Είχες εγγεγραμμένη τη μουσική στην ψυχή σου ακόμα πριν γεννηθείς, είχες τις νότες να σε συντροφεύουν ήδη από την κούνια σου και το αυτί σου αντί να ακούει ήχους οικείους σε μωρά και κουδουνίστρες είχε για ρεπερτόριο θεόπνευστες μελωδίες. Βόλφι υπήρξες ιδιοφυής, ένας μέγιστος μουσικός, ένα παιδί θαύμα σαν αυτά που γεννιούνται κάθε τόσο για να μας θυμίζουν πως ο άνθρωπος είναι περίεργο ον, είναι ικανός για το καλύτερο μα και για το χειρότερο. Με το πιάνο ξεκίνησες την παιδική σου ηλικία ήδη από πολύ νωρίς, εκεί επένδυσες όλο σου το χρόνο, άκουγες ήδη τη μουσική να ηχεί και να σε εξουσιάζει γιατί είχες ήδη αποφασίσει πως αυτός ήταν ο κόσμος σου, αυτό ήταν το σύμπαν σου. Τα χέρια σου, απαλά και μαλακά, χάιδευαν το πιάνο ενώ το κοινό ήδη μαγευόταν από τη μουσική σου πανδαισία, από αυτό το εξαίσιο άγγιγμα της θείας έμπνευσης που αφέθηκε πάνω σου. Όλα όμως έχουν, σε αυτή τουλάχιστον τη ζωή, το τίμημά τους και εσύ δυστυχώς το πλήρωσες αυτό ακριβά. Το πάθος σου για τη μουσική, η τελειότητά του που ποτέ δεν πέρασε απαρατήρητη δεν θα μπορούσε να μην γεννήσει φθόνο και ζήλειες, έναν αντίζηλο ανάξιο του μεγέθους σου, ανάξιο της καλοσύνης σου, μικρό ως προς τις δικές σου δυνατότητες και επαρμένο αλαζόνα που έβαλε στόχο να σε διαβάλει. Ο Σαλιέρι δεν έπαψε να βρίσκεται απέναντι σε κάθε σου προσπάθεια να εδραιωθείς στα αυστριακά και ευρωπαϊκά σαλόνια, ήταν εκεί να σε υπονομεύει και να κινεί τα νήματα για να καταστρέψει την εικόνα σου με κάθε τρόπο και με κάθε ποταπό μέσο αφού ήταν ανίκανος να φτιάξει κάτι δικό του. Μα αναρωτιέμαι πώς είναι δυνατόν ένας τέτοιος ανθρωπάκος να συρρικνώσει και να εξαϋλώσει μια αυθεντική και αγνή προσωπικότητα όπως η δική σου, με τι όπλα μπορεί κάποιος να πολεμήσει την ευφυΐα, τη μουσική επανάσταση που είχε ήδη επιτελέσει το έργο σου, ένα έργο που έμοιαζε να γεννήθηκε από τον θεό Απόλλωνα. Φαντάζομαι εκείνον να παίζει λύρα και εσένα πιάνο σε μια μαγική συναυλία αφιερωμένη στο βασιλιά των θεών Δία. Βόλφι πόνεσες πολύ για την καλή σου, ήθελες να ζήσεις κοντά της και να την κάνεις ευτυχισμένη μα δεν σε άφησαν τελικά ούτε αυτό τον έρωτα να γευτείς. Αν κάποιος εξαιρέσει τη μουσική που σε απελευθέρωνε, υπήρξες και εσύ καταραμένος ανάμεσα στους τόσους που πέρασαν ανά τους αιώνες δια πυρός και σιδήρου και σύρθηκαν στα χαρακώματα. Οι νότες και οι μελωδίες ξεπηδούσαν μέσα από το μυαλό σου και δεν είχαν ακόμα γραφτεί όταν τις έπαιζες, δεν καθόσουν να ακολουθείς παρτιτούρες και αυτό τον Σαλιέρι τον εξόργιζε, αυτόν που κάθε βράδυ πάσχιζε να ξετρυπώσει μανιωδώς τρόπους για να σε ξεπεράσει. Μα δεν συνέβαινε ποτέ και αυτό