Δεν πτοήθηκες από την εχθρικότητα των ανθρώπων και ψήλωσες μέσα σου το κερί της ψυχής σου που εκλιπαρούσε για διαφυγή μέσω της δημιουργίας, οδήγησες την καλλιτεχνική σου παρακαταθήκη στις κορυφές της οικουμενικότητας. Διανοητής και εκφραστής-μύστης των πιο μύχιων ανησυχιών σου μέσω της λογοτεχνίας και κατά προέκταση μέσω των λέξεων έδρασες στα “κρησφύγετα” που εσύ είχες επιλέξει να αποτελέσουν τα εργαστήρια επεξεργασίας της κρυφής σου αγωνίας. Αυτή η διακαής σου επιθυμία και λαχτάρα για ζωή μέσω της τέχνης σου είχε κυρίως δύσκολες στιγμές, περισσότερες λύπες και απογοητεύσεις παρά χαρές και ικανοποιήσεις. Αναμφίβολα υπήρξες δέσμιος των αδυναμιών σου και των έντονων παθών σου. Ξόδευες τόση ενέργεια, επιστράτευες τόση δράση και η τρέλα βρισκόταν ανά πάσα στιγμή στο κατώφλι σου με κίνδυνο να χαθείς στα μονοπάτια της χωρίς σχέδιο διάσωσής να προβλέπεται. Οι εθισμοί και οι εξαρτήσεις, το ποτό, ο τζόγος, η αυτοκαταστροφή δεν αποτέλεσαν παρά ένα μέσο εκτόνωσης της καθ’ ομολογία ανεξήγητης, δυσερμήνευτης και σχεδόν θεόσταλτης ιδιοφυίας. Ο κόσμος γύρω σου, το περιβάλλον σου, εκτός από τον αδερφό σου, δεν σου φέρθηκαν δεόντως, ίσα ίσα σε απώθησαν σαν κάποιο παράσιτο, σα να ήσουν ένας μωρός και ανόητος, ένας ρομαντικός που δεν είχε θέση σε αυτόν το μάταιο κόσμο. Ο ίδιος ήσουν βουτηγμένος στο ποτό, τον τζόγο αλλά και κυρίως το γράψιμο όπου έβρισκες καταφύγιο, υπήρξες μία μορφή ξεχωριστή των γραμμάτων, ένας φιλόσοφος του καιρού σου που σήμερα αποτελείς σύμβολο για τον στοχαστικό του οίστρο. Άραγε τότε τα ήξερες όλα αυτά Φέντια και είχες καθόλου γνώση της ιδιοφυίας σου και της πνευματικής σου πληρότητας; Ποιος γνωρίζει άραγε πως αν και δεν έχουμε δείγμα γραφής πως μελέτησες τους Αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, διαβλέπουμε στα βιβλία σου μία ομοιότητα με πρόσωπα όπως ο Καλλικλής, ένα πρόσωπο που δείχνει να σε εμπνέει να δημιουργήσεις τον Ρασκόλνικωφ; Το έργο σου, το τόσο δραματικό και θεατρικά δοσμένο, αναλώθηκε εμμέσως, πλην σαφώς, στην αποτύπωση της σκληρότητας και της τραχύτητας της ζωής του ίδιου και των συμπολιτών σου, των μουζίκων αλλά και στην καταγραφή του εξευτελισμού της ανθρώπινης ύπαρξης μέσω των διώξεων και των παράνομων δράσεων ενός διεφθαρμένου πολιτικού κατεστημένου. Άσκησες μέσα από τα έργα σου έντονη κριτική και ψυχογράφησες με γλαφυρό και ωμό τρόπο σκηνές από την καθημερινότητα των Ρώσων, πολλές φορές δεχόμενος τα πυρά των κριτικών. Χωρίς οικονομικά μέσα, με ασταθή οικογενειακή και συζυγική ζωή, με άθλιες συνθήκες ζωής και με τις αρρώστιες να σε ταλαιπωρούν συνεχώς, πάλεψες με τη συνείδησή σου για να καταφέρεις να εξωτερικεύσεις σε έργα μεγαλειώδη όπως οι Δαιμονισμένοι, οι