Η αμερικανική γενιά των λογοτεχνών όπως ο Τζον Φάντε, ο Τσίβερ, ο Ντος Πάσσος και τόσοι άλλοι, είναι μια ευλογημένη γενιά συγγραφέων που κατάφεραν μέσα στις δυσκολίες και τις αναποδιές να “ζωγραφίσουν” μέσα από τις σελίδες τους γεγονότα και καταστάσεις, πρόσωπα και πράγματα που οι ίδιοι βίωσαν. Παιδιά μεταναστών οι περισσότεροι, έζησαν δύσκολα παιδικά χρόνια, βίωσαν από πρώτο χέρι τη σημαντική οικονομική κρίση και τα όσα επακολούθησαν και μέσα από αυτόν τον κυκεώνα συμβάντων κατάφεραν και δημιούργησαν έργα σημαντικά και διαχρονικά. Σαν την σχολή της Νέας Υόρκης στη ζωγραφική, έτσι και όλοι αυτοί διαμόρφωσαν, ο καθένας με το προσωπικό του στίγμα φυσικά, μία σχολή πολυεπίπεδη και πολυδιάστατη που αξίζει κανείς να ανακαλύψει και σαφώς να μελετήσει.
Πάλη για μια καλύτερη ζωή στη μέση του πουθενά
Η ιστορία του βιβλίου αυτού εκτυλίσσεται στην αμερικανική επαρχία και στο επίκεντρο βρίσκεται η οικογένεια Στεφανίνι, μια οικογένεια μεταναστών σαν αυτή του ίδιου του συγγραφέα. Πρόκειται για ένα είδος μικρόκοσμου στον οποίο πρωταγωνιστούν συνήθως ένας πατέρας χαμηλής μόρφωσης, φτωχός πλην τίμιος όπως συνηθίζεται να λέγεται, εργάτης δηλαδή ο οποίος πασχίζει να ζήσει την οικογένειά του και να προσφέρει όσα περισσότερα μπορεί. Η περιγραφή του Φάντε έχει κάτι το μελαγχολικό και θα μπορούσε κάποιος να αναπαραστήσει κάποια σκηνή μέσα από έναν πίνακα του Έντουαρντ Χόπερ, του αντιπροσωπευτικού ζωγράφου εκείνης της Αμερικής. Διακρίνει ο αναγνώστης μία υποδόρια μελαγχολία, έναν δραματικό τόνο, ειδικά όταν ο συνέταιρος Φρανκ Γκαλιάνο εμφανίζεται στο προσκήνιο.
Είναι ίσως μία προσπάθεια εκ μέρους του ίδιου του Φάντε να υμνήσει αυτήν την συγκεκριμένη τάξη, να την εκθέσει στα μάτια μας, όχι για να την κρίνουμε αλλά για να έρθουμε σε επαφή με έναν κόσμο που λίγο ή πολύ βρισκόταν στο περιθώριο εκείνης της εποχής, σε μία ύπαιθρο που ζουν μεν με τα λίγα αλλά και υπέφεραν από την έλλειψη πολλές φορές βασικών αγαθών. Σκληρή δουλειά υπό αντίξοες συνθήκες, με την ελπίδα και το όνειρο κάποια μέρα να ζήσουν και εκείνοι αυτό το περιβόητο αμερικανικό όνειρο για το οποίο πολλοί άλλωστε Ευρωπαίοι, ειδικά του Νότου έλαβαν την απόφαση να διασχίσουν τον Ατλαντικό και να δοκιμάσουν την τύχη τους σε μία χέρσα γη. Ενδεχομένως, ο ίδιος ο συγγραφέας να είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής ή κάποιος που του μοιάζει, ένας μικρός ήρωας σαν και αυτούς που περιγράφουν και οι πιο γνωστοί Στάινμπεκ και Φώκνερ στα δικά τους μυθιστορήματα.
