Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν πολλούς λόγους να ανατρέξουν στην άνωθεν εξήγηση των όσων τους συνέβαιναν και έτσι έπλασαν τους θεούς, τους ημίθεους και όλες τις ιστορίες των μύθων, ιστοριών δηλαδή που οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να αφηγούνται για να εξηγούν τα πολλές φορές ανεξήγητα και δυσερμήνευτα. Η ελληνική μυθολογία είναι “προϊόν” δύο βασικών λόγων που αξίζει να αναφερθούν. Ο πρώτος λόγος είναι πως οι αρχαίοι Έλληνες, όντας ένας λαός με πληθώρα εμπορικών συναλλαγών στην ευρύτερη περιοχή και πάντα ανοιχτοί και φιλικοί σε φροντίδα των ξένων επισκεπτών που έρχονταν σε διάφορες ελληνικές πόλεις ήρθαν σε επαφή με πολλούς λαούς κυρίως στην Μεσόγειο, την θάλασσα μας όπως συνηθίζει να λέγεται. Αφενός λοιπόν επηρεασμένοι από τα ταξίδια τους ίσως να γνώρισαν την πανίσχυρη μυθολογία των αρχαίων Αιγυπτίων και να άντλησαν από εκεί στοιχεία για το “χτίσιμο” ενός δικού τους μυθικού κόσμου όπως εμείς τον γνωρίζουμε σήμερα μέσα από τα βιβλία και θαμπωνόμαστε από την ομορφιά του.
Ο δεύτερος λόγος ενδεχομένως να είναι το γεγονός πως οι ίδιοι αντιμετώπιζαν καθημερινά χίλια δύο προβλήματα, αναζητούσαν απαντήσεις σε καίριες ερωτήσεις της ζωής τους, σε φαινόμενα που οι ίδιοι δεν ήταν σε θέση να αποκρυπτογραφήσουν. Είναι η γη επίπεδη ή όχι; Είναι ο κόσμος αυτός που ξέρουμε ή υπάρχει και κάτι πέρα από αυτό που βλέπουμε γύρω μας; Γιατί η γη φέτος δεν έδωσε τους καρπούς που έδωσε τον προηγούμενο χρόνο; Σε τι οφείλεται η καταστροφή συνέπεια μιας καταιγίδας ισχυρής και πως μπορούμε να φυλαχτούμε; Αυτά τα απλά αλλά και πιο περίπλοκα ερωτήματα απασχολούσαν κάθε άνθρωπο ανάλογα με την τάξη του και βέβαια τους φιλοσόφους. Οι απλοί άνθρωποι κυρίως είναι αυτοί που δεν είχαν την επιστημοσύνη και άρα την ικανότητα για αναλύσεις οπότε χρειάζονταν μία ανώτερη δύναμη για να μπορέσουν να ρίξουν φως σε συμβάντα. Δεήσεις, θυσίες, τελετές, χρησμοί και άλλες εκφάνσεις λατρείας όπως η προσφυγή στα περίφημα μαντεία ήταν τα δικά τους μέσα με τα οποία απευθύνονταν στις θεότητες και ζητούσαν μία ανταπόκριση σε φόβους και ανησυχίες.
Το ερώτημα βέβαια που εύλογα τίθεται είναι το εξής: έχει η ελληνική μυθολογία ερείσματα στη σημερινή εποχή; Είναι οι ιστορίες αυτές ικανές ακόμα και σήμερα να μας διδάξουν και να μας αλλάξουν τον τρόπο σκέψης μας; Την απάντηση την δίνει ο πρώην Υπουργός Παιδείας της Γαλλίας και διανοούμενος Luc Ferry στο βιβλίο του “Μαθαίνοντας να ζούμε” όπου ξεδιπλώνει όλη την σοφία που κρύβουν οι μύθοι και μας προσφέρει τη δυνατότητα να ανατρέξουμε σε αυτούς και να διδαχτούμε αλλάζοντας το νόημα της ζωής μας. Εξάλλου, μη λησμονούμε πως η φιλοσοφία που γεννήθηκε στον ελλαδικό χώρο είναι αποτέλεσμα μελέτης και βαθιάς κατανόησης των μύθων αυτών, οι οποίοι παραμένουν συμπερασματικά διαχρονικοί και πλούσιοι σε μαθήματα για την ευζωία και την ευδαιμονία.