Αδελφοί Καραμαζόφ, το Έγκλημα και τιμωρία, όλη την αγωνία μιας ζωής στενάχωρης, της δικής σου ζωής. Τι να πρωτοπεί κανείς για τον πρίγκιπά σου, για σένα δηλαδή. Ο πρίγκιπας Μίσκιν είναι η προσωποποίηση της ψυχής σου, είναι ο υποτιθέμενα ηλίθιος μέσα σε μία κοινωνία έξυπνων και πονηρών που περνιούνται για ευφυείς ενώ στην πραγματικότητα είναι άνθρωποι γεμάτη κακία, ζήλια, μίσος και ανοησία. Ο Μίσκιν, ο άλλος σου εαυτός Φέντια, ξεγυμνώνεται ενώπιόν μας, μας χαρίζει το είναι του, μας δίνεται σαν τον Χριστό στον σταυρό, είναι ένας Εσταυρωμένος ανάμεσα σε αμαρτωλούς που επιθυμούν διακαώς να τον εκμεταλλευτούν. Ο Μίσκιν σου δεν είναι ο ηλίθιος που ο ίδιος νομίζει για τον εαυτό του όταν τον αντιμετωπίζουν χαιρέκακα και τον υπονομεύουν, είναι ένας καθαρός ουρανός που λάμπει από αγνότητα, από καλοσύνη, από ανιδιοτέλεια, είναι ένας αθώος και αφήνεται στα χέρια ενόχων που θέλουν το κακό του. Εκείνος σαν τον χαστουκίζουν θα γυρίσει και το άλλο μάγουλο, δεν είναι άβουλος, απλά είναι θύμα της αγάπης του για τον κόσμο, έτσι όπως ήσουν και εσύ. Ηλίθιος και δαιμονισμένος λοιπόν, ταπεινός και καταφρονεμένος ή απλά ένας παίκτης της ζωής; Αυτό το ερώτημα θα μπορούσε να σου θέσει κάθε αναγνώστης αν σε είχε απέναντί του και θα αναρωτιόταν εύλογα πως θα ήθελες εσύ να σε θυμάται. Πόσο ταλαιπωρήθηκες, πόσο πάλεψες μέσα σου, πόσο αγωνίστηκες για να φέρεις σε πέρας εξήντα χρόνια δύσκολης ζωής, αυτό πραγματικά μόνο εσύ το γνωρίζεις. Ήσουν ένας Καραμαζόφ, ένας Ρασκόλνικοφ, ένας Μίσκιν με την ίδια λογική που ήσουν και κύριος του εαυτού σου, που ήσουν ένας άνθρωπος ταπεινός και απλός, με αδυναμίες, με πάθη, με φόβους, με ανησυχίες, ένας διανοούμενος της ζωής και του λιτού βίου, ένας ματωμένος γλάρος σαν εκείνον του Τσέχοφ. Πόνεσες πολύ και πληγώθηκε ψυχικά από τη σκληρότητα και τη βαναυσότητα των ανθρώπων και βρέθηκες να πολεμάς ενάντια σε ανθρώπους πεζούς και ανόητους, βάρβαρους και μοχθηρούς για τη δική σου ιδιαίτερη φύση. Και βέβαια, ο δικός σου πόλεμος είχε όπλα ανώδυνα και δίχως πόνο για τον άλλον, τα λόγια σου ήταν τα δικά σου βέλη που σε κανέναν δεν μπορούσαν να κάνουν κακό παρά μόνο εσένα να λυτρώσουν. Ταξίδεψες παντού για να αναζητήσεις ηρεμία και γαλήνη για να γράψεις μα οι σκέψεις σου, επώδυνες και μελαγχολικές σε ακολουθούσαν παντού όπου και αν πήγαινες όπως άλλωστε και τα χρέη σου, τα υπέρογκα χρέη σου που όλο και συσσωρεύονταν και δεν σε άφηναν ήσυχο ούτε στιγμή να χαρείς έστω και λίγο τα λίγα ψήγματα χαράς που οι ανώνυμοι θεοί σου εξασφάλισαν. Με οδηγό την καθαρή σου ψυχή, μας προσφέρεσαι ως πρόβατο επί σφαγή και είσαι μειλίχιος, καθαρός, ήρεμος, σχεδόν δεν είσαι γήινος, μα είσαι ένας πρίγκιπας που προέρχεται