Μόνο και μόνο ο υπότιτλος κάτω από τον τίτλο του βιβλίου με τον χαρακτηρισμό παιδική νουβέλα που έχει προσδώσει ο Φάντε, έχει και αυτή την σημασία της μέσα από τις περιγραφές. Ο μικρός γιος του Νικ, είναι ένα παιδί που βιώνει αυτή την αδυναμία της οικογένειας να του προσφέρει όλα τα παιδικά όνειρα και έτσι το φάσμα της παιδικής του αθωότητας, ειδικά και μέσα από την σχέση του με τον σκληρό Φρανκ, λαμβάνει πρόωρα τέλος. Γίνεται θεατής ενός παρόντος που μοιάζει να τον φυλακίζει, να τον ωριμάζει πριν έρθει η πραγματική του ώρα και ο 10χρονος ζει με την ελπίδα όλα αυτά να είναι ένα ψέμα που δεν ζει γιατί το να μην μπορεί να απολαύσει την παιδικότητά του είναι σαν να μην υπάρχει μέλλον για εκείνον.
Ο Φρανκ του συμπεριφέρεται με τραχύτητα και τον αντιμετωπίζει σαν να ήταν ένας ενήλικας που δεν χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Αυτή είναι η όμως η σκληρή πραγματικότητα, είναι σαν την ζωή ενός αδέσποτου σκύλου που δεν απολαμβάνει της τρυφερότητας και της φροντίδας και πασχίζει μόνο του από πολύ μικρό να αποφύγει τους κινδύνους και να επιβιώσει σε μία κοινωνία φόβου. Έτσι και ο μικρός βρίσκεται αντιμέτωπος με το σκληρό πρόσωπο των ενηλίκων που τον βλέπουν με άλλο μάτι και εκείνος ουσιαστικά αποδομείται μέσα του, καταστρέφεται η παιδική του ψυχή και βιώνει μία πρόωρη μεταμόρφωση ως μία αναγκαία διαδικασία για να μην τον κοροϊδέψουν όπως έκανε ο Φρανκ.
Ο ίδιος ο μικρός αναφέρει χαρακτηριστικά: “Κρατούσα το σκληρό, ροζιασμένο χέρι του, και ήταν σαν να κρατάω οπλή ζώου. Αλλά ήταν ο πατέρας μου και δεν μπορούσε να είχε κάνει τέτοιο πράμα, γιατί ήταν ο πατέρας μου και κάποια πράματα δεν είναι δυνατό να γίνουν”. Αυτό το οποίο είχε καταγγείλει είναι το ψέμα που εισέπραξε από τον Φρανκ ως προς την αύξηση της αμοιβής του για την εργασία του – γιατί και εκείνος θα αναγκαζόταν να εργαστεί – και αυτό θα ήταν μόνο η αρχή για μια νέα ζωή επώδυνη που μόλις ξεκίνησε. Η Αμερική στην οποία αναφέρεται ο Φάντε είναι εκείνη που υποδέχτηκε πλήθος μεταναστών που αναζητούσαν στη νέα ήπειρο όπου όλα εναπόθεταν τα όνειρά τους για ένα καλύτερο μέλλον, το μέλλον όμως αυτό θα περνούσε δια πυρός και σιδήρου. Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του ’20 σε μία οικονομία που θα βιώσει την απόλυτη καταστροφή και άρα όσα περιγράφει εδώ ο Φάντε είναι μια μικρογραφία των όσων θα επακολουθούσαν, μαζί με τα παιδικά όνειρα έσβησαν και τα όνειρα πολλών οικογενειών για το Αμερικανικό όνειρο που έστειλαν στο χείλος της καταστροφής και ακόμα και στον θάνατο, όπως για παράδειγμα τον συγγραφέα του Υπέροχου Γκάτσμπυ Σκοτ Φιτζέραλντ.
“Έτρεξα στην καλύβα. Κρύωνα, έτρεμα, Έριξα ξύλα στη φωτιά. Μ’ έπιασε ρίγος, τυλίχτηκα με μια κουβέρτα πλάι στη φωτιά, τα δόντια μου κροτάλιζαν. Ύστερα μ’ έπιασε δίψα, να πιω ό,τι να ‘ναι, το κρασί!…”
“Αυτό δεν ήταν ορυχείο, ήταν απλώς μια τρύπα στην πλαγιά ενός βουνού που έβγαζε νερό. Ήταν λογικό που ο πατέρας μου το πήρε τσάμπα. Ήταν λογικό που με τον Φρανκ δεν είχαν βρει χρυσάφι. Ήταν λογικό που μεθοκοπούσαν σαν κρετίνοι. Τους είχαν πιάσει κορόιδο. Με τέτοιο κελεπούρι στα χέρια, τι άλλο να ‘καναν;”