Σύρμω Καπούτση, Ηρακλής. Δώδεκα άθλοι, Εκδόσεις Διάπλαση
Οι αρχαίοι ελληνικοί μύθοι δεν παύουν να συγκινούν τους Έλληνες και ξένους συγγραφείς, οι οποίοι καταπιάνονται με αυτούς και τους δίνουν νέα πνοή μέσα από μία δική τους εκδοχή. Οι μύθοι αυτοί είναι μία επινόηση των ανθρώπων ώστε να ερμηνεύσουν τη ζωή και τα γεγονότα της και μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να έρθει ο άνθρωπος σε αναμέτρηση με τις ίδιες του τις αδυναμίες και τα τρωτά του σημεία. Αυτή είναι και η περίπτωση του πασίγνωστου μυθικού Ηρακλή, αυτού στον οποίο ήθελε να μοιάζει ο Αχιλλέας, ο Οδυσσέας και ο Μέγας Αλέξανδρος, ενός μύθου του οποίου πολλοί μεταγενέστεροι αναπλάθουν την ιστορία και προσδίδουν τη δική τους ερμηνεία στο ρόλο που έπαιξε η περίφημη μορφή του Ηρακλή, ένα πρόσωπο ισχυρό και γενναίο που πάλεψε με τα τέρατα και έφερε σε πέρας τους δώδεκα άθλους, να ένα παράδειγμα της διαχρονικότητας και της παντοκρατορίας των μύθων σε κάθε εποχή. Η εξαιρετική εικονογράφηση είναι του Νέστορα Ξουρή.
Σύρμω Καπούτση, Θησέας, Εκδόσεις Διάπλαση
Είναι τόσο πλούσια η ελληνική μυθολογία που όσα και να γράψεις δεν μπορείς να την εξαντλήσεις. Ο Θησέας είναι μία από τις μορφές εκείνες, τις εμβληματικές που έχουν αφήσει το σημάδι τους στο χρόνο. Ο Θησέας είναι ταυτισμένος με την πόλη της Αθήνας, είναι ο σωτήρας της και αιώνιος υπερασπιστής της και είναι εκείνος που κατά το μύθο κατατρόπωσε τον περίφημο Μινώταυρο γλιτώνοντας την πόλη από το τερατώδες αυτό τέρας που αποτελούσε κίνδυνο. Ο Θησέας σημείωσε ιδιαίτερα επιτεύγματα, ένας άλλος Ηρακλής, αφού τα κατορθώματά του ήταν μνημειώδη, ωστόσο έμελλε να γνωρίσει και τον πόνο μιας και είναι γνωστή η ιστορία της απώλειας του πατέρα του από ένα λάθος του στην αλλαγή του πανιού στο καράβι με το οποίο ερχόταν στην Αθήνα θριαμβευτής. Η εικονογράφηση του Νέστορα Ξουρή για μια ακόμα φορά αποδίδει εξαιρετικά τη μορφή του ήρωα και μας φέρνει σε επαφή με την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του.
Ιωάννα Μπαμπέτα, Η αρπαγή της Ωραίας Ελένης, Εκδόσεις Μίνωας
Ο Τρωικός Πόλεμος, ο πιο ξακουστός από όλους τους πολέμους για τον οποίο έχουν γραφτεί τόσα και τόσα και για τον οποίο ο Όμηρος έγραψε το έπος του, την Ιλιάδα, αποτελεί μέχρι σήμερα ένα γεγονός που εμπνέει την φαντασία μας και ύστερα από τις αποκαλύψεις του Ερρίκου Σλήμαν έχουμε πλέον και αποδείξεις για τα όσα μας αφηγείται ο Όμηρος. Ο πόλεμος αυτός που κράτησε δέκα ολόκληρα χρόνια ξέσπασε όταν ο Πάρις, ο γιος του βασιλιά της Τροίας άρπαξε την Ωραία Ελένη, την πιο όμορφη γυναίκα στον κόσμο και βασίλισσα της Σπάρτης. Ο πόλεμος αυτός ανέδειξε σπουδαίους πολεμιστές όπως ο Αχιλλέας, ο Αγαμέμνων, ο Αίας, ο Έκτορας που χάθηκαν στην μάχη και τα ονόματά τους χαράχτηκαν στις μνήμες όλων για να θυμόμαστε τα κατορθώματά τους. Η Ωραία Ελένη, την οποία μας παρουσιάζει τόσο ωραία η Ιωάννα Μπαμπέτα, έγινε το μήλον της έριδος για να έρθουν σε σύγκρουση οι Τρώες με τους Αχαιούς με αποτέλεσμα ο πόλεμος να διαρκέσει για δέκα ολόκληρα χρόνια με απώλειες τόσο για τους μεν όσο και για τους δε με την τελική νίκη των Ελλήνων.