από άλλη σφαίρα, από άλλο πλανητικό σύμπαν, εκεί που το κακό ξορκίζεται και επικρατεί το καλό και το αγαθό, όπως το πρόσωπο σου, που λάμπει από ανάγκη για τρυφερότητα. Αλήθεια πώς είναι να νιώθεις παραπεταμένος και ξένος μέσα στην ίδια σου την εποχή, αλλόκοτος και παράσιτο από έναν περίγυρο που δεν θέλει να σε ξέρει και σε αποδιώχνει; Σπεύδεις να ανακαλύψεις καταφύγια για να φωλιάσεις εκεί τα όνειρά σου που στους άλλους δεν τολμάς να τα αποκαλύψεις γιατί δεν πρόκειται να σε ακούσουν, η αδιαφορία τους είναι τόσο ηχηρή που σου σπάει το τύμπανο. Θα το πω γιατί αξίζει να ακουστεί πως πάντα θα μνημονεύεσαι, όχι μόνο ως συγγραφέας, αλλά και ως στοχαστής, και θα αναφέρω και ας ξέρω πως εσύ δεν θέλεις επαίνους πως από νωρίς ζυμώθηκες όντας στρατιωτικός γιατρός και ζούσες κοντά σε ασθενείς και αναξιοπαθούντες, γεμίζοντας έτσι την ευαίσθητη ψυχή σου με εικόνες σκληρές και επώδυνες για σένα. Δεν τις άντεχες γιατί εσωτερικά αιμορραγούσες από στενοχώρια και όμως υπέμενες σαν Άγιος Σεβαστιανός τα βέλη του πόνου τους. Πόσες φορές βρέθηκες όμηρος των επιληπτικών σου κρίσεων και επεισοδίων που ήταν αν μη τι άλλο το αντίβαρο της μεγαλοφυίας σου. Τέτοιο είναι μάλλον το τίμημα που πληρώνει ένας παθιασμένος και ταγμένος στην τέχνη του άνθρωπος όπως εσύ. Μαστιγώθηκες, όπως οι βράχοι από τα άγρια κύματα, από τους ανέμους της φτώχειας μα αναγεννήθηκες από την εσωτερική δύναμη που αντλούσες και κανείς ακόμα και σήμερα δεν μπορεί να αναγνωρίσει με σιγουριά με ποιον τρόπο μαγικό τα κατάφερες, αυτό μόνο εσύ το γνωρίζεις βαθιά μέσα σου. Φυλακισμένος στον κόσμο των πνευμάτων που σε κατάτρεχαν, ύψωσες αυτή τη σημαία της δημιουργίας, ένα πολύτιμο λάβαρο σαν επανάσταση και μετατράπηκες δίχως άλλο από απλός συγγραφέας που ήσουν σε άγιο της γραφής. Φιλόσοφος και στοχαστής, προσπάθησες με μόχθο και αγώνα διαρκή να ψυχαναλύσεις την ανθρώπινη φύση έτσι όπως κανείς δεν είχε κατορθώσει ως τότε με τον τρόπο που εσύ το επιχείρησες και το έφερες εις πέρας. Λυτρωνόσουν με τις λέξεις και απελευθερωνόσουν κάθε φορά που έπιανες στα χέρια σου χαρτί και μελάνι ή ακόμα και όταν υπαγόρευες με πάθος τα βιβλία σου στην αγαπημένη σου σύντροφο, την Ανιούσκα. Έπαιρνες χρήματα στα κλεφτά από το κοινό σας ταμείο και δεν της άφηνες της ταλαίπωρης ούτε ρούβλι για τα βασικά και όλο αυτό συνέβαινε για να παίξεις στο καζίνο ξεδιψώντας το ασίγαστο πάθος σου για τζόγο. Ανεβασμένος στο άρμα του πόθου σου να παίξεις όλο και πολύ, να νιώσεις όλο και περισσότερο τον πυρετό της παρτίδας στο χαρτί, της ρουλέτας, στο γύρισμα της τύχης των αριθμών που σκεφτόσουν πως δεν μπορεί κάτι θα αποφέρουν ζούσες υπό ένα διαρκή πυρετό που δεν σταματά παρά με δραστικό και επώδυνο