Αλεξανδρινός στην καταγωγή, μία σπουδαία μορφή των τεχνών και των γραμμάτων, ένας μαικήνας της τέχνης και των καλλιτεχνών, όμοιος με αυτούς της Αναγέννησης, ο Αλέξανδρος Ιόλας άφησε πολύτιμο κληροδότημα και παρακαταθήκη που ακόμα και σήμερα συζητείται. Η ιδιαίτερη και πολυσχιδής φυσιογνωμία του είναι πάντα μια αφορμή ώστε βιβλία να φωτίζουν την προσωπικότητά του, την προσφορά του, την αγάπη του για τις τέχνες αλλά και το δυστυχές του τέλος που τόσο πίκρανε εκείνους που αισθάνονται την αδικία ως προς το πρόσωπό του και οφείλουν να το καταθέσουν. Όσα ο ίδιος πρόσφερε στις τέχνες με τη διορατικότητά του και την ευαίσθητη ματιά του, με την υψηλή αισθητική του αλλά και την εγγενή ευγένειά του είναι ανεκτίμητα. Δυστυχώς, όλα αυτά ισοπεδώθηκαν τόσο εύκολα από εκείνους που διείσδυσαν με μένος στην προσωπική του ζωή αφαιρώντας του το δικαίωμα να ζήσει ελεύθερος και περήφανος.
Ένας οικουμενικός Έλληνας, ένας πολίτης του κόσμου
Χάρη ωστόσο στην ανιψιά του και συγγραφέα αυτού του βιβλίου, ο Αλέξανδρος Ιόλας αναγεννάται και μας επαναπαρουσιάζεται για να τον ανακαλύψουμε μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου. Έχει γίνει πολύ κουβέντα για την έπαυλή του στην Αγία Παρασκευή, η οποία αφέθηκε στο έλεός της ύστερα από τον θάνατό του και δυστυχώς ρημάχτηκε με τρόπο απαράδεκτο και προσβλητικό, ωστόσο το όνομά του δεν μπορεί παρά να παραμένει ξακουστό γιατί η συμβολή του στην ανάδειξη ζωγράφων όπως ο Μαγκρίτ υπήρξε μνημειώδης. Ο ίδιος είχε πει κάποτε: “Η τέχνη δεν έχει λόγια. Τα λόγια δεν έχουν καμιά σχέση με την τέχνη. Αυτό είναι το μυστικό της. Την αφήνεις να σε μαγέψει. Είναι λάθος να είσαι έξυπνος και να μιλάς με γνωματεύσεις. Όταν το κάνεις αυτό, απλά γίνεσαι βαρετός. Το να μιλάς για την τέχνη μου φαίνεται πως είναι ο καλύτερος τρόπος για να ξεκινήσει ένας καβγάς!!!”
Μέσα στο βιβλίο αυτό, το οποίο έχει και πλούσιο φωτογραφικό υλικό, η ανιψιά του μας ταξιδεύει στον χρόνο και μας προσφέρει μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να τον γνωρίσουμε όσο γίνεται καλύτερα και να περπατήσουμε στα βήματά του, από την παιδική του ηλικία μέχρι και το τέλος της ζωής του. Εξάλλου, το όνομά του έφτασε να διαδοθεί ως τα πέρατα του κόσμου, έτσι ακριβώς όπως ο ιδρυτής της Αλεξάνδρειας Μέγας Αλέξανδρος κατάφερε με τα ηρωικά κατορθώματά του να διατρανώσει την φήμη του μέχρι την μακρινή Ινδία. Δεν είναι λίγοι εξάλλου οι Αλεξανδρινοί, εκτός από τον “πατριάρχη” Καβάφη, που με ορμητήριο την κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια κατάφεραν να μεταλαμπαδεύσουν γνώση και αισθητική υψηλού επιπέδου και να αφήσουν έργο πίσω τους.
Φέτος συμπληρώθηκαν 35 χρόνια από τότε που ο Αλέξανδρος Ιόλας έφυγε από τη ζωή χτυπημένος από την νόσο του AIDS ξεχασμένος και μόνος σε κλινική της Νέας Υόρκης αφήνοντας παρακαταθήκη την ευεργετική του προσφορά στον χώρο των τεχνών και τον μύθο του ανθρώπου που καταξιώθηκε και αναγνωρίστηκε εκτός Ελλάδας μαχόμενος για αυτήν χωρίς αυτήν. Το απέδειξε εξάλλου όταν αποφάσισε να επιστρέψει σαν τον Οδυσσέα στην Ιθάκη του για να δημιουργήσει, να προσφέρει, να αλλάξει τον ρου της καλλιτεχνικής ιστορίας, να ιδρύσει ένα Μουσείο στις προδιαγραφές των ευρωπαϊκών μουσείων που είχε επισκεφθεί και δραστηριοποιηθεί. Δυστυχώς η Πηνελόπη όχι μόνο δεν τον περίμενε, αλλά έκανε ό,τι ήταν δυνατόν για να τον καταβάλει ψυχολογικά και να τον αποθαρρύνει και όπως συμβαίνει στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν έγινε αποδεκτός παρά από ελάχιστους πεφωτισμένους που καταλάβαιναν αλλά σιωπούσαν. Έτσι ο εγχώριος “πολιτισμός” της εποχής δεν είχε μεγάλη αγκαλιά για να τον χωρέσει αλλά μόνο στεφάνι από αγκάθια για να του φορέσει και να τον ταπεινώσει.
