Η ιστορία του Άουσβιτς και του Νταχάου είναι αρκετά γνωστές και θλιβερές. Είναι γνωστά όλα αυτά που συνέβησαν σε όσους δυστυχώς πέθαναν υπό τις φρικιαστικές συνθήκες και τους περίφημους θαλάμους αερίων στους οποίους εισάγονταν για να εξοντωθούν και να εξολοθρευτούν. Είναι η ντροπή της ανθρωπότητας όλα αυτά τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και αναδεικνύουν τη βαρβαρότητα των ανθρώπων έναντι των ζώων που ποτέ δεν θα έκαναν τέτοιο κακό. Το Μπούχενβαλντ είναι ένας άλλος τόπος μαρτυρίου, ένα δείγμα του μαρτυρίου αυτού αποτελεί και αυτό το βιβλίο που ξεδιπλώνει την ιστορία των παιδιών, των αγοριών δηλαδή, Εβραιόπουλα στην πλειοψηφία τους, αγόρια ανήλικα, τα οποία βρέθηκαν εκεί φυλακισμένα να εργάζονται αντί να απολαμβάνουν ως παιδιά την παιδική τους τρυφερή ηλικία. Ο Ρόμπι Γουέισμαν καταθέτει άλλη μία πτυχή από τις πολλές άγνωστες ιστορίες που μας απασχολούν σχετικά με αυτή την περίοδο.
Η ιστορία της ανθρωπότητας έχει πολλά παραδείγματα φρίκης και αποτροπιασμού, ίσως η ιστορία αυτών των χώρων “αποθήκευσης” ανθρώπων για την εξόντωσή τους να βρίσκει όμοιά της την Ιερά Εξέταση στην Αναγέννηση και την πυρά στον Μεσαίωνα, τότε που αθώοι άνθρωποι καίγονταν ζωντανοί με το πρόσχημα μιας κάποιας φανταστικής αιρετικής δράσης. Σε κάθε περίπτωση, το Μπούχενβαλντ, όπως και όλα τα στρατόπεδα εκείνης της περιόδου, υπήρξαν τόποι αναξιοπρέπειας και δουλείας και είναι ένα γεγονός ως όλον, το οποίο θα μείνει και πρέπει να μείνει χαραγμένο στη μνήμη όλων γιατί τέτοιες εικόνες δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να επαναληφθούν στο μέλλον. Αποτρόπαιες πράξεις τέτοιας μορφής επιβεβαιώνουν τον χειρότερο εαυτό του ανθρώπου που κανένας νους δεν μπορεί να χωρέσει.
Παλεύοντας για τη ζωή τους σε έναν τόπο μαρτυρίου
Όλοι αυτοί, οι εκατομμύρια άνθρωποι, ανάμεσά τους Πολωνοί, Σοβιετικοί, Εβραίοι, Ρομά και πολλοί άλλοι, οι οποίοι στα κρεματόρια και στους θαλάμους αερίων έπεσαν θύματα κάποιων ψυχοπαθών που διψούσαν για βία, σήμερα τιμώνται και μνημονεύονται χάρη σε βιβλία όπως αυτό που παρουσιάζεται εδώ. Ο τρόπος συνομιλίας των παιδιών αυτών, τα οποία μεγάλωσαν πολύ πριν την κανονικότητα της ενηλικίωσης, είχαν υποστεί σχεδόν πλύση εγκεφάλου και ανήκαν σε μια φυλακή όπου το καθένα από αυτά ανέπτυσσε τους δικούς του όρους και τα δικά του μέσα για να επιβιώσει, γιατί καταλάβαινε πως η ζωή του δεν ήταν πια κάτι δεδομένο και έτσι τα περισσότερα από αυτά είχαν καταφύγει στη βία με το ένστικτο του πιο ισχυρού να γίνεται η σημαία τους.
