Όλοι σε φώναζαν Σκότι, ήταν βλέπεις το αγαπημένο παρατσούκλι σου μιας και ήσουν τόσο ευχάριστος, τόσο αθώος, τόσο καλοσυνάτος ακόμα και όταν μεθούσες. Έζησες χρόνια ανέμελα, χρόνια ξέγνοιαστα, χρόνια χωρίς σκοτούρες και γεμάτος χαρά και γιορτή. Μαζί με την αγαπημένη σου Ζέλντα δεν σταμάτησες ούτε στιγμή αυτό τον ξέφρενο ρυθμό της ασταθούς ζωής, μιας ζωής που υπαγορευόταν κυρίως από ατελείωτα ξενύχτια, πάντα με αγαπημένους φίλους, όπως ο Χέμινγουεϊ, μέρες και νύχτες ατελείωτες χωρίς πυξίδα μέχρι που όλο αυτό ολοκληρώθηκε και σταμάτησε απότομα και δεν πρόλαβες να καταλάβεις. Έγραψες κορυφαία έργα που διαβάζονται απνευστί μέχρι σήμερα μα μόνο εσύ ξέρεις πως η τρυφερή σου νύχτα έκρυβε από πίσω άγχος, πικρία και στενοχώρια τόσο από τον ασταθή εσωτερικό σου κόσμο όσο και από τα ατελείωτα και συνεχόμενα τερτίπια μιας συντρόφου που σε παράσερνε όλο και περισσότερο σε επικίνδυνους ατραπούς, σε περίεργα μονοπάτια γεμάτα ανησυχία από τα οποία βέβαια ούτε ήθελες μα ούτε και μπορούσες να ξεφύγεις. Όμηρος των σκέψεων σου, ατίθασος και ζωηρός νέος χαμένος στα όνειρά σου παγιδευόσουν από εκείνην και από την ανάγκη να την έχεις πάντα δίπλα σου γιατί δεν μπορούσες να σκεφτείς πως θα την χάσεις. Την ζήλευες παθολογικά και αναστατωνόσουν γιατί αυτή ήταν η ύπαρξή σου, ο κόσμος σου, το βιος σου, η αδυναμία σου. Στα μάτια σου Σκότι ήταν το έτερό σου ήμισυ και εσύ προφανώς για εκείνην μα είχε ξεκινήσει ένα όμορφο ταξίδι που αναμφίβολα και νομοτελειακά δεν θα μπορούσε να έχει καλό και ευοίωνο τέλος και το γνώριζες βαθιά μέσα σου, όλα έμοιαζαν τόσο τέλεια για να είναι όντως αληθινά. Για αυτό ίσως αποφάσισες να ρουφήξεις τη ζωή όπως η ρουφήχτρα το θύμα της. Αδυνατούσες να δεις την αλήθεια κατάματα και υπό τις πραγματικές της διαστάσεις για αυτό και τα μυθιστορήματα σου μιλούσαν αυτά για σένα, για τις αγωνίες σου, τους φόβους σου, την πορεία σου στο χρόνο. Κανείς δεν μπορεί να σε κρίνει για το γεγονός ότι έπραξες όπως σου υπαγόρευε η καρδιά σου και έπραττες πάντα όπως σου μιλούσε το συναίσθημα που ανάβλυζε από μέσα σου και έρεε σαν ποτάμι και σαν χείμαρρος. Εκεί στο Παρίσι βούτηξες σε μια εποχή γεμάτη από μπελ επόκ σε επανάληψη και τίποτα τότε δεν σε τρομοκρατούσε, βρισκόσουν στο απόγειο της ευτυχίας σου και ξεζούμιζες την κάθε μέρα σαν να ήταν η τελευταία των ωραίων. Για αυτό κανείς δεν σε ψέγει γιατί έτσι πορεύτηκες πηγαία και αυθεντικά και δεν το μετάνιωσες ούτε στιγμή ό,τι καμπάνες και αν χτυπούσαν ηχηρά ή λιγότερο ηχηρά. Έζησες και εσύ όπως και πολλοί άλλοι εκ των έσω τη δυσκολία του πολέμου. Μετά τον πόλεμο που τόσο σε πλήγωσε – στον οποίο ευτυχώς δεν υπηρέτησες σε μάχιμη θέση όπως ο σύγχρονός σου Σάλιντζερ – είχες την ανάγκη να γράψεις για να λυτρωθείς, να απελευθερωθείς σε ένα Παρίσι που σε καλοδέχτηκε και εκεί βρήκες τη γαλήνη σου μακριά από τη γενέτειρα σου. Οι λέξεις σου, το πνεύμα σου το συγγραφικό, το ρεύμα της χαράς που σε πλημμύρισε, οι συναντήσεις που σου έλαχαν μέσα