Ο ελληνικός εμφύλιος των ετών 1946-1949 κηλίδωσε μια για πάντα την ελληνική ιστορία και έβαλε προσωρινή ταφόπλακα στην μεταπολεμική ειρήνη και ισορροπία που τόσο χρειαζόταν η χώρα για να ορθοποδήσει. Σε άλλες χώρες, όπως στην Ισπανία, ο εμφύλιος έλαβε χώρα πριν τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο ενώ και εμείς ως χώρα λίγο έλειψε να τον βιώσουμε και νωρίτερα, ειδικά κατά την περίοδο του Εθνικού διχασμού. Ωστόσο, ήταν η μοίρα τέτοια που έλαχε να περάσει η χώρα μας δια πυρός και σιδήρου και να μπει σε μία εσωστρέφεια που έφερε το μίσος και τον αλληλοσπαραγμό, οδήγησε το Έθνος σε μία εμφύλια σύρραξη με πολλά θύματα, με ανείπωτες τραγωδίες και καταστροφές ανά την επικράτεια. Ένα επεισόδιο από αυτή την σύγκρουση περιγράφει ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης μέσα από ένα μυθιστόρημα σπονδυλωτό που δεν αφήνει κανέναν ασυγκίνητο. Ειδικά στις νεότερες γενιές όλα αυτά είναι πια πολύ μακρινά, ωστόσο η ιστορία είναι αυτή από την οποία διδασκόμαστε και προς το μέλλον πορευόμαστε.
Η πορεία σε ένα σκληρό και βάρβαρο μέτωπο
Μέσα σε ένα σκληρό και τόσο άγριο πλαίσιο κυνηγητού ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα, ο πόλεμος υπήρξε μια σφαγή μεταξύ Ελλήνων δίχως τέλος. Έλληνες τουφεκίζουν Έλληνες, ολόκληρες οικογένειες ξεκληρίζονται, μία εθνική τραγωδία όμοια με εκείνη της Μικρασιατικής καταστροφής λίγες δεκαετίες νωρίτερα. Έτσι και αλλιώς, κάθε εμφύλιος πόλεμος στην παγκόσμια ιστορία υπήρξε ένα μαύρο σημάδι και μια ανοιχτή πληγή. Και πέρασαν πολλά χρόνια μέχρι αυτή η πληγή να επουλωθεί και να ανοίξει ένα νέο κεφάλαιο δίχως τις παλιές κακές αναμνήσεις. Στο μυθιστόρημα, ο αναγνώστης έρχεται σε ευθεία συνάντηση με το πεπρωμένο της χώρας, με τη μοίρα την ίδια και το μέτωπο της ιστορίας που άφησε για τουλάχιστον δέκα χρόνια τη χώρα ακυβέρνητη και σε μια κατάσταση χάους. Μια δεκαετία δηλαδή, από το 1940 μέχρι και το 1949, η Ελλάδα βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση βιώνοντας έναν όλεθρο.
Στα Άγραφα, λοιπόν, διαδραματίζεται η ιστορία του επεισοδίου το οποίο επέλεξε ο συγγραφέας για να χτίσει την αφήγησή του, για να μας αφηγηθεί μια μικρή ψηφίδα από το μεγάλο ψηφιδωτό. Εκεί πάνω στα απάτητα βουνά, έλαβε χώρα ένα από τα πολλά αιματηρά επεισόδια που γέμισαν με αίμα το λευκό τοπίο. Ένας συνεχής αγώνας για επιβίωση, μία μάχη ατελείωτη μέσα στα χαρακώματα για μία νίκη δίχως αντίκρυσμα, για μια σύρραξη μόνο με ηττημένους. Οι περιγραφές του Χατζημωυσιάδη είναι χαρακτηριστικές των θλιβερών συγκυριών, της έλλειψης τροφίμων, της εξαθλίωσης των ανθρώπων που δεν είχαν ούτε τα βασικά ενώ τα καιρικά φαινόμενα και οι συνθήκες ήταν συνεχώς εναντίον τους, σε κάθε τους βήμα. Ο δημοκρατικός στρατός σε άνιση μάχη με τις δυνάμεις τις κυβερνητικές, που υποστηρίζονταν από τους Βρετανούς, προσπαθούσε με νύχια και με δόντια να κερδίσει έδαφος και να καταλάβει σημεία χωρίς ωστόσο επιτυχία. Εξάλλου, ακόμα και οι ίδιες οι δυνάμεις των ΕΛΑΣ και ΕΑΜ μόνο στον Γοργοπόταμο συνεργάστηκαν όλες μαζί για να αντιμετωπίσουν τον κοινό εχθρό. Η ιστορία επαναλαμβάνεται αν πάμε πίσω στο χρόνο και θυμηθούμε Αθήνα και Σπάρτη εναντίον των Περσών.
