Είναι ευχής έργον ο αναγνώστης να λειτουργεί ως ανασκαφέας λογοτεχνικών θησαυρών και να ανακαλύπτει με ευχάριστο τρόπο μικρά ή μεγάλα διαμάντια που για κάποιον λόγο δεν είχαν βρει την δέουσα προσοχή στο παρελθόν. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι το βιβλίο αυτό, όπως και άλλωστε όλα τα βιβλία του Ντε Άντζελις, του Ιταλού συγγραφέα που θυμίζει Ζορζ Σιμενόν και επιθεωρητή Μαιγκρέ και ο οποίος αποτέλεσε κόκκινο πανί για το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι. Ο Ντε Αντζέλις, όπως και πολλοί άλλοι διανοούμενοι και πνευματικοί άνθρωποι της εποχής του, τέθηκαν εξαρχής κατά του καθεστώτος και πλήρωσαν ακριβά το τίμημα του δημοκρατικού τους φρονήματος, αξίζει να θυμηθούμε μόνο την περίπτωση του Μπένγιαμιν, του Ροτ και πολλών άλλων στην Γερμανία και την Αυστρία όπου τα έργα τους κάηκαν στην πυρά αφού είχαν χαρακτηριστεί εκφυλισμένα.
Ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα είναι αυτό που πηγαίνει πέρα από την απλή ανακάλυψη του δολοφόνου και την εξιχνίαση του εγκλήματος. Είναι αυτό που διαθέτει λογοτεχνική ευστροφία, αφηγηματικό ειρμό, αυθεντική και όχι επιτηδευμένη αγωνία, αυτό που με λίγα λόγια συνδυάζει αστυνομικό δαιμόνιο και χτίσιμο ευφάνταστων χαρακτήρων. Είναι πολλές φορές εμποτισμένο με κοινωνικές, ιστορικές, πολιτικές ή άλλες εκφάνσεις που αφορούν σε γεγονότα πραγματικά ή κοντά στην πραγματικότητα έτσι που να αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη με μια αύρα μυστηρίου.
Ένας διαχρονικός συγγραφέας που αξίζει να ανακαλύψουμε
Ο Ντε Άντζελις υπήρξε σημαντική μορφή των γραμμάτων, ένας σύγχρονος δανδής και αριστοκράτης στους τρόπους του και δεν είχε ουδεμία σχέση με τους τραχείς πολιτικούς του μουσολινικού καθεστώτος. Υπήρξε ένας ανήσυχος συγγραφέας που με τον επιθεωρητή του Ντε Βιντσέντζι μπόρεσε παρά τις πάμπολλες αντιξοότητες να φέρει εις πέρας ένα θαυμαστό έργο που ξεπερνά τα όρια της αστυνομικής λογοτεχνίας καθώς στα γραπτά του, και αυτό το διαπιστώνει κανείς διαβάζοντας αυτήν την ιστορία, βρίσκει πολλές πτυχές της ανθρώπινης φύσης που αναλύεται με εξαιρετικά δεξιοτεχνικό τρόπο. Φαίνεται πόσο παρών είναι ο Ντε Άντζελις σε αυτές τις ιστορίες και πόσο συμμετέχει με την προσωπικότητά του στην διαμόρφωση του χαρακτήρα του ήρωά του.
Η τέχνη του αστυνομικού μυθιστορήματος ίσως να είναι και η πιο δύσκολη ως προς την σύλληψη των χαρακτήρων, την συνοχή και την εξιστόρηση με τέτοιο τρόπο που ο αναγνώστης να νιώθει πως το αστυνομικό μυθιστόρημα που κρατά στα χέρια του δεν αντιγράφει μανιέρα αλλά διατηρεί την δική του προσωπική χροιά και ύφος, εξάπτει τη φαντασία και μας χαλαρώνει ενώ μας καθιστά συμμέτοχους στην διαλεύκανση μιας δολοφονίας ή ενός εγκλήματος. Ο ίδιος ο συγγραφέας γράφει χαρακτηριστικά: “Το αστυνομικό μυθιστόρημα είναι ο κόκκινος σαν αίμα καρπός της εποχής μας. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ζωντανό και πιο επιθετικό από τον θάνατο σήμερα. Καθένας μας μπορεί να είναι είτε ο δολοφόνος είτε ο δολοφονημένος”.
