Ο Κάφκα στην περίφημη Δίκη ασχολείται εμμέσως πλην σαφώς με το τέρας της γραφειοκρατίας ενώ στην εξαίσια Μεταμόρφωση ασχολείται με τον εφιαλτικό ρόλο του πατέρα του που πάντα τον καταδυνάστευε. Ο Κάφκα δηλαδή στα έργα του είχε ανέκαθεν πραγματευτεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο περίεργα όντα που είχαν το καθένα την αλληγορία του μέσα στην ταραγμένη ζωή του. Ο κύριος Κ. ζούσε με τον εφιάλτη ενός τεράστιου όντος που δεν τον άφηνε να ανασάνει και ήταν έτοιμο να τον καταπιεί ενώ και στην Μεταμόρφωση προσπαθούσε να απωθήσει αυτό που τον συγκλόνιζε εσωτερικά και τον φόρτιζε συναισθηματικά για αυτό και πάσχιζε να το τιθασεύσει. Τα ψυχολογικά του τραύματά του ήταν εμφανή ήδη από τα πρώτα χρόνια για αυτό και ο ίδιος αποφασίζει να προσανατολιστεί σε παράξενες μορφές ζωής σαν αυτό να ήταν το πέρασμά του από το πραγματικό στο πλήρως φαντασιακό.
Ο μάγος Κάφκα και τα φανταστικά όντα του
Η γραφή του Κάφκα είναι ένα δισεπίλυτο σταυρόλεξο για πολύ δύσκολους λύτες γιατί ο κόσμος του δεν μοιάζει με κανέναν. Η Μαργαρίτα Ζαχαριάδου έχει αποδώσει εξαιρετικά τα διηγήματα αυτού του επιφανούς συγγραφέα και έχει καταφέρει να μεταφέρει στα ελληνικά όλο το πνεύμα της αποδρομής του, της μετάβασής του από την ζωή σε μια άλλη ζωή, λιγότερο μάταιη. Στο επίμετρο του βιβλίου, το οποίο έχει επιμεληθεί με φροντίδα η Κατερίνα Καρακάση διαβάζουμε: “Τα φανταστικά πλάσματα του Κάφκα και το μονίμως κάπως αμήχανο “εγώ” που βρίσκεται απέναντί τους είναι ίσως ο εναργέστερος τρόπος που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να αποδώσει τη ρευστότητα του εαυτού και του κόσμου. Δεν υπάρχει κανενός είδους “καταγγελία” εδώ. Ο Κάφκα δεν ασκεί απλώς κριτική στον κόσμο ͘ τον αμφισβητεί συθέμελα”.
Ο Κάφκα ανέκαθεν υπήρξε σχολιαστής του κόσμου στον οποίο ζούσε αλλά δεν τον άντεχε. Η Δίκη είναι ένα πρώτης τάξεως παράδειγμα ενώ στα τελευταία χρόνια της ζωής του φαίνεται πως επιστρατεύει άλλες δυνάμεις και μέτωπα για να αντιμετωπίσει αυτήν την βασανιστική για τον ίδιο συνθήκη. Όπλο του λοιπόν είναι εδώ τα περίεργα όντα σε μία προσπάθεια ερμηνείας του κόσμου. Σε κάθε περίπτωση, φανταστικά όντα στοιχειώνουν από γεννήσεως του κόσμου τις ανθρώπινες ζωές γιατί ο άνθρωπος μπροστά στη δύναμη της φύσης και στο μεγαλείο της έχει ανάγκη να εκφράσει τις φοβίες του, τις απορίες του, τις σκέψεις του με τρόπο πολλές φορές παράλογο, μεταφυσικό και υπερβολικό. Είναι αδύνατο ο άνθρωπος να αντισταθεί στην ερμηνεία φαινομένων για αυτό και επιστρατεύει κάθε είδους φανταστικής διάθεσης για να καλύψει την άγνοιά του και τους προβληματισμούς του.