σε αυτά τα χρόνια ήταν για σένα πρώτης τάξεως ευκαιρία να ζήσεις χρόνια που άλλοι δεν έζησαν. Ήσουν ένα enfant gaté, όπως λένε και οι Γάλλοι για περιπτώσεις σαν τη δική σου, αλλά παράλληλα έγινες και ένας καταραμένος με τη νιότη σου να σταματά σαν το ρολόι του χρόνου, το οποίο μοιάζει να μην είχε άλλο διάστημα να σου προσφέρει. Δεν σκέφτηκες ποτέ το θάνατο που ερχόταν και σε πλησίαζε όλο και περισσότερο, έσφιγγε σαν κλοιός γύρω σου και εσύ απολάμβανες ταυτόχρονα και δίχως καμιά ντροπή ή δισταγμό τις ευκαιρίες που σου παρείχε η ζωή τόσο απλόχερα. Το σίγουρο είναι πως κάθε ευτυχία έχει και αυτή το τίμημά της και ξεπληρώνεται για άλλους σε ένα χρόνο πιο ευρύ και για άλλους σε χρόνο πυκνό γιατί η ανθρώπινη μοίρα είναι αδυσώπητη και αναμφίβολα προδιαγεγραμμένη. Μέσα σου πάντα έκαιγε η φλόγα της δημιουργίας και δεν έπαυες να γράφεις με αφορμή όλα αυτά που συνέβαιναν γύρω σου και σου προκαλούσαν την αδήριτη ανάγκη να το καταθέσεις όχι τόσο για κάποιο ακροατήριο μα πρωτίστως για σένα. “Μου αρέσουν οι άνθρωποι και μου αρέσει να τους αρέσω, αλλά κρατάω την καρδιά μου εκεί που την έβαλε ο Θεός: μέσα μου” μας είπες κάποτε Σκότι και πράγματι αυτή σου η φράση σε αντιπροσωπεύει πλήρως και πιστοποιεί την ιδιαίτερη αλλά και εύθραυστη φύση σου. Ευλογημένα καταραμένος, αφού κατόρθωσες στη σύντομη σχετικά ζωή σου να καταθέσεις με επώδυνη άνεση – μια και δεν αντιμετώπιζες οικονομικά προβλήματα – όλα εκείνα που κλόνιζαν την ψυχή και την καρδιά σου. Πιο άνθρωπος από τον ίδιο τον άνθρωπο, αγάπησες σφόδρα τη ζωή και τη γεύτηκες μέχρι την τελευταία της σταγόνα, μη αποδεχόμενος όρια και φραγμούς, θεωρώντας μέσα σου πως η ζωή σου θα ήταν για πάντα μια γιορτή, ένα παραμύθι δίχως τέλος. Όμορφος στο παρουσιαστικό σου, ιππότης στα αισθήματα σου, ερωτεύτηκες κεραυνοβόλα τη Ζέλντα και η σχέση σας απέκτησε ούτε λίγο ούτε πολύ χαρακτηριστικά μυθιστορηματικής αφήγησης, μια ιστορία δύο ανθρώπων που έσμιξαν και πάντρεψαν την απέραντη χαρά τους όσο και τη βουβή θλίψη τους υπό τη σκέπη του πολύκροτου έρωτά τους. Θύμα ήσουν μιας υπέρμετρης ευδαιμονίας με ραγισμένες εσωτερικές αντιστάσεις. Σκότι έλαμψες μέσα στην πλασματική ανηφόρα που έγινε κατηφόρα και έφερες τον άνθρωπο της εποχής σου στη δίνη των επερχόμενων δυσάρεστων εξελίξεων, θύμα των οποίων υπήρξες και ο ίδιος. Μέσα όμως από αυτή τη δυστυχή συγκυρία, κατάφερες και δημιούργησες μυθιστορήματα και διηγήματα που σήμερα αντιπροσωπεύουν την ιστορία μιας Αμερικής που γεύτηκε τους καρπούς της ευμάρειας αλλά πληγώθηκε θανάσιμα από την αστοχία στη διαχείρισή τους, σαν αυτοί οι καρποί να ήταν ένα αστείρευτο ποτό με πικρή γεύση στο τέλος. Και όλα αυτά συμβαίνουν γιατί οι ιστορίες, γλαφυρά και σκωπτικά δοσμένες, σκιαγραφούνται μέσα από τα μάτια σου, εσένα που πνίγηκες στο μεθύσι της ανεμελιάς και της αγκαλιάς με το όνειρο για μια ζωή γεμάτη πολυτέλεια. Η ζωή αυτή όμως, που εσύ ονειρεύτηκες μαζί με την αγαπημένη σου Ζέλντα, δεν σας χαμογέλασε τόσο ώστε