Μέσα στην δίνη των πολιτικών εξελίξεων ύστερα από τον πόλεμο της Αλγερίας και την χρόνια παρουσία των γαλλικών δυνάμεων, εκτυλίσσεται ένα συνεχόμενο δράμα, γεγονότα που κόβουν την ανάσα για την αγριότητα και την βαρβαρότητά τους. Ο πόλεμος της Αλγερίας υπήρξε όπως και κάθε αποικιακός πόλεμος μία πληγή στην παγκόσμια κοινότητα. Η Αλγερία μετά από χρόνια παρουσίας των Γάλλων αναζητά και λαχταρά την αυτοδιάθεσή της, την ανεξαρτησία της και την απεξάρτησή της από ξένες δυνάμεις. Η Dominique Manotti μάς παραθέτει εδώ το πλαίσιο των όσων συμβαίνουν λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο και καταθέτει όλο το χρονικό των ακροδεξιών στοιχείων που πλέον στρέφονται ενάντια στους Αλγερινούς που βρίσκονται αυτή την στιγμή σε γαλλικό έδαφος.
Ένας πόλεμος που μαίνεται δίχως τέλος
Η διαχείριση αποτελεί ένα δύσκολο και δυσεπίλυτο στοίχημα για τη γαλλική κυβέρνηση του Στρατηγού Ντε Γκωλ που καλείται να αντιμετωπίσει πλήθος ακροδεξιών στοιχείων της κυβέρνησής του, στελεχών που ο ίδιος αναγκαστικά χρησιμοποίησε για να σχηματίσει ένα κυβερνητικό σχήμα. Και όμως ο Ντε Γκωλ δεν είναι διόλου πολιτικός, παρά στρατηγός και τα όσα επέτυχε στο μέτωπο και στις μάχες δύσκολα θα πετύχει στο πολιτικό επίπεδο όπου χρειάζονται άλλες μέθοδοι και άλλες ισορροπίες. Η κατάσταση καθίσταται πολύ επισφαλής και ο ίδιος βρίσκεται ανάμεσα στην κατακραυγή των ίδιων των Αλγερινών που ζητούν απεγνωσμένα δικαιοσύνη και των Γάλλων, οι οποίοι πολλές φορές επιβραβεύουν τις πράξεις μίσους ενάντια στους Αλγερινούς υπηκόους για τους οποίους δεν τρέφουν και ιδιαίτερη εκτίμηση ή σεβασμό.
Το μείγμα λοιπόν που διαμορφώνεται στη γαλλική κοινωνία είναι εκρηκτικό και καλείται άμεσα η πολιτική ηγεσία να αναλάβει ευθύνες και να δώσει τέλος στο μακελειό. Είναι όμως αυτή η χρόνια διαμάχη μεταξύ των καταπιεζόμενων και των καταπιεστών που δεν λέει να λάβει τέλος. Οι μεν επιθυμούν την ίση μεταχείριση και την εξεύρεση αυτών που διαπράττουν εγκλήματα και δολοφονούν Αλγερινούς πολίτες, οι δε Γάλλοι επιθυμούν διακαώς την εκδίωξή τους σε μία περίοδο πολιτικά και κοινωνικά τεταμένη, μία περίοδο που συγκλονίζει την Γαλλία και όλα αυτά πριν από την έλευση στην εξουσία του συντηρητικού Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εσταίν που σύντομα θα αναλάβει ως Πρόεδρος τα ηνία της χώρας.
