Άνθρωποι στο περιθώριο, άνθρωποι στη δίνη μιας οδυνηρής συγκυρίας, άνθρωποι ταυτισμένοι με μία άστατη περίοδο που συγκλόνισε τον κόσμο και την παγκόσμια κοινότητα. “Στις περιγραφές του ζωντανεύουν οι ταβέρνες και τα καπηλειά του Βερολίνου των τελευταίων δεκαετιών. Είναι ένα κομμάτι από την ιστορία και τη ζωή της πρωτεύουσας” διαβάζουμε στο επίμετρο του βιβλίου επιμελημένο όπως και στον Ταξιδιώτη από τον Πίτερ Γκράαφ. Η μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου και του Άγγελου Αγγελίδη προσδίδουν στο βιβλίο ένα μεγάλο συν για να αντιληφθεί ο αναγνώστης τον πυρήνα της σκέψης του Μπόσβιτς. Πρόκειται για ένα από τα δύο βιβλία του Μπόσβιτς που διασώθηκαν μιας και τα υπόλοιπα χάθηκαν μια για πάντα από τον χάρτη, τα πήρε μαζί του κατά την βύθιση του πλοίου στο οποίο επέβαινε και όπου βρήκε τραγικό θάνατο σε ηλικία μόλις 27 ετών. Ο Μπόσβιτς στο βιβλίο αυτό περιγράφει μία ολόκληρη τραγική συνθήκη για τους ανθρώπους της εποχής του, ανθρώπους σε ένδεια που αναζητούν την τύχη τους.
Ένας μάχιμος συγγραφέας του δύσκολου καιρού του
Να σημειωθεί πως στην περίοδο του μεσοπολέμου, μέχρι δηλαδή και το ξέσπασμα του ακόμα πιο καταστροφικού Β’ Παγκοσμίου πολέμου, πέθαναν περισσότεροι άνθρωποι από αυτούς που έχασαν τη ζωή τους κατά τον Μεγάλο πόλεμο. Εκδιώξεις, μίση, πολιτικές εξοντώσεις, πείνα, φτώχεια και αβεβαιότητα οικονομική, πολιτική και κοινωνική επικράτησαν σε όλη τη Γηραιά ήπειρο και όχι μόνο, με εκατομμύρια θύματα. Σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο η αστάθεια και η ευθραυστότητα της συμφωνίας των Βερσαλλιών με την ταπείνωση των ηττημένων Γερμανών συνέδραμαν δίχως άλλο στην ανέλιξη ακροδεξιών δυνάμεων και με αυτόν τον τρόπο τροφοδότησαν τον σπόρο της ανόδου του ναζιστικού μορφώματος που βύθισε τις περισσότερες χώρες στην απόλυτη ανελευθερία και εξαθλίωση. Ο κόσμος άλλαζε προς το χειρότερο και οι ολέθριες εξελίξεις ήταν προ των πυλών.
Σε αυτή τη συγκυρία, οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες γενικότερα, ειδικότερα οι εβραϊκής καταγωγής, βίωσαν από πρώτο χέρι κάθε είδους διωγμούς και πολλοί από αυτούς υπέστησαν εξευτελισμό, εξορία και θάνατο. Ο αναγνώστης βρίσκει σε αυτή την εξιστόρηση του Μπόσβιτς την αγωνία της επιβίωσης σε μια εποχή επισφαλή για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ο Μπόσβιτς περιγράφει στην αφήγησή του δίχως ωραιοποιήσεις τη ζωή ανθρώπων που πασχίζουν με κάθε τρόπο νόμιμο ή μη να βρουν μια γωνιά ευτυχίας και να αντλήσουν από αυτή δύναμη για την επιβίωσή τους. Διακρίνουμε πρόσωπα που βρίσκονται στο περιθώριο και στην άκρη μιας φυσιολογικής ζωής, είτε πρόκειται για άνεργους, για τον τυφλό πρωταγωνιστή Ζόνενμπεργκ που σκότωσε ο Γκρίσμαν σε μία στιγμή πάθους για την Έλσι.