Η Ελένη Κουτσούδη-Ιόλα αναφέρει σε κάποιο σημείο του βιβλίου το παρακάτω επεισόδιο από την σχέση της με το θείο της: “Ο Ιόλας, πέρα από θείος, ήταν και νονός μου. Θέλησε να μου δώσει το όνομα Ελένη-Θεοδώρα, αλλά ο παπάς αρνήθηκε τη διπλή ονομασία. Μέχρι τα πέντε μου, τον έβλεπα μόνο τα καλοκαίρια. Δεν μπορώ να πω πως ήταν κάτι που με χαροποιούσε ιδιαίτερα, καθώς ο Ιόλας ήταν πειραχτήρι και τον διασκέδαζαν τα άγαρμπα αστεία”. Είναι βέβαιο πως ο Ιόλας πρέπει να ήταν ένας εκκεντρικός άνθρωπος, μία δύσκολη και αινιγματική προσωπικότητα, ένας παράξενος νονός όπως μας αποκαλύπτει και η ανιψιά του αλλά και ένας δανδής της εποχής που αγαπούσε την πολυτέλεια, την οποία χάρη στις επιτυχίες του ως έμπορος και συλλέκτης έργων τέχνης μπόρεσε και την απολάμβανε.
Παγκοσμίου φήμης συλλέκτης έργων τέχνης λοιπόν, ήρθε σε επαφή με τα μεγαλύτερα ονόματα της παγκόσμιας καλλιτεχνικής σκηνής και ανέδειξε ζωγράφους Έλληνες αλλά και πολλούς ξένους όπως ο Τσαρούχης, ο Γκίκας, ο Ερνστ, ο ΝτεΚίρικο, ο Πικάσο, ο Γουόρχολ και η λίστα είναι ατελείωτη. Εκπροσώπησε πολλούς από αυτούς ως ατζέντης τους, υπήρξε αποκλειστικός αντιπρόσωπος του Ρενέ Μαγκρίτ και του Μαξ Έρνστ μέχρι και τον θάνατό τους ενώ άνοιξε ο ίδιος δικές του γκαλερί με το όνομα Αλέξανδρος Ιόλας σε όλη την Ευρώπη και την Νέα Υόρκη. Ίσως δεν είναι τόσο γνωστό πως υπήρξε ένας εκ των δέκα ιδρυτών του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης του Παρισιού, γνωστό ως Κέντρο Ζορζ Πομπιντού, εγκαινίασε το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στην Θεσσαλονίκη και συμμετείχε ενεργά σε βραδιές και σε εγκαίνια εκθέσεων γιατί η παρουσία προσέδιδε σε αυτές κύρος και λάμψη και η απουσία του ήταν αδύνατη.
Η δραστηριότητά του, η ευρύτητα του πνεύματός του, η κοσμοπολίτικη αύρα του, όλα αυτά καταγράφονται μέσα από αυτό το σπουδαίο βιβλίο, το οποίο αξίζει κανείς να μελετήσει για να κατανοήσει τον Αλέξανδρο Ιόλα σε όλη του την ολότητα, με τις ιδιοτροπίες του γιατί ήταν άνθρωπος όπως όλοι αλλά και την ευρυμάθειά του στον χώρο των τεχνών. Η Ελένη Κουτσούδη-Ιόλα καταφέρνει και συμπυκνώνει όλο το χρονικό της ζωής του και μας αφήνει παρακαταθήκη ένα πόνημα μέσα από το δικό της πρίσμα, για τον Αλέξανδρο Ιόλα, τον συγγενή, τον συλλέκτη, τον άνθρωπο που απεκδύεται για λίγο το μανδύα του μυθικού προσώπου. Χαρακτηριστικό πάντως της ακτινοβολίας της προσωπικότητάς του είναι το σχόλιο της Μαργκότ Φοντέιν, η οποία απευθυνόμενη στη Τζάκι Κένεντι το 1968 είπε: “Το να βρίσκεσαι στη Νέα Υόρκη και να μην επισκεφθείς την γκαλερί του Ιόλα είναι σαν να βρίσκεσαι στην Ελλάδα και να μην επισκεφθείς τον Παρθενώνα”.
“Σε ποιον άλλο μπορώ να απευθυνθώ, πέρα από εσάς, που είστε πολύ κοντά σε εμένα, σχεδόν σαν γονιός ή σαν αδελφός. Τώρα που έχω πολλές δυσκολίες, απευθύνομαι στον φίλο και συνεργάτη. Χρειάζομαι τη βοήθειά σας για να ξεπεράσω τον κάβο”
“Ο Ιόλας ποτέ δεν έδειχνε προτιμήσεις μεταξύ των καλλιτεχνών. Ξεκίνησε και ο ίδιος ως καλλιτέχνης και έμεινε ο σπόρος μέσα του. Γι’ αυτό, οι καλλιτέχνες τον αγαπούσαν πολύ, αλλά παραπονιούνταν συχνά γιατί δεν είχε ποτέ όλα τα χρήματα που του ζητούσαν”