Το Παρίσι πάντα ήταν τόπος έμπνευσης για όλες τις εποχές γιατί περικλείει ιστορία, ανθρώπους, εικόνες και αποτελεί αναμφίβολα ένα κινητό μουσείο, το οποίο κανείς δεν χορταίνει να βλέπει. “Αν είσαι αρκετά τυχερός για να έχεις ζήσει στο Παρίσι όταν ήσουν νέος, τότε όπου και να πας την υπόλοιπη ζωή σου, μένει πάντα μαζί σου, γιατί το Παρίσι είναι μια κινητή γιορτή” έχει δηλώσει ο Χέμινγουεϊ για το Παρίσι, όπου έμελλε να γίνει το πεδίο δράσης καλλιτεχνών, ποιητών, συγγραφέων και άλλων δημιουργών. Το Παρίσι αποτέλεσε πεδίο δόξης λαμπρό στην περίοδο του μεσοπολέμου αλλά και αργότερα, την περίοδο του Μάη του ’68 την οποία μας περιγράφει με τέτοια ζωντάνια και αμεσότητα η Μαρία Γαβαλά σε αυτό το εξαιρετικά γραμμένο νέο της μυθιστόρημα.
Ένα κινηματογραφικό ταξίδι στο Παρίσι των τελών της δεκαετίας του ’60
Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς πως η συγγραφέας κάθε φορά που ένα καινούργιο βιβλίο της εκδίδεται είναι όλο και πιο ώριμη συγγραφικά, όλο και πιο εμπνευσμένη, όλο και πιο αφηγηματικά δεξιοτεχνική, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να μην χορταίνει με τις σελίδες και να αποζητά και άλλες. Άλλωστε, αυτή είναι και η επιτυχία ενός μυθιστορήματος, το γεγονός δηλαδή πως η συγγραφέας σταματά εκεί όπου είναι και το απόγειό της και έτσι δεν καταστρέφεται το οικοδόμημα της γραφής της. Με τις περιγραφές της και τους ήρωες που μας παρουσιάζει εδώ διαμορφώνει ένα δικό της υπέροχο κόσμο και μας ταξιδεύει σε ένα παρελθόν, μέσα στο οποίο, εμείς ως αναγνώστες, περιπλανιόμαστε σαν τον Απολιναίρ των δύο όχθεων μέσα στην πόλη του φωτός.
Ας είμαστε όμως και ειλικρινείς, είναι η εποχή που συμβαίνουν πολλά και σημαντικά γεγονότα, οι φοιτητικές κινητοποιήσεις, η άστατη πολιτική κατάσταση λόγω της κρίσης στην Αλγερία που έχει αφήσει απόνερα από τα προηγούμενα χρόνια αλλά και τα διάφορα ειρηνιστικά κινήματα που θέλουν να επιβάλλουν τα δικά τους θέλω έχουν δημιουργήσει και προκαλέσει έναν πυρετό από τον οποίο καίγεται ολόκληρη η πρωτεύουσα και η παρισινή κοινωνία. Και δεν είναι μόνο αυτά τα γεγονότα, την ίδια περίοδο εκτυλίσσεται το δράμα με το λαό της Μπιάφρα και τα εγκληματικά συμβάντα που ακολουθούν με μία ακόμα γενοκτονία. Ο κόσμος με λίγα λόγια βρίσκεται σε αναβρασμό και αν προσθέσει κανείς και τα γεγονότα με τη δικτατορία στην Ελλάδα για την οποία μας μιλάει η συγγραφέας, τότε το σκηνικό μυρίζει μπαρούτι.
