Στα τέλη του επαναστατικού και ρηξικέλευθου 18ου αιώνα και λίγο πριν την αυγή του πολεμικού 19ου αιώνα, μια ιστορία πραγματικά μυθιστορηματική λαμβάνει χώρα στην Κρήτη, μια ιστορία που δημιουργεί την αίσθηση του χρόνου να μας κατακλύζει, μια ιστορία που μας προσφέρεται για να ανατρέξουμε στο παρελθόν και να αναζητήσουμε το νήμα της ίδιας της ιστορίας που τόσα μας διδάσκει με τα μικρά της και τα μεγάλα της διδάγματα. Ο Φίλιππος Πλιάτσικας, τον οποίο έχουμε συνηθίσει να ακούμε από τα τραγούδια των Πυξ Λαξ και τον έχουμε γνωρίσει και ως εξαιρετικό και εμπνευσμένο στιχουργό, μας παρουσιάζει ένα βιβλίο που κρύβει έρευνα από πίσω αλλά κυρίως μεράκι και πραγματική διάθεση για το αποτέλεσμα που μας χαρίζει. Διαφαίνεται εκ του αποτελέσματος πως η ώριμη γραφή είναι ο ιδανικός δίαυλος για να εισέλθουμε στη χρονομηχανή και να ταξιδέψουμε στις στοές της ιστορίας που τόσο σαγηνευτική είναι.
Ο συγγραφέας, με την αφηγηματική του δεινότητα, εκπληρώνει το στοίχημα της μυθοπλασίας και της αφηγηματικής τέχνης μέσα από ένα βιβλίο που έχει νόημα να διαβαστεί, όχι μόνο για την απόλαυση της ανάγνωσης, είναι ένα παράδειγμα πως η γραφή μάς αφορά όλους και η ιστορία είναι πάντα μια αφορμή για να ξεκλειδώσουμε και να εξωτερικεύσουμε τις σκέψεις μας. Η ιστορία λοιπόν του βιβλίου εκτυλίσσεται στην κατεχόμενη Κρήτη, αυτή που έχει βιώσει τόσους και τόσους κατακτητές. Ο στρατηλάτης και αυτοκράτορας της Γαλλίας Ναπολέων Βοναπάρτης διέμεινε για πολύ λίγο στο ελληνικό νησί πριν μεταβεί στον τελικό σκοπό του ταξιδιού του που ήταν η Αίγυπτος. Στο νησί λοιπόν στήνει την ιστορία του ο συγγραφέας, σαν σκηνοθέτης που έχει τους πρωταγωνιστές του στη σκηνή και τους δίνει τις οδηγίες για να ακολουθήσουν την πορεία.
Ο δαιμόνιος και ανικανοποίητος συγγραφέας, όμως, μας φέρνει και στο παρόν και μας διηγείται την ιστορία ιδωμένη από τη σημερινή σκοπιά και πλέον μέσα από έναν άλλο αγωγό αυτόν της έρευνας πάνω στα παρελθόντα μέσα από μία απόγονο της Σοφί Λινιέ, της Ελληνίδας που απέκτησε το επώνυμο του ένδοξου υπασπιστή. Ποια ήταν άραγε αυτή η περίφημη Σοφί Λινιέ που παντρεύτηκε τον υπασπιστή του αυτοκράτορα και γέννησε μια κόρη, τη Λιμπερτέ; Τι ρόλο έπαιξε η παρουσία του Ζαν και τι προσέφερε η παρουσία του τόσο στη ζωή της Σοφί όσο και στο πλευρό του αυτοκράτορα; Πώς συνέβη το δυστυχές γεγονός που του κόστισε τη ζωή πολύ νωρίς και δεν πρόλαβε καν να δει τη γέννηση της κόρης του; Ποιος είναι ο μίτος της ιστορίας αυτής και πώς κανείς μπορεί να βρει εξηγήσεις για το τι συνέβη σε αυτή την ιδιαίτερη γυναίκα, η οποία μετά από την προτροπή του θείου του Ζαν την πήρε από το χέρι για να την οδηγήσει αρχικά στη Γαλλία και πάλι πίσω στην Κρήτη και μετά στην αττική γη;
Πλέκεται λοιπόν ένα περίπλοκο αλλά και συναρπαστικό πέπλο μυστηρίου γύρω από τους πρωταγωνιστές της ιστορίας, δύο πρωταγωνιστές που μας αφήνουν να πλανηθούμε σε έναν αλλοτινό κόσμο και σε μια εποχή όπου τα νέα ταξίδευαν με καθυστέρηση και η μετάβαση από έναν τόπο σε έναν άλλο δεν είναι όπως σήμερα αλλά ήταν και επικίνδυνη και χρονοβόρα. Ξεδιπλώνεται επίσης ένα ενδοοικογενειακό κουβάρι αντιδικίας μεταξύ της θείας και του θείου του Ζαν και όμως ο θείος του ως υπεύθυνος και εγκρατής άνθρωπος και τηρώντας την υπόσχεση που είχε δώσει στο Ζαν να την προσέχει και πως αν τυχόν πάθει εκείνος κάτι θα αναλάβει τα ηνία της προστασίας τόσο της Σοφί όσο και της μικρής που μέλλει να γεννηθεί.