τρόπο. Αυτό το βασανιστικό όργιο, αυτή η ακατάσχετη αιμορραγία, αυτή η ανίατη μανία, αυτό το αθεράπευτο καρκίνωμα της κάθε μορφής τζόγου περιγράφεται τόσο γλαφυρά από έναν λογοτεχνικό παίκτη όπως εσύ που δοκίμασε και ξαναδοκίμασε, που έχασε κα ξαναέχασε, που κέρδισε λίγα και έχασε πολλά, που δεν σταμάτησε να παίζει παρά μόνο όταν δεν είχε άλλα και όταν δεν μπορούσε άλλο να δανειστεί. Όπως σε κάθε παίκτη, έτσι και σε σένα υπήρχε αυτή η ανυπομονησία, αυτή η ανείπωτη αδημονία να γευτείς έστω και για μία φορά την απόλαυση του κέρδους, που μόνο πρόσκαιρο θα ήταν μιας και δεν θα έμενε για πολύ, τα χρήματα έμοιαζαν στα χέρια σου με φύλλα που τα έπαιρνε ο αέρας με το πρώτο φύσημά του. Στο βιβλίο σου λοιπόν μας γράφεις για σένα, είναι η απολογία ενός άρρωστου ανθρώπου και καταγράφεις όλο αυτό το ιστορικό της νόσου του παιχνιδιού από την οποία έπασχες και ποτέ δεν κατάφερες να βρεις θεραπεία. Το μικρόβιο, καλά εγκατεστημένο μέσα σου, σε οδηγούσε σε απονενοημένα βήματα, σε παρέσυρε σε αμήχανες καταστάσεις, σε καταβαράθρωνε ανεπανόρθωτα και σε γκρέμιζε από το δωμάτιό της ησυχίας σου. Αλλόφρων και εξουσιασμένος, παραδομένος στην απόλαυση του επικίνδυνου παιχνιδιού στοιχημάτιζες ό,τι χρήματα έπιανες στα χέρια του στερώντας από την οικογένειά του, την γυναίκα σου και το παιδί σου κάθε τι πολύτιμο. Μα ποιος μπορεί να σε κατηγορήσει εσένα μια μεγαλοφυΐα που είχες ήδη φύγει από αυτόν τον κόσμο και ζούσε ως γήινος κάποιες λίγες σου τελευταίες στιγμές; Ποιος μπορεί άλλωστε να τα βάλει με το Θεό που σε δημιούργησε; Ιδρωμένος και συνεχώς αγχωμένος, έχοντας τους παλμούς σου να χορεύουν σε ρυθμούς έκστασης έβλεπες οράματα και πρόσωπα που σε προειδοποιούσαν αλλά εσύ υπό υψηλό πυρετό και με πυρετώδες μένος, με το μυαλό σου να σου τριβελίζει το μέσα σου όλο και όδευες προς την απόλυτη οικονομική καταστροφή ενώ συνέβαινε η απόλυτη πνευματική κορύφωση. Από τη μία ο γκρεμός της πλήρους ένδειας μπροστά σου και από την άλλη ο δρόμος της ανυπέρβλητης συγγραφικής ανύψωσης και ανάστασης και έτσι δέσμιος του φλεγόμενου πόθου για το δεύτερο μονοπάτι αδυνατούσες έστω και για λίγο να γευτείς την παραμικρή επιτυχία, δοσμένος όπως ήσουν στο επέκεινα ως επιβάτης στο αιώνιο μεθυσμένο καράβι. Γυρνούσες σπίτι καταρρακωμένος από την αδυναμία σου να προσφέρεις χρήματα στην οικογένειά σου, τη γυναίκα σου και το λίγο μηνών παιδί σου και δεν είχες, χρωστούσες παντού και βασανιζόσουν. Μα λησμονούσες το καλό που έκανες με το θεάρεστο και εμπνευσμένο έργο σου. Μπροστά από την εποχή σου ξεχώριζες από μακριά για την ευφυή κατάληξη κάθε σου αφήγησης, κάθε ιστορίας και ας έχανες το μέτρημα του χρόνου και ας χρωστούσες σελίδες στους εκδότες, οι οποίοι σε