Τα όσα περιγράφονται στο βιβλίο είναι εδώ για να μας θυμίσουν τη φρίκη του πολέμου, την τραγωδία του εκτοπισμού του εβραϊκού στοιχείου και την ανείπωτη βαναυσότητα των όσων πέρασαν αυτοί οι άνθρωποι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, σε αυτό δηλαδή το οργανωμένο πλάνο εξόντωσης. Πώς μπορεί ένα παιδί σαν αυτά που περιγράφονται στις σελίδες αυτού του βιβλίου να συμπεριφερθεί φυσιολογικά; Πώς αυτά τα παιδιά που κλήθηκαν να υποταχθούν και να υποβληθούν σε αυτό τον όλεθρο να καταφέρει να ερμηνεύσει τα γεγονότα, πώς μπορεί μία αθώα ψυχή να κατανοήσει έστω και λίγο την βιαιότητα και την αγριότητα του ανθρώπου και πώς θα μπορέσει τελικά να μείνει μέσα του ζωντανή η φλόγα της ζωής για ένα καλύτερο μέλλον;
Τα παιδιά αυτά, με την ανάμνηση έντονη στα μάτια τους και με την ψυχή τους πληγωμένη από την ασιτία, την απανθρωπιά, τη σκληρότητα και όλα τα δεινά, μπόρεσαν ύστερα από τον πόλεμο και οδηγήθηκαν σε έναν άλλο τόπο που δεν είχε ουδεμία σχέση με το κολαστήριο του Μπούχενβαλντ, όμως πριν μεταφερθούν εκεί τα πράγματα δεν ήταν ρόδινα. Και ύστερα από την επανένταξή τους πάλι ήρθαν αντιμέτωπα με τις δυσκολίες της ζωής και εκεί προσπάθησαν μήπως και μπορέσουν να βρουν τον εαυτό τους. Τα όσα αναλύονται στο βιβλίο σχετικά με τα παιδιά απηχούνται σε ένα από εκείνα που χρόνια μετά θυμούνται τον εαυτό τους να υποφέρει και να μην ξέρει πού πηγαίνει. Χαρακτηριστικά διαβάζουμε στον πρόλογο του βιβλίου από τον ίδιο τον επιζώντα, λόγια που είναι συγκινησιακά φορτισμένα: “Ήμουν και εγώ εκεί. Είμαι ένα από τα παιδιά που επέζησαν από το Ολοκαύτωμα. Μεγάλο μέρος του το έζησα ως εργάτης-σκλάβος σε εργοστάσια που προμήθευαν με πολεμικό υλικό τον γερμανικό στρατό. Και μετά, όταν οι Γερμανοί άρχισαν να χάνουν τον πόλεμο, με μετέφεραν στοιβαγμένο μέσα σε βαγόνια φτιαγμένα για ζώα από την Πολωνία στη Γερμανία, ώσπου κατέληξα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ, λίγο έξω από τη Βαϊμάρη”.
Θα αναρωτηθεί κάποιος πώς αυτά τα παιδιά κατάφεραν να επιβιώσουν μέσα σε τέτοια βαγόνια, πώς πολλά από αυτά βρήκαν κουράγιο και δύναμη εσωτερική για να μείνουν με το ηθικό τους ακμαίο και όσο το δυνατόν να προσπαθήσουν να υπερασπιστούν ό,τι πιο πολύτιμο είχαν, τη ζωή τους. Τόσο ο Έλι Βίζελ όσο και ο Ρόμεκ Βάισμαν, που επέζησαν και ξεπέρασαν με κάποιο τρόπο την αγριότητα των όσων έζησαν, είναι για εμάς μαθήματα για το τι έχουμε ως προτεραιότητα, για τι παραπονιόμαστε και με τον σύγχρονο τρόπο ζωής τι ακριβώς θα πράτταμε αν βρισκόμασταν – ελπίζω πως όχι – στη θέση τους. Αυτά τα παιδιά είχαν όνειρα, είχαν σχέδια, ήταν χαμογελαστά όπως τα βλέπουμε και στις φωτογραφίες και η αθωότητά τους, η αγνότητά τους ίσως ήταν αυτά, που παρά τα όσα πέρασαν, κατάφεραν να τα επαναφέρουν στην πραγματικότητα και την κανονικότητα. Ένα από αυτά αναφέρει: “Μας διέταξαν να μπούμε σ’ ένα λεωφορείο που περίμενε στο δρόμο – ένα συνηθισμένο παρισινό λεωφορείο, μόνο που ήταν γεμάτο μόνο με Εβραίους”.
“Μετρούσα επίσης τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι ναζί για τους Εβραίους. Untermenschen. Ήμασταν οι Untermenschen, οι υπάνθρωποι. Συνειδητοποίησα πως από ένα σημείο και έπειτα είχα αρχίσει να πιστεύω κατά γράμμα τα λόγια τους”
“Πίστευα πως η παγωνιά του χιονιού και ο χειμωνιάτικος άνεμος θα έσβηναν γρήγορα τη φωτιά που είχαν ανάψει τα ανταρτόπουλα”