλλους τομείς, πλην της καταστροφής”.
“Μου έδειξε όμορφα φυτώρια οξιάς, δεντράκια φυτεμένα πριν από πέντε χρόνια – το 1915, που εγώ πολεμούσα στο Βερντέν. Τους είχε δώσει όλες τις μεριές εκείνες όπου πολύ σωστά υπολόγιζε ότι οι ρίζες τους θα έβρισκαν υγρασία ακριβώς κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Ήταν τρυφερές και φρέσκες, σαν πλάσματα στην εφηβεία ͘ αποφασισμένα, γεμάτα ζωή”.