κυνηγούσαν γιατί σου είχαν ήδη δώσει προκαταβολές. Μα τι να πεις και εσύ σε εκείνους αφού τα χρήματα δεν έφταναν και έμενες πάντα με τις τσέπες άδειες. Μα και πώς να ησυχάσεις όταν όλα γύρω σου δεν ήταν παρά μια άθλια ματαιότητα και κανείς μα κανείς δεν κατανοούσε το μέγεθος του νου σου και την καλοσύνη σου, την αγνότητα της ψυχής σου. Απαξιώθηκες, λοιδορήθηκες, παραγκωνίστηκες, περιθωριοποιήθηκες, αγνοήθηκες, θεωρήθηκες ούτε λίγο ούτε πολύ αλλόκοτος και παράφρονας, πολύ απλά γιατί ήσουν πιο προχωρημένος από την εποχή στην οποία σου έλαχε να ζήσεις και να δημιουργήσεις. Και όμως σε πείσμα των καιρών και με σθένος, ζήλο και δύναμη ψυχής αντιστάθηκες στις σειρήνες της αμφισβήτησης, ύψωσες το δικό σου σταυρό θέλησης και επιθυμίας και ικανοποίησες πρώτα από όλα τις δικές σου ανάγκες για λύτρωση μέσω της δημιουργίας. Δεν έπαψες να εισχωρείς εις βάθος στην ανθρώπινη ψυχή και φύση και να αναδύεις μέσω του λόγου σου εκείνα τα στοιχεία που αποδεικνύουν πόσο τρωτός είναι ο άνθρωπος του τότε και του σήμερα, διότι μην λησμονούμε πως οι εποχές μπορεί να άλλαξαν, όμως οι άνθρωποι όχι. “Θέλω ν’ αγαπώ, ν’ αγαπώ τον άνθρωπο και όμως δεν μου δίνουνε άνθρωπο, μου αφαιρούν τον άνθρωπο! Δώστε, δώστε μου άνθρωπο για να μπορέσω να τον αγαπήσω! Που είναι αυτός ο άνθρωπος; Πού κρύφτηκε αυτός ο άνθρωπος; Σαν τον Διγενή με το φανάρι γυρεύω σ’ όλη μου τη ζωή και δεν μπορώ να τον βρω και δεν μπορώ κανέναν ν’ αγαπήσω, αν πρώτα δεν βρω τον άνθρωπο. Κατάρα σ’ αυτόν που μ’ έκανε μισάνθρωπο” έγραφες σε ένα σου βιβλίο. Σε ποδοπατούσαν και σου συμπεριφέρονταν άσχημα, μα εσύ επίμονος κηπουρός της ανθισμένης από αγνότητα ψυχής σου θύμωνες για λίγο, συγχωρούσες με το μεγαλείο που σε διέκρινε και ύστερα συνέχιζες μονάχος σου το Γολγοθά της αποστολής σου σαν κάποιος θεός να σε έφερε στη γη αυτή μόνο και μόνο για να υποφέρεις και αυτή τη δοκιμασία να την καταγράψεις. Οι σύγχρονοί σου αψηφούσαν και δεν καταλάβαιναν την ψυχή σου και ήταν τόσο ανίκανοι να εκτιμήσουν σε βάθος το λαμπερό και θαυμαστό μεγαλείο σου ενώ εσύ παράλληλα προσευχόσουν και πίστευες στη δύναμη ενός ανώτερου θεού, όποιος και αν ήταν αυτός. Στα έγκατα της θλίψης σου βρήκες μια κάποια ειρήνη και στα τάρταρα της έλλειψης χρημάτων αναδύθηκε όλο το φάσα της λογοτεχνικής παραγωγής σου. Μα δεν στάθηκες μόνο εκεί, πήγες τόσο μακριά που ακόμα και τόσα χρόνια μετά, ακόμα γράφονται άρθρα για σένα και αναλύσεις και έχουν πάρει φωτιά οι μηχανές αποκρυπτογράφησης του έργου σου. Είσαι ένα ανοιχτό αίνιγμα προς εξερεύνηση, μια βαθιά στοά και ένα σπήλαιο που κανείς δεν γνωρίζει που αρχίζει και που σταματά. Ένας λαβύρινθος είσαι και έχεις τόσους διαδρόμους πνευματικούς Φέντια που όλοι χανόμαστε