“Τι κάθεσαι εδώ πέρα και σαπίζεις, εδώ δεν αγαπάνε τους τρελούς” έλεγε ο στίχος στο τραγούδι αφιέρωμα στον ποιητή Ντύλαν Τόμας. Ναι αυτή η εποχή, όπως και κάθε εποχή δεν αγαπά το διαφορετικό. Φαίνεται πως εξουθενώνει η διαφορετικότητα και προκαλεί ένα αίσθημα απώθησης. Είναι άνθρωποι μονάχοι που ξεμακραίνουν γιατί ο κόσμος δεν τους χωράει, η γη δεν είναι το σπίτι τους, η πόλη και το πλήθος τους διώχνει σαν να ήταν παράσιτα. Πώς λοιπόν εσύ ο ποιητής να μην κρυφτείς πίσω από την κολώνα για να μην σε δουν; Πώς να τα αντέξεις όλα αυτά τα αδηφάγα βλέμματα που καταλαβαίνεις πως θέλουν να σε καταβροχθίσουν, να σε κατασπαράξουν, να σε ευνουχίσουν, να σε ξεκοιλιάσουν με κάθε μέσο και κάθε τρόπο; Τι σου απομένει πια παρά να κουρνιάσεις σε μια γωνιά και να αφιερωθείς στο έργο σου, στο γράψιμό σου μακριά από τα βλέμματα που σε πληγώνουν και σου τραυματίζουν την ψυχή. Ο ποιητής μας είσαι και σε υμνούμε, εσύ ο αληθινός εκφραστής της ανησυχίας και της αγωνίας που κατατρέχει το μυαλό σου. Είσαι ικανοποιημένος μόνο με το ξεβόλεμα, είσαι ευχαριστημένος μόνο με το ανικανοποίητο, είσαι συνυφασμένος με τη διαρκή αναζήτηση του εσώτερου εαυτού σου και των μύχιων της ψυχής σου. Δεν συμβιβάζεσαι με το λίγο αλλά ζητάς επισταμένα το πολύ. Δεν μπορείς να μπεις σε στεγανά και πλαίσια. Πετάς στον ουρανό του λόγου σου όπως το γεράκι πάνω από τα βουνά, ψηλά από τις πλαγιές και ατενίζεις το άπειρο που σου χαρίζει ο ήλιος, μακριά από τα επίγεια και αγκαλιά με το επέκεινα. Με το μολύβι στο χέρι και την καρδιά στα πόδια διατρέχεις τον χρόνο και διαμορφώνεις ποιητικά άστρα. Τα ζωγραφίζεις με τις λέξεις σου και όποιος σε κατάλαβε έχει καλώς αλλιώς ας σε ψάξει παραπάνω, αξίζει τον κόπο. “Που να εξηγεί της μοναξιάς σου το φορτηγό”, οδεύεις ανοιχτά στα πέλαγα και τις θάλασσες που σου ορίζει ο νους σου, μακριά από των ανθρώπων τα αγγίγματα, μακριά από κάθε τι που περιορίζει το μέσα σου και κλείνει τους ορίζοντές σου. Με το πνεύμα σου ελεύθερο και την ψυχή σου ασυμβίβαστη κάνεις την ευαίσθητη παρουσία της ψυχής σου λόγια και έτσι ξεφεύγεις από τα τετριμμένα, τα φτιασιδωμένα, τα επιφανειακά και τα έτοιμα, τα άνοστα του κόσμου. Δεν “τρως” ποτέ από τα έτοιμα, δεν δέχεσαι το στέρεο, το ρευστό σε ελκύει και σε γοητεύει, η λάβα της δημιουργίας είναι αυτή που κυλάει στις βαμμένες από το πυρετώδες αίμα φλέβες σου, “λιώνεις” δίχως σταματημό τα σωθικά σου στην εύρεση της επόμενης λέξης που θα ξεκλειδώσει κάτι από τις αλλεπάλληλες σκέψεις που σου φέρνουν αϋπνίες και ατέλειωτα ξενύχτια. Βυθίζεσαι στους συλλογισμούς που τελειωμό δεν έχουν, γεύεσαι τους καρπούς μίας χαράς όπως θρέφεσαι ισάξια και ισόποσα από την απογοήτευση της αδυναμίας εξωτερίκευσης όσων σε απασχολούν βαθιά μέσα σου. Αρπάζεις την νύχτα από τα μαλλιά σαν να μην υπάρχει ξημέρωμα και αύριο αλλά και τα άστρα από τα αυτιά για να σου ψιθυρίσουν ένα κάποιο μυστικό τους για να ζήσεις και εσύ σαν αυτόν τον Βίνσεντ τη δική σου έναστρη νύχτα, με τα φώτα να είναι μόνο δικά σου, μονά ζυγά δικά σου χωρίς καμία παρενόχληση, μόνος θόρυβος ο ήχος της κουκουβάγιας μέσα στη νύχτα να σου κρατά συντροφιά με την