Ο κεντρικός ήρωας της Γαβαλά είναι ένας νέος και φέρελπις κινηματογραφιστής, ένας νέος που θα μπορούσε να είναι ο Γκοντάρ. Ο ίδιος λατρεύει εξάλλου τον κινηματογράφο, ονειρεύεται να είναι πανταχού παρών σε κάθε σημείο όπου συμβαίνουν αυτά τα δραματικά γεγονότα για να τα καταγράψει με το φακό του και να δώσει το δικό του σκηνοθετικό στίγμα μέσω της φωτογραφίας, από την οποία τίποτα δεν ξεφεύγει και όλα τα αποκαλύπτει. Ο φακός είναι η δύναμη του Γκασπάρ, είναι το ανώδυνο όπλο του, το οποίο και επιστρατεύει για να χαρίσει σε όλους εμάς τη χαρά να παρακολουθούμε την πορεία του, την αγωνία του και την ανησυχία του μέσω των λήψεών του. Η συγγραφέας καταφέρνει και ξεδιπλώνει μέσα από την ιστορία της ένα ολόκληρο κινηματογραφικό σκηνικό που αναβιώνει πρόσωπα και πράγματα της περιόδου εκείνης και η Λουκία Βάκαρη, που είναι η αφηγήτρια, μπορεί και μεταφέρει τον αέρα και την αύρα αυτής της τόσο γοητευτικής ατμόσφαιρας.
“Ο κόσμος τα πάνω κάτω, μέχρι να αντιστρέψεις την κλεψύδρα, και το πάνω να γίνει κάτω, και το κάτω πάνω, χωρίς τελειωμό, σε κλάσματα του δευτερολέπτου, σε ασήμαντες υποδιαιρέσεις της αιωνιότητας, η Ελλάς Γαλλία και η Γαλλία Ελλάς, σε μία κινηματογραφική κορδέλα που ξετυλιγόταν αδειάζοντας το περιεχόμενό της και τραβώντας στα κουτουρού, κενή συγκεκριμένου νοήματος”. Και πράγματι αυτή είναι η αίσθηση του αναγνώστη, πως δηλαδή βρίσκεται εν μέσω γυρισμάτων και η ιστορία διαδραματίζεται μπροστά στα μάτια του ενώ εκείνος θεατής των σκηνικών και των προσώπων αφουγκράζεται σε κάθε στιγμή το κάθε λεπτό της “ταινίας” που στήνει.
Η Γαβαλά, όπως αργότερα θα κάνει ο καταραμένος ποιητής Μπωντλαίρ, περιδιαβαίνει την πόλη μέσω της ηρωίδας της και μέσω του φακού του Γκασπάρ. Η πόλη γίνεται το επίκεντρο της προσοχής του και εκεί εστιάζει όλο το μυαλό της, στα πρόσωπα και στο ίδιο το αστικό τοπίο αλλά και στα γεγονότα που συνταράσσουν το Παρίσι της εποχής. Η ομορφιά και η επανάσταση είναι σε κάθε σημείο και σε κάθε βήμα, δεν ορίζεται απόλυτα και είναι μία παράξενη και άγρια ομορφιά που έχει πολλά πρόσωπα, δεν είναι, με λίγα λόγια, μία και μοναδική αλλά έχει πολλές ερμηνείες. Η ομορφιά εξάλλου έχει το δικαίωμα να εκφραστεί με διάφορους τρόπους και κατά το δοκούν. “Ο Γκασπάρ θα καταφέρει να τα δείξει όλα αυτά στο ντοκιμαντέρ του; Θα κατορθώσει να μετατρέψει τα ονόματα και τις λέξεις σε εικόνες, αφού οι εικόνες είναι αυτές που χρειάζονται τώρα; Μήπως είναι πολύ αργά πλέον, μια και έχουν μεσολαβήσει αρκετά χρόνια για να αποτυπωθούν σε σελιλόιντ;”. Η Γαβαλά δεν αφηγείται μόνο, μέσω των ηρώων της στοχάζεται και διερωτάται, φιλοσοφεί και θρέφει τον ίδιο τον αναγνώστη με το μικρόβιο της απορίας που την απασχολεί.
“Να λες τι έπαθες, όχι να αναρωτιέσαι γιατί το έπαθες. Μόνο έτσι θα βρεθεί η αλήθεια”
“Η πείνα, σκέφτηκα, που γονατίζει του ανθρώπους, που αφανίζει ολόκληρες κοινότητες, αυτό είναι το ζητούμενο. Οφείλουμε να της δίνουμε προτεραιότητα. Να την κατανοούμε και να τη σεβόμαστε”