σε αυτούς μα μας αρέσει και λαχταράμε να μη βγούμε ποτέ από εκεί μέσα. Ήσουν και είσαι η ενσάρκωση του ανθρώπου που πάσχισε να βρει τα βήματά του, να ξεφύγει από το σκοτάδι του και να ξεφύγει από τα χτυπήματα μίας ζωής που δεν του χάρισε τίποτα. Μία ταλαιπωρημένη ψυχή ήσουν που με την ευαισθησία του και την ανήσυχη ζωή του κατάφερε σαν άλλος Σωκράτης να μετουσιώσει την οδύνη του σε έργο, ένας Χριστός της καθημερινότητας μέσα σε μία κοινωνία που δεν έχει κατανόηση και χώρο για το διαφορετικό. Και δεν σταματάς να αυτομαστιγώνεσαι και να στροβιλίζεις το μυαλό σου με χίλια δυο ερωτήματα που απαντήσεις δεν βρίσκουν και να αυτοκατηγορείσαι ενώ παράλληλα απολογείσαι: “Ναι, ναι, τελείωσε έτσι: τους διέφθειρα όλους! Πώς μπόρεσε να συμβεί αυτό, δεν το ξέρω, δε θυμάμαι καλά. Το όνειρο πέταξε μέσα από τα χιλιάδες χρόνια και άφησε μέσα μου μόνο μια αίσθηση πληρότητας. Το μόνο που ξέρω είναι πως η αιτία του προπατορικού αμαρτήματος ήμουν εγώ. Σαν ένα ταπεινό σκουληκάκι, σαν μικρόβιο της πανούκλας που ξεκληρίζει ολόκληρα κράτη, έτσι και εγώ δηλητηρίασα με τη χάρη μου όλη αυτή την ευτυχισμένη, αναμάρτητη πριν από μένα, γη”. Μήπως τελικά είσαι μετενσάρκωση πολλών ανθρώπων, είσαι ο Σωκράτης που ήπιε το κώνειο, είσαι ο Προμηθέας που άφησαν τον γύπα να του φάει το συκώτι, είσαι όλοι εκείνοι οι Άγιοι που βασανίστηκαν για τα πιστεύω τους, είσαι άραγε η προσωποποίηση της μελαγχολίας που βλέπει τον εαυτό της στον καθρέφτη και δεν αντέχει να παραμερίζεται, να λησμονείται και να σπρώχνεται σαν το αδέσποτο σκυλί που δεν έχει θέση σε ένα «καθωσπρέπει» τραπέζι; Τι γόρδιος δεσμός η φυσιογνωμία σου! Και σαν μιλάς για γελοιότητα αυτή είναι αυτή που βίωσες στο πετσί σου σε όλη του τη ζωή όταν σε χλεύαζαν και όταν σε περιέπαιζαν, και όμως η γελοιότητα αυτή είναι που ανεβάζει τον άνθρωπο στα μάτια του Θεού και ας μην το καταλαβαίνει ο ίδιος σε αυτή την επίγεια πραγματικότητα. Για αυτό και εσύ αφέθηκες από μια ανώτερη δύναμη να ονειρεύεσαι, να ζεις και να ευχαριστιέσαι όσο τίποτε άλλο το θάνατό σου, δηλαδή τη λύτρωσή σου και την αναγέννησή σου. Μεταφέρεσαι νοερά λοιπόν σε μίαν άλλη σφαίρα παραδεισένια, τη σφαίρα της γνώσης, εκεί όπου σπέρνεται ευτυχία για να θεριστεί αγάπη και χαρά, εκεί που δεν διακρίνεσαι για το τι ρούχα φοράς αλλά για το ποιός είσαι, πόσο αγαθές προθέσεις έχεις. Σε αυτό το όνειρο που ζεις όταν ησυχάζεις έστω και για λίγο, τα αισθήματά σου απογειώνονται, το σώμα σου ταξιδεύει, το μυαλό σου ξεκουράζεται και ακούς νότες μελωδίας που έχουν ντυθεί για να υπάρχουν σε πείσμα του χρόνου. Βλέποντας το δικό σου κόσμο, τον κόσμο γύρω σου, εσύ το μόνο που κάνεις είναι να συγκρίνεις, όχι να κατακρίνεις ούτε και να εχθρεύεσαι, έχεις