παράξενη μελωδία της. Εσύ είσαι ο αυθεντικός ποιητής, άρρηκτα δεμένος και συνδεδεμένος με τον δημιουργό σου, αφήνεις τις τύχες σου στην θεά Αθηνά που στέλνει ηχοχρώματα και μαγνητικά πεδία εκμυστηρεύοντάς σου έτσι τις διαθέσεις της. Και εσύ που έχεις το μοναδικό προνόμιο να την ακούς παίρνεις μολύβι και χαρτί και καταγράφεις στη στιγμή όσα εσύ ο ίδιος “ακούς”, αυτά που κανείς άλλος δεν μπορεί να ακούσει. Για αυτό έχεις το χάρισμα να υπάρχεις μόνος, για αυτό απομονώνεσαι όπως ο βράχος από τα υπόλοιπα νησιά, για αυτό και δεν συγχρωτίζεσαι με πολλούς αλλά με λίγους και καλούς πραγματικούς συνδαιτυμόνες που μπορούν και αφουγκράζονται την άμπωτη και την πλημμυρίδα της έμπνευσής σου, αυτήν που αλλάζει πάντα ρεύμα. Χρόνια τώρα δεν απέκρυψες την αναγκαία φυγή σου σε αυτό που σε συντηρεί και σε κρατά ενεργό και δραστήριο, η γραφή είναι η λύτρωσή σου, είναι το φάρμακό και το απάγκιο σου, μία άγκυρα που έχει καλά αράξει στον βυθό της υπόστασής σου και δεν την κουνά κανένας από εκεί. Αν ο μη γένοιτο σάλευε για λίγο από τη θέση αυτή όλα της ζωής σου τα ωραία, τα λίγα ωραία θα τα παρέσυραν τα κύματα της ανώφελης συνδιαλλαγής, της προσωρινής πλην καταστροφικής για εσένα συνύπαρξης με έναν κόσμο ξένο προς εσένα. Ποτέ σου δεν είχες ανάγκη τους ψεύτικους εναγκαλισμούς ούτε και τώρα, τι να σου κάνουν και τι να σου προσφέρουν κουρασμένα βλέμματα και χαμόγελα που έχουν ήδη ακυρωθεί πριν καν δηλωθούν ως υπαρκτά. Για αυτό άλλωστε δεν αρέσκεσαι σε επιτηδευμένες κουβέντες, δεν επιθυμείς πρόσωπα που απλά υπάρχουν και δεν αντιδρούν στο άδικο ή δεν αγωνίζονται για κάτι στη ζωή τους. Γιατί όποιος επιτρέπει το άδικο γίνεται μέρος του. Δεν βρίσκεσαι πιο πάνω από τους ανθρώπους, δεν επιζητάς και δεν αποζητάς από κανέναν κανένα βραβείο διαφορετικότητας, θέλεις μόνο τον χωροχρόνο σου να σου είναι αποκλειστικός όπως η νοσοκόμα τα βράδια που πονάς και που ίσως κάποτε σε γιατροπορεύσει, αν δηλαδή καταφέρεις και σωθείς από τούτη τη λαίλαπα που σαν κύκλος σκορπιού σε περιβάλλει. Προς το παρόν ακολουθείς το μοναχικό μονοπάτι που σου όρισαν οι κεραίες της ψυχής σου, κανείς δεν ξέρει πού βρίσκεσαι και εσύ δεν θέλεις με τίποτα να σε βρουν εκεί στα άδυτα που βρίσκεται μόνο ο Ιωάννης και η αποκάλυψή του.
———————————-
Ο Ντύλαν Τόμας (1914-1953) ήταν Ουαλός ποιητής και πεζογράφος, έμεινε γνωστός ως ένας από τους κορυφαίους ποιητές του 20ου αιώνα μιας και τα ποιήματά του ακροβατούσαν ανάμεσα στην επαναστατικότητα, τον επιθανάτιο ρόγχο και ταυτόχρονα τον ερωτισμό της ζωής. Η γραφή του χαρακτηριζόταν από μια μουσικότητα και ένα λυρισμό ενώ οι εξάρσεις στην συμπεριφορά του και η έντονη ροπή του προς το αλκοόλ επηρέαζαν σημαντικά τη ζωή του σε σημείο κατάρρευσης. Το 1940 και σαν ένας άλλος Τζόυς γράφει το “Πορτραίτο ενός καλλιτέχνη ως νεαρός σκύλος” σε μία προσπάθεια να σκιαγραφήσει με αλληγορικό τρόπο τη δική του διαδρομή. Έχει διασωθεί η ανάγνωση του ποιήματος του “Και ο θάνατος να μην υπόκειται σε καμία κυριαρχία” από τον ίδιο το 1953 στην Αμερική όπου είχε πια εγκατασταθεί. Πέθανε το 1954 από πνευμονία, η οποία τον οδήγησε σε κώμα από το οποίο δεν συνήλθε ποτέ