Στο βιβλίο πρωταγωνιστούν κάθε λογής φτωχοί και κατατρεγμένοι, άνθρωποι που ζουν στο πετσί τους και στην καθημερινότητά τους αυτήν την απαξίωση μιας ζωής που ποτέ δεν τους χαρίστηκε και ποτέ δεν τους αντάμειψε. Έρμαια της μοίρας τους τρέχουν δεξιά και αριστερά για να εξασφαλίσουν μία κάποια επιβίωση και όλο τους το βιος είναι συνυφασμένο με λάθη και παρανομίες, με συμπεριφορές εκκεντρικές και ανήθικες πολλές φορές, ο Μπόσβιτς δίνει φωνή και λόγο σε αυτούς τους ανθρώπους που εμείς οι κανονικοί θα αγνοούσαμε στον δρόμο ή θα διώχναμε από πάνω μας ως μιάσματα. Ο ίδιος γράφει χαρακτηριστικά: “Τα γρανάζια της ζωής τούς ξέσκιζαν, τους σακάτευαν, σωματικά ή πνευματικά. Αλλά τα γρανάζια της ζωής δεν μπορούσαν να τ’ αντιληφθούν, δεν μπορούσαν να τα δουν. Η ζωή ήταν η ζωή, αυτή που ήταν. Και δεν ήταν στο χέρι τους, δεν μπορούσαν να την αλλάξουν”.
Και εκεί πραγματικά έγκειται η μοναδική δεξιοτεχνία του Μπόσβιτς που ασχολείται με την άστατη αυτή ζωή των ανθρώπων που επέλεξε να τοποθετήσει σε πρώτη προβολή και να αφιερώσει σε αυτούς το βιβλίο αυτό. Είναι ένας τρόπος να τους υμνήσει για τα πάνδεινα που πέρασαν, είναι η δική του συμβολή στην ανάδειξη μιας κοινωνίας που ζει υπογείως και δεν είναι ορατή στους πολλούς γιατί απλά επιθυμούν να την αγνοούν και να αδιαφορούν για αυτό το κομμάτι της. Αυτοί οι άνθρωποι είναι σημασίας ήσσονος, είναι άνθρωποι που δεν έχουν κανένα φως, κανένα ενδιαφέρον, είναι όμως άνθρωποι που ενδιαφέρουν έναν άνθρωπο και παρατηρητή όπως ο Μπόσβιτς. Και αυτό γιατί μέσα από τη ζωή τους ο ίδιος καταφέρνει να μεταφέρει στον επίδοξο αναγνώστη όσα και ο ίδιος έζησε ως διωγμένος και κατατρεγμένος. Όλα λοιπόν στο βιβλίο αυτό έχουν την δική τους ξεχωριστή υπόσταση.
Βρισκόμαστε εξάλλου λίγο πριν το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και όσα περιγράφονται εδώ είναι πλήρως συναρτημένα και συνυφασμένα με αυτή την οδυνηρή συγκυρία. Η πτώση και η κατάπτωση των ηθικών φραγμών, η αδυναμία των ανθρώπων να ζουν μια κανονική ζωή είναι απόρροια μιας πολιτικής κατάστασης σε αποδρομή και αποσύνθεση, ο φόβος και η απειλή κυριαρχούν και διαμορφώνουν μία άνευ προηγουμένου κατάσταση. Ο κόσμος δεν θα είναι ποτέ πια ίδιος και η περίοδος ευδαιμονίας που κάποτε υπήρχε τώρα δίνει θέση σε αυτό το σκοτάδι, προσωποποίηση του οποίου είναι οι άνθρωποι στο περιθώριο που σημαίνουν μια νέα σελίδα τραγική στην ευρωπαϊκή και όχι μόνο ιστορία. “Ο γονατιστός είναι υπέρ του status quo, υπέρ της διατήρησης της κατάστασης ως έχει. Ο άλλος είναι υπέρ της αλλαγής. Έτσι ξεκινάει ο επόμενος πόλεμος” θα γράφει με γλαφυρότητα και προφητικά ο Μπόσβιτς.
“Οι ουδέτεροι είναι πονόψυχοι, λυπούνται πάντα τον αδύναμο, αλλά υποστηρίζουν αναφανδόν τον δυνατό. Στον πληγωμένο προσφέρουν τη συμπάθειά τους, στον άλλον που δεν έχει ούτε γρατζουνιά προσφέρουν νέα όπλα, για να συνεχίσει να πληγώνει”
“Πολλοί απ’ τους ανθρώπους που είναι μόνοι κι αβοήθητοι μαζεύονται κι ενώνουν τις δυνάμεις τους. Γιατί είναι πιο εύκολο: Τραγουδάς στον Στρατό της Σωτηρίας και τραγουδάνε κι άλλοι μαζί. Είσαι μέλος ενός κόμματος κι αγωνίζονται κι άλλοι μαζί σου. Δεν είναι όλοι ικανοί να τραγουδάνε και ν’ αγωνίζονται μόνοι. Μαζί νιώθουν πιο σίγουροι, πιο ασφαλείς. Έτσι πιστεύουν τουλάχιστον”