“Απόγευμα, 23 Φλεβάρη. Η φάλαγγα φτάνει τσακισμένη στο Καλαμάκι. Διασκορπίζονται οι επίστρατοι. Δεκαπέντε είκοσι άτομα σε κάθε σπίτι, σε αποθήκες, αχυρώνες και μαντριά. Ακούγεται πως μέχρι αργά το βράδυ, ίσως και για μια μέρα ακόμη θα μείνουνε εκεί. Ανάβουν τις σόμπες οι χωρικοί, να τους στεγνώσουν. Οι γυναίκες ζυμώνουν σταρένιο ψωμί”. Ο λόγος του Χατζημωυσιάδη και το αφηγηματικό του ύφος θυμίζει έντονα λογοτέχνες της δεκαετίας του ’60 και του ’70 ενώ η γλώσσα που χρησιμοποιεί μοιάζει να έρχεται από άλλη εποχή, κάτι που είναι πασιφανές καθ’ όλη τη διάρκεια της εξιστόρησης. Είναι δε χαρακτηριστικό και το γεγονός πως παρακολουθεί τα γεγονότα από τόσο κοντά, σαν να βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής από το πραγματικό μέτωπο και κρυμμένος σε μια γωνιά να καταγράφει όλα όσα εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια του.
Είναι πολλές φορές που οι πρωταγωνιστές της ιστορίας του έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο με τον θάνατο αλλά για κάποιον περίεργο λόγο μοιάζει να την γλιτώνουν, ουδείς όμως γνωρίζει για πόσο ακόμα. Οι περιγραφές του είναι τόσο γλαφυρές που ο αναγνώστης νιώθει την αγωνία και την ανησυχία ενώ τον καθιστά συμπάσχοντα όταν αναφέρει: “Η φάλαγγα μετατρέπεται σε τσούρμο από φοβισμένους ανθρώπους που τρέχουν να σωθούν, σκορπίζουν δεξιά και αριστερά, ψάχνουν ένα δέντρο, κρύβονται πίσω από θάμνους. Καλύπτονται για λίγο, κάνουν τον σταυρό τους, παίρνουν βαθιά ανάσα και ξαναρχίζουν το τρεχαλητό μέχρι να βρουν ένα καλύτερο μέρος για να ταμπουρωθούν”. Οι μάχες γίνονται σώμα με σώμα και όταν παύει το πυρ όλα βρίσκονται μετέωρα και ορισμένοι παύουν πια να υπάρχουν, η απώλεια δεν έχει όνομα και επίθετο και κανείς δεν έχει τον χρόνο να την βιώσει αφού οι ώρες κυλούν δραματικά.
Ο πολύ σπουδαίος συγγραφέας και ποιητής Πωλ Βαλερύ έλεγε κάποτε πως πόλεμος είναι όταν αλληλοσκοτώνονται άνθρωποι που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, επειδή κάποιοι άλλοι, που γνωρίζονται καλά μεταξύ τους, δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν. Αυτή η εμφύλια διαμάχη και οι νέοι στρατιώτες, οι γυναίκες, οι μανάδες, οι πατεράδες, τα αδέλφια που σκοτώθηκαν πολεμώντας το καθένα σε διαφορετικό μέτωπο είναι τα αληθινά θύματα ενός ακόμα άδικου πολέμου και το παρόν μυθιστόρημα είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για εμάς να μάθουμε τι συνέβη αλλά και να αναλογιστούμε την κρισιμότητα της εποχής που δεν συγχωρούσε λάθη και το δόγμα ήταν η ζωή μου, ο θάνατός σου. Τροφή για σκέψη για τα μελλούμενα!
“Δεν υπάρχει χρόνος για την ταφή των σκοτωμένων. Λίγο μόνο χιόνι ρίχνουν πάνω τους, τους σκεπάζουν με ξερά φύλλα και κλαριά”
“Η φύση φοράει σιγά σιγά τα πράσινά της. Όπου να ‘ναι έρχεται η άνοιξη”