την αγνότητα και την πραότητα να σβήνεις κάθε έννοια μίσους, με άλλα λόγια να λες μέσα σου «ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν». Σαν ένας θεός μετέωρος επιβλέπεις τα όσα γίνονται στο μίζερο μικρόκοσμο που μέχρι πριν λίγο εσύ δεν ήταν παρά ένας θεατής της παραφροσύνης και της έπαρσης, της υλικής και πρόσκαιρης ανθρώπινης αδυναμίας. Και τώρα πια έχεις πετάξει με το αερόστατο της ευτυχίας και οδεύεις στα σύννεφα και στον ήλιο, εκεί όπου πάντα ανήκες, απλά έκανες και ένα πέρασμα από εδώ για να μας αφήσεις χειρόγραφα τόσο μεγάλης αξίας. Εμμένεις στον δισυπόστατο άνθρωπο, στον άνθρωπο που μεταμορφώνεται από το κακό στο καλό και τούμπαλιν, στον άνθρωπο που είναι ικανός να σώσει και να καταστρέψει ορμώμενος από την ίδια ακριβώς δύναμη, να το μυστήριο σου και το μυστικό σου Φέντια! Αυτό που μένει είναι πως «η συνείδηση της ζωής αξίζει περισσότερο από τη ζωή, η συνείδηση των νόμων της ευτυχίας αξίζει περισσότερο από την ευτυχία». Μέσα σε όλο αυτό τον πυρετό και την λάβα που πάντα σιγόκαιγε, δεν έπαψες να γεμίζεις το δοχείο της ζωής σου με ακραίες συμπεριφορές και ακρότητες γιατί με αυτή την παρά φύση μέθοδο τιθάσευες τα ατελείωτα και αγριεμένα ένστικτά σου. Δεν είναι παράλογη όλη αυτή η παραφορά που σε διακατείχε, μάλλον το αντίθετο γιατί δεν υπήρξες ούτε στιγμή θνητός, ήσουν μία θεία δύναμη με ανθρώπινο πρόσωπο. Αιρετικός και επαναστατικός – με την ορθολογική έννοια του όρου – μορφές όπως η δική σου, μέσα στη δίνη ενός απλού βίου ζωής χωρίς πολλές φορές ούτε καν τα απαραίτητα και τα στοιχειώδη και με την ένδεια να σου χτυπάει εκκωφαντικά την πόρτα, απευθύνθηκε στην γεύση απαγορευμένων εξάρσεων και ανήθικων δρόμων και βάδισες αγέρωχος και γενναίος ακόμα και με όλα τα εμπόδια που βρήκες μπροστά σου.
—————————————–
Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (1821-1881) υπήρξε Ρώσος λογοτέχνης και στοχαστής με την έννοια πως προσπάθησε να έρθει πιο κοντά στον απλό άνθρωπο αναλύοντάς τον αφού πρώτα προσπάθησε να κατανοήσει τον εαυτό του. Έγραψε διηγήματα, νουβέλες, δοκίμια, τα προσωπικά του ημερολόγια και δεν έπαψε να βρίσκει θεραπεία μέσω της γραφής μέχρι και το τέλος της ζωής του. Στα έργα του διαβλέπουμε τη συναισθηματική φόρτιση, την ψυχανάλυση των χαρακτήρων ανθρώπων που ρέπουν προς την παρανομία και την ανηθικότητα ενώ εκφράζει την απαραίτητη προσέγγιση στα θεία – ο πατέρας του ήταν κληρικός – ως το μόνο μέσο απελευθέρωσης και απενεχοποίησης της ένοχης ψυχής. Πέρα από τα παιδικά και εφηβικά χρόνια όπου υπήρχε μία κάποια οικονομική άνεση στην οικογένεια, στα χρόνια που ακολούθησαν κυριάρχησαν τα χρέη και οι φυλακίσεις λόγω πολιτικών φρονημάτων και αντικαθεστωτικής δράσης.