“Ορισμένοι θεωρούν ότι έχουν λύσεις: “Αν σκοτώσεις μερικούς, οι άλλοι θα φοβηθούν και θα πάρουν δρόμο”. “Αυτοί δεν δίστασαν να το κάνουν εκεί κάτω. Κι έφερε αποτέλεσμα, φύγαμε. Δεν υπάρχει λόγος να μην το κάνουμε κι εμείς εδώ”. “Είναι ο δικός μας τρόπος να υπερασπιστούμε τη χώρα μας ενάντια στην εισβολή, εγώ λέω ότι αυτό είναι πατριωτισμός, απλά”. Ένας πενηντάρης παίρνει το λόγο: “Πατριωτισμός…Θυμόμαστε εκείνο το πρωί την αφίσα που σκέπαζε όλους τους τοίχους στους δρόμους του Αλγερίου; Σε όλους τους τοίχους, μια τεράστια τρίχρωμη σημαία, μπλε, λευκό, κόκκινο, δύο ένοπλοι μαυροπόδαροι, με τουφέκια, αν θυμάμαι καλά, ωραίοι σαν νέοι θεοί και ένα σύνθημα: “Στα όπλα πολίτες!”. Αυτό το απόσπασμα περιγράφει εξαιρετικά τα όσα λαμβάνουν χώρα και το πνεύμα αντίδρασης και εκδίκησης που επικρατεί όπως άλλωστε κάτι τέτοιο συνέβη και σε άλλες περιστάσεις γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε τα όσα συνέβησαν στο Βιετνάμ, στην Ινδία και σε πολλές άλλες χώρες όπου επικράτησαν για δεκαετίες πολιτικές καταπίεσης από τους αποίκους.
Η Dominique Manotti, με την εξαιρετική αφηγηματική της δεξιοτεχνία, μας εντάσσει πλήρως στο ιστορικό πλαίσιο της εποχής εκείνης και μας προσφέρει πολλές πληροφορίες και στοιχεία σχετικά με τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν, ανάμεσα στα οποία και ο πρώην ηγέτης του Λαϊκού μετώπου Ζαν Μαρί Λε Πεν. Η Γαλλία σήμερα είναι μια άλλη χώρα και έχει εντάξει στο δυναμικό πλήθος Αλγερινών δεύτερης και τρίτης γενιάς, ωστόσο το ποσοστό του Λαϊκού μετώπου παραμένει υψηλό και αυτό είναι ένα στοιχείο ένδειξης πως τα κατάλοιπα εκείνης της εποχής έχουν ακόμα την ισχύ τους. Η συγγραφέας ξεδιπλώνει το κουβάρι όλων των εξελίξεων σε μία περίοδο κρίσιμη ιστορικά μιας και ο Μάης του ’68 μόλις είχε παρέλθει και η ανάφλεξη είναι εμφανής. Οι δολοφονίες Αλγερινών είναι ωμές και σκληρές, γίνονται δίχως καμία σκέψη ως αντίποινα για την εκδίωξη των γαλλικών δυνάμεων από την Αλγερία. Είναι αλήθεια πως οι Γάλλοι ποτέ δεν μπόρεσαν να χωνέψουν την παύση της δραστηριότητάς τους από το αλγερινό έδαφος και τα όσα περιγράφονται δεν είναι μυθοπλασία αλλά θλιβερή πραγματικότητα.
Είναι γεγονότα που ο αναγνώστης οφείλει να διαβάσει για να μην ξεχαστούν και για να μην ξανασυμβούν σε μια εποχή, τη δική μας, όπου η βία δυστυχώς έχει επανέλθει δραματικά και την βιώνουμε με πολλούς τρόπους. Ο αστυνόμος Ντακέν, την προσωπογραφία του οποίου χτίζει ο συγγραφέας, είναι το κλειδί της υπόθεσης και καλείται υπό αντίξοες συνθήκες να παραμένει αμερόληπτος και να εξιχνιάσει την υπόθεση με κάθε δυνατό τρόπο ώστε να προσπαθήσει να βρει τους ηθικούς αυτουργούς των εγκληματικών αυτών πράξεων. Δυστυχώς, απέναντί του θα βρει πολιτικά οχυρά και τοίχους ανυπέρβλητους που δεν επιθυμούν διαλεύκανση παρά αποσιώπηση των όσων δραματικών συμβαίνουν, το έγκλημα οφείλει να παραμείνει ανώνυμο και μείνει ατιμώρητο, άρα πρόκειται για μία προσωπική μάχη του ίδιου του αστυνόμου για την οποία θα παλέψει μέχρι τέλους.
“Η γαλλική κυβέρνηση απεύχεται ενδεχόμενη σύγκρουση με την Αλγερία, γιατί δεν θέλει να θέσει σε κίνδυνο τις συμφωνίες για τις πυρηνικές δοκιμές στη Σαχάρα και τις διαπραγματεύσεις για το πετρέλαιο”.