Ο Κάφκα σε αυτό το βιβλίο και με την ιδιότητα του ποιητή και πεζογράφου καταφέρνει να αγγίξει και να περιγράψει όλα αυτά τα περίεργα και εκκεντρικά όντα που τον καταδυναστεύουν μέσα του. Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που ο Κάφκα ασχολείται με ιδιαίτερα ζώα. Στην περιγραφή ενός αγώνα μας περιγράφει ένα πολύ ιδιόμορφο ζώο, το οποίο μοιάζει να είναι παραλλαγή της εικόνας του ίδιου, εξάλλου στις Μεταμορφώσεις θα τον δούμε να παίρνει την μορφή ενός μικροσκοπικού όντος γιατί έτσι έβλεπε τον εαυτό του, ένα ασήμαντο ον έναντι της ανθρωπότητας. Οπότε εδώ επανέρχεται λέγοντας τα εξής: “ΈΧΩ ΕΝΑ ΠΕΡΙΕΡΓΟ ΖΩΟ – μισό γατί, μισό αρνί. Το ‘χω κληρονομήσει απ’ τον πατέρα μου. Μεγάλωσε όμως στα χέρια τα δικά μου. Παλιότερα έφερνε πιο πολύ προς το αρνί παρά προς το γατί. Τώρα έχει πάρει κι από τα δύο το ίδιο. Απ’ το γατί βαστάει το κεφάλι και τα νύχια, απ’το αρνί το μέγεθος και τη μορφή”. Και λίγο πιο κάτω με μία δόση συλλογισμού για την θέση του στον κόσμο και την ύπαρξή του να τίθεται υπό αμφιβολία θα γράψει: “Όταν κάποτε είχα καθίσει και σκεφτόμουν, πράγμα που μπορεί να συμβεί στον καθέναν, κι έβλεπα πως δεν υπήρχε διέξοδος στα επαγγελματικά μου προβλήματα και σε όσα εξαρτώνται από αυτά, καταλήγοντας ν’ αφήσω τα πράγματα στην τύχη τους, τότε, εκεί που καθόμουν στην κουνιστή πολυθρόνα της κάμαράς μου, με το ζώο στα γόνατά μου, έριξα μια ματιά και είδα να κυλούν δάκρυα απ’ τα τεράστια μουστάκια του. Άραγε ήταν δικά μου δάκρυα ή του ζώου; Είχε αυτή η γάτα με την ψυχή αρνιού τις ευαισθησίες ενός ανθρώπινου όντος;”.
Ο Κάφκα βρίσκεται σε μία πολύ δύσκολη φάση της ζωής του που κρέμεται από μία κλωστή και η ζωή βρίσκει στα διηγήματά του τον μάστορά της που παλεύει να της βρει ταυτότητα. Ο ίδιος μοιάζει να γνωρίζει το μοιραίο του τέλος και να έχει συμβιβαστεί με αυτό, αλλά ο στοχαστικός του οίστρος δεν τον αφήνει ήσυχο, λαχταρά να καταπιαστεί με την ερμηνεία του κόσμου και για αυτό διαμορφώνει έναν άλλο κόσμο μακριά από τον πραγματικό. Στην Γιοζεφίνε, που είναι το κύριο διήγημα αυτής της συλλογής, ο δεξιοτέχνης Κάφκα ξεδιπλώνει όλο το ταλέντο του στην αφήγηση και χαρίζει στον αναγνώστη μία ιστορία σαγηνευτικά ιδιόμορφη κάπου μεταξύ τέχνης και φαντασίας. Αναφέρεται σε σειρήνες, σε μυθικά πρόσωπα, σε θεούς και αερικά, αλλά στην Γιοζεφίνε που γράφτηκε την χρονιά που πέθανε βρίσκουμε την πεμπτουσία της καφκικής μοναδικότητας, έναν κόσμο ακατανόητο, ένα σύμπαν γεμάτο ζωή που όμως δυσκολεύεται ο ίδιος να χαρεί και για αυτό καταγράφει ως μία κάποια λύση αυτολύτρωσης και απελευθέρωσης από τα δεινά που τόσα χρόνια τον κυνηγούσαν και τώρα πρόκειται να εξανδραποδίσει. Να σημειωθεί πως η έκδοση αυτή αποτελεί εκδοτικό γεγονός όχι μόνο γιατί είναι τόσο όμορφα επιμελημένη αλλά γιατί επίσης είναι συγκεντρωμένα περίτεχνα διηγήματα από όλο το φάσμα της πολυτάραχης ζωής του.
“ΉΜΟΥΝ ΨΥΧΡΗ ΚΑΙ ΑΚΑΜΠΤΗ, ήμουν μια γέφυρα, περνούσα πάνω από μιαν άβυσσο ͘ στη μία μεριά ήταν γαντζωμένες οι μύτες των ποδιών μου, στην άλλη τα χέρια μου και είχα τα δόντια μου μπηγμένα στο σαθρό χώμα”
“…Γιατί στην πραγματικότητα είμαστε εντελώς άμουσοι ͘ πώς γίνεται να καταλαβαίνουμε το τραγούδι της Γιοζεφίν, ή τουλάχιστον, αφού η Γιοζεφίνε δεν παραδέχεται ότι το κατανοούμε, να νομίζουμε τελικά πως το καταλαβαίνουμε”