Διηγήματα που μας παραπέμπουν σε άλλες εποχές, σε άλλες γραφές και όμως μυρίζουν νιότη, φρεσκάδα και νοσταλγία έχει κατορθώσει να εξυφάνει ο δεξιοτέχνης νέος συγγραφέας Κωνσταντίνος Δομηνίκ. Με μια δομή λιτή αλλά και μεστή, με ιστορίες που αφουγκράζονται το παρελθόν ενώ ταυτόχρονα ζουν στο παρόν, ιστορίες χωρίς υπερβολές και επιτηδευμένα σχήματα, αυτά είναι τα διηγήματα που έχουμε την τύχη να διαβάσουμε. Διηγήματα γραμμένα με μεράκι και μόχθο, με άρωμα ελληνικό και με αγάπη για την ύπαιθρο που τόσους και τόσους έχει θρέψει και συνεχίζει ακάθεκτη το έργο της. O Φραντς Κάφκα είχε κάποτε πει πως τα βιβλία που έχουμε ανάγκη είναι εκείνα που πέφτουν σαν το τσεκούρι στην παγωμένη θάλασσα της ψυχής μας.
Τα διηγήματα που διαβάζουμε στη συλλογή αυτή, που αποτελεί και το πρώτο συγγραφικό εγχείρημα του συγγραφέα, είναι ποτισμένα με εικόνες και πρόσωπα αλλά και με μια γλώσσα που στέκεται επάξια απέναντι στην ιστορία που έχει επιδείξει το ένδοξο ελληνικό διήγημα. Ο συγγραφέας έχει κατορθώσει κάτι εξαιρετικά δύσκολο που έγκειται σε αυτό το αφηγηματικό ύφος που σε αιχμαλωτίζει ήδη από τις πρώτες γραμμές και δεν σε ξεδιψάει γιατί δεν χορταίνεις να διαβάζεις. Ο αναγνώστης νιώθει μέσα του τα όσα συμβαίνουν και μοιάζει να συμμετέχει ψυχή τε και σώματι σε αυτή την συγγραφική ιερουργία που εκτυλίσσεται. Δεν υπάρχουν περιττά λόγια ούτε και ωραιοποιήσεις, μοιάζει ο λόγος του συγγραφέα με γυμνό σώμα που δεν έχει ανάγκη να ντυθεί.
Διαβάζουμε σε ένα από τα διηγήματα με τίτλο Λένα Μπατζή: “”Κρατήσου μάνα”, της λέει ο Γιώργης και η μηχανή του, το λευκό άλογο με τα πορφυρά χαλινάρια, χιμάει χλιμιντρίζοντας πάνω από το γκρεμό, κι αρχίζει να πετάει μέσα στη νύχτα, προς το φεγγάρι, εκεί που ζουν οι νεκροί”. Αυτή η εικόνα είναι πραγματικά τόσο συγκινησιακά φορτισμένη, τόσο συμβολική και τόσο μεταφυσική που κανείς δεν μπορεί να μη σκεφτεί μια θεία Ανάσταση του Τολστόι ή έναν πίνακα του Σαγκάλ, από εκείνους τους ονειρικούς που μέσα τους κρύβονται συνάμα το ονειρικό φάσμα και το ταξίδι στο επέκεινα. Ο Δομηνίκ, καταφέρνει με αυτή την ποιητικότητα και τη δωρικότητα που τον διακρίνει, παρά το νεαρό της ηλικίας του, να μας οδηγήσει σε άλλους κόσμους μακρινούς, σε κόσμους που είχαμε ξεχάσει, που λησμονούμε και λαχταρούμε να ξαναθυμηθούμε.
Το ώπα-ώπα, μπλάτιμοι και οι υπόλοιπες ιστορίες είναι λογοτεχνικά άρτιες και νοηματικά πλούσιες και επιτελούν με το παραπάνω το καθήκον τους. Είναι αδιαμφισβήτητα από εκείνα τα βιβλία που ξεχωρίζουν για την αφήγηση, το θέμα τους, το συναισθηματικό ξύπνημα που προκαλούν στον αναγνώστη. Είναι βιβλίο που αντανακλά το πάθος, τον ζήλο και το μεράκι του συγγραφέα που βλέπει στα μάτια τον αναγνώστη με ειλικρίνεια και τον καλεί αληθινά και άμεσα να γευτεί τον καρπό της χαράς της ανάγνωσης που είναι ώριμο όσο ποτέ.
“Οι άγιοι και τα στοιχειά χορταίνουν με τις μυρουδιές”
“Τρυπώνουνε τις νύχτες απ’ την σκεπή και πέφτουν και πηδάνε πάνω στο κρεβάτι μου. Τινάζομαι, παλεύω να ξεφύγω, μα κείνες λυσσασμένες δεν μ’ αφήνουν. Με τα σαγόνια τους γαντζώνονται σ’ όλο μου το κορμί και μου δαγκώνουν απανωτά τις σάρκες”