Ο Κάρλο Λουκαρέλι, στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης, σημειώνει εύστοχα: “Θα ήταν αρκετό να αλλάξει είδος, να γράφει για αγάπες και λουλούδια, για τον πόλεμο, για άλλα πράγματα που άρεσαν περισσότερο στο καθεστώς. Εκείνος όμως ήταν ανένδοτος: έγραφε αστυνομικά μυθιστορήματα που διαδραματίζονταν στην Ιταλία, στο Μιλάνο, την πιο ζωντανή και μοντέρνα πόλη που είχαμε τότε, γιατί θεωρούσε πως μόνο το αστυνομικό μυθιστόρημα ήταν σε θέση να αποτυπώσει με ρεαλιστικό τρόπο την κοινωνία με τους μετασχηματισμούς της, τους μηχανισμούς της, τα μυστικά της”. Και εδώ είναι και η πεμπτουσία του αστυνομικού μυθιστορήματος που αφήνει ιστορία και δεν αφηγείται απλά μια ιστορία. Ο Ντε Άντζελις με ατμοσφαιρικό τρόπο χρησιμοποιεί την αστυνομική πλοκή με ευφυΐα για να μας σκιαγραφήσει το κοινωνικό πλαίσιο των ανθρώπων της εποχής του.
Η ιστορία που χτίζει με τόσο μοναδικό τρόπο μπορεί και στέκεται στον χρόνο γιατί ο συγγραφέας συνδυάζει το μιλανέζικο αστικό τοπίο, τα τοπόσημα και τα σημεία αναφοράς της πόλης που μάγευε τότε τον κόσμο και αποτελούσε ένα από τα καμάρια του Ιταλικού βορρά, ενώ μας παρουσιάζει όλες τις κοινωνικές τάξεις μέσα από μία βεντάλια που ξεδιπλώνεται σαν το παγώνι που μας δείχνει όλο το χρωματικό του φάσμα. Μέσα σε αυτήν την αφήγηση βρίσκουμε κόμη, οικονόμο, εραστή και ερωμένη, τραπεζίτη, δηλαδή όλο το εύρος του κοινωνικού ιστού της εποχής εκείνης που ο ίδιος ο Ντε Άντζελις γνώριζε πολύ καλά πώς να το καταγράψει με την δική του μοναδική πένα. Αριστούχος και στον πρωταγωνιστή του όμως καθώς ο αστυνόμος του, ο περίφημος πια Ντε Βιντσέντζι είναι ένας άνθρωπος όχι μόνο σκληρός αλλά και ευαίσθητος, δίκαιος, ακέραιος, δυναμικός αλλά και ευάλωτος ταυτόχρονα.
Παράλληλα όμως ο συγγραφέας μας εμπνέει και μας αιχμαλωτίζει, μας συναρπάζει καθώς στην τεχνοτροπία του, στο πλάσιμο και σμίλευμα του έργου του ακολουθεί με επιτυχία την συνταγή που είχαμε συναντήσει στο παρελθόν μέσα από κορυφαίες μορφές της λογοτεχνίας μυστηρίου. Με λίγα λόγια, ξαναβρίσκουμε με μεγάλη χαρά τα χνάρια του μυστηρίου που άφησαν πλούσιο κληροδότημα και παρακαταθήκη ο Πόε με τις αξεπέραστες ιστορίες του, ο Ντίκενς με τον Σηματωρό και ο Λε Φανού στο Άγρυπνο μάτι, ο Τσέστερτον με τα Ελιξίρια του διαβόλου. Ο Ντε Άντζελις παίρνει στα χέρια του το ζυμάρι του αστυνομικού δαιμονίου και το πλάθει προσαρμόζοντάς το στα δικά του δεδομένα και δεν αφήνει κανέναν ασυγκίνητο. Να μην ξεχάσω να κάνω ιδιαίτερη μνεία στην εξαιρετική μετάφραση της Δήμητρας Δότση που απέδωσε στα ελληνικά το πνεύμα της αφήγησης του συγγραφέα.
“Ο Ντε Βιντσέντζι ανακεφαλαίωνε νοερά τα γεγονότα, προσπαθώντας να βρει το στίγμα, με τη σβελτάδα θαλασσοπόρου που φοβάται την επερχόμενη θύελλα. Δεν είχε χρόνο να συμβουλευτεί τον εξάντα και να υπολογίσει με ακρίβεια. Έπρεπε να δουλέψει με βάση κυρίως το ένστικτό του”
“Η ατμόσφαιρα μέσα σε αυτό εδώ το δωμάτιο βράζει. Πολύ κακή θερμοκρασία για να έχει κάποιος καθαρό μυαλό και καθαρή αντίληψη. Εγώ ο ίδιος φοβάμαι πως οι δονήσεις των παλμών μου θα επηρεάσουν την κρίση μου”