να παραμείνει για πάντα χαρούμενη και απολαυστική. Έτσι τα όνειρα και οι πόθοι σας, ο φλογερός έρωτάς σας, η γιορτή που στήσατε και οι ξέφρενοι ρυθμοί υπό τους ήχους των οποίων χορέψατε, σώπασαν γρήγορα για να δώσουν τη θέση τους σε μια απρόσμενη θλίψη. Σε όλα σου τα βιβλία σε συναντούμε να βυθίζεσαι σε ατέρμονες περιγραφές συναισθηματικής φύσεως, ερωτικών περιπτύξεων και αδύναμων στιγμών των πρωταγωνιστών σου καθιστώντας τα τέλεια πορτραίτα της δικής σου φυσιογνωμίας. Εσύ Σκότι βρίσκεσαι πολλάκις πίσω από τους ήρωές σου, τους ντύνεις με το πέπλο της χαρμολύπης και της υπέρμετρης καταστροφικής ευδαιμονίας, που πολλές φορές -αν όχι πάντα- τους οδηγεί στον καταστροφικό δρόμο της αυτοδιάλυσης και της ολομέτωπης αυτοκαταστροφής. Κινείς τους ήρωές σου με βάση τις δικές σου συναισθηματικές εξάρσεις και τους επιφυλάσσεις τραγικό ή δραματικό τέλος σαν να είχες ήδη προοικονομίσει το δικό σου. Ζεις ο ίδιος στο όριο των αντοχών σου και είναι χαρακτηριστικό πως το ποτό παραμένει ο πιο πιστός σου σύντροφος από τη δεκαετία του 1920 και πέρα. Είναι το ποτό απόρροια μιας έντονης ψυχολογικής διατάραξης από τον καιρό της θητείας σου κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο ή μια μοιραία συνάντηση και ένα συμβόλαιο που είχες ήδη υπογράψει δίχως να το γνωρίζεις, μια και πεθαίνεις από καρδιακή ανακοπή; Όπως και να έχει, είσαι καταδικασμένος να αυτοτραυματίζεσαι ψυχικά και να υπομένεις τα συναισθηματικά σου βάσανα, τόσο ερωτικά όσο και ψυχολογικά, παρά την καταγεγραμμένη χαρά της γιορτής και της ανεμελιάς που βιώνεις κατά την παραμονή σου στην Γαλλία. Έλεγες για τη Ζέλντα πως “δεν θα σε φιλήσω, μπορεί να μου γίνει συνήθεια και δεν μπορώ να απαλλαγώ από συνήθειες”. Και όμως της δόθηκες ολοκληρωτικά και εκείνη σε είχε δεδομένο και αυτό σε τρέλαινε. «Έχασα όλες μου τις ελπίδες πάνω στους δρόμους που οδηγούν στις κλινικές της Ζέλντα» έγραφες για να ξεχάσεις ή για να θυμηθείς να ξεχάσεις. Τελικά πόσο πολύ σε καταρράκωσε αυτό το ψέμα πάνω στο οποίο έχτισες την ταραγμένη ζωή σου και τα ίχνη του οποίου δεν μπόρεσες ποτέ να μετρήσεις; Στα παιδικά σου χρόνια είδες την αποτυχία του πατέρα σου να χτυπάει την πόρτα της κατά τα άλλα αριστοκρατικής ζωής της οικογένειας ενώ αργότερα εκείνος, αδυνατώντας να ορθοποδήσει, το ρίχνει στο ποτό ως έναν τρόπο διαφυγής από τα προβλήματα. Μήπως αυτό ζήλεψες και αυτό είχες σαν πρότυπο και παράδειγμα στο πίσω μέρος του μυαλού σου. Γιατί άραγε ακολούθησες έναν καταραμένο δρόμο; Εσύ και η Ζέλντα, μέσα στον πυρετό της ευζωίας σας, μοιάζει να ζήσατε για λίγο μία ζωή δανεική, μία ζωή που δεν σας ανήκε αλλά τη μοιραστήκατε για λίγο σαν τα χαρτιά μίας τράπουλας μπερδεμένα και χωρίς λογική. Αναρωτιόμαστε τι σας οδήγησε σε τόση αυταπάτη, σε παραφροσύνη και παραλογισμό και χάσατε όλα σας τα κεκτημένα εν μία νυκτί και μια για πάντα. Σκότι πάντα θα είσαι στη μνήμη μας, πάντα θα σε βλέπουμε ως έφηβο με συμπάθεια και αγάπη. Καλή αντάμωση καλέ μας πρίγκιπα!