“Ο συμπαθητικός αυτός γκριζομάλλης, ο θείος του Ζαν, της μαλάκωνε λίγο την έλλειψή της για εκείνον. Την αγωνία της. Πότε θα τελείωναν οι μάχες; Πότε θα τον ξανάβλεπε; Ας μην του τύχαινε κάτι άσχημο. Προσπαθούσε να αποβάλει τέτοιες σκέψεις. Κοιτούσε τώρα από το παράθυρο της άμαξας, που διέσχιζε εδώ και ώρα το ίδιο βραχώδες τοπίο, έχοντας στο δεξί της χέρι τη θάλασσα”. Να λοιπόν πως μαθαίνουμε πως η σχέση της Σοφί και του θείου του Ζαν, Μπερναντέν, υπήρξε άριστη και ήταν μια πραγματική σχέση πατέρας και κόρης, μία σχέση αμοιβαίας εκτίμησης και σεβασμού σε αυτή την πολύ δύσκολη συγκυρία και για τους δύο. Το σημαντικό ήταν η Σοφί να βρει την κατάλληλη ασπίδα για να μην κινδυνέψει και έμελλε να τη βρει άμεσα.
Είναι γνωστό πως στα μυθιστορήματα, το πίσω μπρος στο χρόνο, αυτή η εναλλαγή που πραγματοποιείται, είναι συνήθης μέθοδος αφήγησης και ο Πλιάτσικας δημιουργεί αυτή τη μετάβαση ήπια και εξαιρετικά επιτυχημένα σε βαθμό που ο αναγνώστης θα ήθελε να διαβάσει και άλλο και αυτό έγκειται στο γεγονός πως το ύφος της αφήγησης είναι τόσο οικείο και τόσο θελκτικό. Τελικά η ιστορία έχει τα δικά της μονοπάτια και τις δικές της μικρές ή μεγάλες εκπλήξεις και η ανάδειξή τους επιβάλλεται. Κάπου μέσα στον ρου της αφήγησης αναφέρεται χαρακτηριστικά: “Στο όνομα αρχηγών, θεών και θρησκειών, ιδεών βρίσκει πρόσχημα η πιο άρρωστη φιλοδοξία του ανθρώπου για εξουσία και έλεγχο. Η αρχέγονη πάλη για επιβεβαίωση κι επικράτηση. Που σφραγίζει τις συμφωνίες της με κομμένα άκρα, χαμένες ζωές, άδικο αίμα. Μεταλλάσσεται και μεταλλάσσει απ’ τα θεμέλια της την ανθρώπινη ύπαρξη. Καταλήγει ένας ατέρμονος κύκλος εκδίκησης και βίας. Τόσο που στο τέλος ξεχνάς γιατί ξεκίνησες και ποιον πολεμάς στ’ αλήθεια”.
“Το μυαλό, όταν δεν αντέχει πια να μεταβολίσει κάποιες επιγνώσεις, τις μεταφέρει στο σώμα, για να μην τρελαθεί”
“Τι ακριβώς ήθελες να βρεις στο ταξίδι σου, μητέρα; Τι είχες ανακαλύψει; Μέχρι πού έφτασες; Ποιο όνειρο σε καθόριζε; Τι συμβαίνει στο αίμα μας, καθώς κυλάει μέσα σε αιώνες, φόβους εφιάλτες, φιλόξενες πατρίδες, ανθισμένα ξυπνήματα, γιορτές και σιωπές; Ποια βήματα ακολουθούμε, για να ποτίσουμε τη ρίζα μας;”