Ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ όπως ο Μπαλζάκ, ο Λακλό και άλλοι συγγραφείς του 19ου αιώνα, μπορεί να θεωρηθεί ως ένας από τους διαμορφωτές της φιλοσοφικής λογοτεχνίας που πραγματεύεται το θέμα των σχέσεων και δη του έρωτα, γιατί ο Ναμπόκοφ δεν γράφει απλώς, αλλά παράλληλα στοχάζεται. Ο έρωτας είναι ικανός για όλα, έχει εκείνο το μαγικό ραβδί να συγχωρεί αλλά και να κατακεραυνώνει, να σμίγει μικρούς και μεγάλους εραστές σε ένα παιχνίδι δίχως τελειωμό, χωρίς αναισθητικό, σαν τα σύννεφα που χορεύουν στο ρυθμό του ήλιου και εκείνος λατρεύει να παίζει πίσω τους το δικό του κρυφτό μέχρι να τους αποκαλυφθεί. Ο έρωτας είναι λυτρωτικός, είναι επαναστατικός, έχει εκείνη την σκόνη που διώχνει πάνω από τους διστακτικούς το μικρόβιο της αμφιβολίας ακόμα και σε δύσκολες περιστάσεις.
Ένας ήρωας θολωμένος και τυφλωμένος από έναν παράνομο έρωτα πελαγώνει και προβληματίζεται
Είναι γεγονός πως όσο και αν οι εποχές αλλάζουν, οι άνθρωποι συνεχίζουν να πράττουν με την ίδια ευκολία και άνεση τα ίδια λάθη σαν να μην έμαθαν ποτέ, γιατί πολύ απλά είναι τρωτοί και αδύναμοι. Ο έρωτας τροφοδοτείται απόλυτα από την νεφελώδη περιδίνησή του στο πουθενά και στο παντού, αιωρείται στα φύλλα της αμφισβήτησης και δέχεται την τροφή των ερωτευμένων που κάθε φορά αναρωτιούνται για τον έρωτα του συντρόφου τους και μήπως αυτός ή αυτή έπαψε να αισθάνεται κάτι για εκείνους. Στην περίπτωση όμως που χαθεί αυτή η ακατάπαυστη «αντιπαλότητα» στην πορεία προς την καθολική κατάκτηση, αν εξαφανιστεί ο πολιορκητικός κλοιός που σφυροκοπά τους ερωτευμένους και τους θέτει ένα αίσθημα ενδελεχούς απορίας στο βλέμμα και το μυαλό, τότε ο έρωτας παίρνει άλλη μορφή, αποχρωματίζεται, αδυνατεί, ξεθωριάζει και γίνεται συνήθεια. Για παράδειγμα, ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ στην Αυγουστίνα ντε Βιλμπλανς (1788) θα δηλώσει πως «αν ο έρωτας δεν έκανε συχνά θαύματα, δεν θα τον είχαμε θεοποιήσει».
Κεντρικό χαρακτηριστικό που ορίζει αυτό το μυθιστόρημα, ένα αριστούργημα λογοτεχνικής φύσεως και ένα κείμενο που ο ίδιος είχε πει πως του δημιουργεί τη μεγαλύτερη ευτυχία, είναι το πεπρωμένο του ήρωά του και οι συνέπειες που ακολουθούν. Ο ήρωάς του είναι σάρκα και αίμα της τρωτής ανθρώπινης μοίρας που ορίζεται από τα τωρινά και παρελθοντικά πάθη του έρωτα και του πόθου. Είναι όμως και ένα θύμα της ίδιας του της ύπαρξης, ένας σχοινοβάτης των ονείρων του, ένας ηνίοχος του οποίου το άρμα δεν δύναται να οδηγηθεί ορθόδοξα και για αυτό παρεκκλίνει και χάνει τα πατήματά του. Μοιάζει χαμένος στον δρόμο για τον έρωτα και χαμένος στη μετάφραση για τον πόθο που όμως που δεν του επιστρέφεται από την Σόνια. Εκείνος επιμένει με επιμονή και υπομονή να τραβήξει την προσοχή της, να προσελκύσει το βλέμμα της χωρίς όμως την απαραίτητη ανταμοιβή. Ο Ναμπόκοφ τον ντύνει με το πέπλο ενός νέου Ρωμαίου που μένει χωρίς την Ιουλιέτα του.
Πρόκειται για έναν ήρωα καθαρά τσεχοφικό, παρμένο από μια άλλη εποχή που επανασυστήνεται στον σύγχρονο άνθρωπο, γιατί οι εποχές μπορεί να αλλάζουν αλλά μην ξεχνάμε πως οι άνθρωποι θα κάνουν πάντα τα ίδια λάθη. Η αφηγηματική ευφυΐα του Ναμπόκοφ και η λογοτεχνική του δεξιότητα αποκαλύπτονται με υπέροχο και μοναδικό τρόπο άλλη μία φορά ενώπιόν μας και τον κατατάσσουν αναμφίβολα ως έναν από τους κορυφαίους του είδους. Η Μάγδα, όπως και η Μάργκοτ στο βιβλίο του “Το γέλιο στο σκοτάδι”, είναι για τον ήρωα το πρόσωπο κλειδί στη ζωή του μα παράλληλα είναι και η ταφόπλακα της αξιοπρέπειάς του καθώς αδυνατεί να αντισταθεί στον πειρασμό να την υπηρετήσει, να την αφήσει να τον εξουσιάσει μέχρι τελικής πτώσης.
Ο Ναμπόκοφ καταφέρνει να μας κάνει κοινωνούς της μοίρας του ήρωά του και να μοιραστεί μαζί μας το πεπρωμένο του που μοιάζει αναπόφευκτο, μοιάζει σαν ένα αυτοκίνητο που ήδη κατευθύνεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς το γκρεμό ονειροπαρμένος από μια πραγματικότητα που δεν έχει επιστροφή. Διακρίνεται μια ομοιότητα μεταξύ της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και του έργου του Ναμπόκοφ καθώς διαβάζοντας το βιβλίο αναμένουμε αναμφίβολα και την έλευση της κορύφωσης, σαν ο χορός να ακούγεται από πίσω υπόκωφα ενώ η πλοκή συνεχίζει να διαδραματίζεται. “Ο Κρέτσμαρ μ’ εκείνη την άμεση συναισθηματικότητα, που διακρίνει μερικούς εύπορους ανθρώπους, φαντάστηκε ξαφνικά τη δυστυχία και τη σκληρή ζωή… […] Η Μάγδα βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση που ο Κρέτσμαρ δεν τόλμησε να την κοιτάξει […] Ο μελαχρινούλης μικρός του ξενοδοχείου που τους ακολουθούσε στεκόταν λοξά μπροστά τους”.
Ο ήρωας του Ναμπόκοφ, όπως όλοι οι ήρωές του στα μυθιστορήματά του, μοιάζουν με ανδρείκελα, με πρόσωπα που θυμίζουν τους πίνακες του Τζόρτζιο ντε Κίρικο, ανθρώπους που είναι παρασυρμένοι από το πάθος και τον πόθο τους και βρίσκονται σε διαρκή σύγχυση και ανησυχία, σε τέτοιο βαθμό που αδυνατούν να λάβουν με σύνεση μια σωστή απόφαση. Για αυτό και ο Κρέτσμαρ, πατάει σε δύο βάρκες μα κανείς δεν γνωρίζει πότε θα έρθει η ώρα που θα βουλιάξει από την ανισορροπία που τον διακατέχει. Είναι ένας άνθρωπος όμηρος των αποφάσεών του, σωστές ή λάθος είναι κάτι πολύ υποκειμενικό για να το κρίνει κάποιος. Σε κάθε περίπτωση, η παράλληλη σχέση με τη Μάγδα αποτελεί για αυτόν ένα γόρδιο δεσμό και έναν δυσεπίλυτο γρίφο που αναζητά λύση επειγόντως καθώς ο κατήφορος είναι ένας δρόμος δίχως επιστροφή.
“Δεν έβλεπε τίποτα και δεν άκουγε τίποτα, τόσο ήταν αναστατωμένη από ευτυχισμένη ανυπομονησία”
“Άκουσε, Μάγδα, πες μου, σκοπεύεις παρ’ όλα αυτά, να έρθεις μια μέρα σπίτι μου; Αλίμονο, οι επισκέψεις μου εδώ είναι πιο διασκεδαστικές, μα ποιο τ’ όφελος;”