δεν το άντεχε, έτσι που έσκιζε τα ιμάτιά του, σερνόταν στα πατώματα, ούρλιαζε από φθόνο και εφεύρισκε διάφορους τρόπους για να σε εξοβελίσει και να σε ποδοπατήσει. Ήσουν όμως ψηλά Βόλφι, ένα πρόσωπο σε βάθρο θεϊκό να ατενίζει από τον Όλυμπο της μουσικής σου αυτόν τον τσαρλατάνο μπαγαπόντη με την σάπια ψυχή και την ακόμα πιο επιφανειακή μουσική. Είχες ήδη εξυψωθεί στα ουράνια ακόμα πριν γράψεις το Ρέκβιεμ, αυτή την παραδεισένια μελωδία γεμάτη από στιγμές της ζωής σου που είδες να παίζεται εμπρός σου όταν την έγραφες. Είχες ήδη αγγίξει το θείο με τις συμφωνίες σου, το χέρι σου σαν εκείνο του Θεού στην Καπέλα Σιξτίνα έδινε τα ακόρντα και γλύκαινε την ατμόσφαιρα ενώ εσύ με τα δάκτυλα σου να τιθασεύεις τα πλήκτρα έπαιζες μόνο σου ερχόμενος από ένα άλλο δικό σου προσωπικό σύμπαν και έδινε εντολές στο πιάνο να ακολουθήσει τα βήματά σου. Η συμφωνία με το θείο χάρισμα ήταν ήδη δρομολογημένη αλλά με εμπόδια και τα βάδισες ένα ένα με αγώνα και σθένος, δίχως να λυγίσεις παρά μόνο από την ασθένεια. Νύχτες αγρύπνιας, νύχτες δημιουργίας, νύχτες αγωνίας, νύχτες ατελείωτες με χαρτιά που είχαν ήδη εγγραφεί στο σκληρό σου δίσκο μα έπρεπε για τυπικούς λόγους να αποτυπώσεις όλα αυτά τα αξιοθαύμαστα για να τα έχουν οι μουσικοί και οι επόμενες γενιές. Ο Σαλιέρι σου έκανε πόλεμο κηρυγμένο και σε ανάγκαζε να οφείλεις να τον αντιμετωπίσεις συνέχεια, είχε ήδη διαμορφώσει την σκευωρία και έπαιζε στα δάκτυλα τις νότες της συνωμοσίας που θα αμαύρωνε το όνομά σου. Δεν άντεχε να σε βλέπει να διαπρέπεις, δεν μπορούσε να ξεπεράσει τη μικρότητά του και για αυτό λειτούργησε ως μια μόνιμη σκιά που διέλυσε όμως σχεδόν καθετί στο διάβα του, σαν εντεταλμένος διάβολος που θέλει να διώξει από την έδρα τους Αγγέλους. Κάθε σου μελωδία και θάνατός του, κάθε νότα και μια υπενθύμιση της ανικανότητάς του να αναμετρηθεί με σένα Βόλφι, αυτό όμως ήταν και το σημάδι της δικής σου ταφόπλακας που όλο και σε βύθιζε. Βλέπεις Βόλφι κάθε δημιουργός του δικού σου βεληνεκούς δεν σταματά να σκέφτεται μόνο το καλό, μόνο τη μουσική και τις δυνατότητές της ως ένα άνθος που ποτέ δεν μαραίνεται. Είναι άλλο πράγμα να φτιάχνεις συμφωνίες και να σου έρχονται μέσω ενός μουσικού Αγίου Πνεύματος και είναι άλλο να έχεις αφιερώσει ψυχή τε και σώματα και κάθε ικμάδα του εαυτού σου για να πλήξεις εκείνον που σου υπενθυμίζει τη μικροπρέπειά σου, ο Σαλιέρι πήρε λάμψη από το ονόμά σου και κύρος που δεν περίμενε. Ο κόσμος σου, οι άνθρωποι δηλαδή που συνέρεαν ήδη από νωρίς να σε ακούσουν είχαν εκστασιαστεί με το παίξιμό σου, με την άνεσή σου, σαν να είχες γεννηθεί με ένα πιάνο στη μήτρα της μητέρας σου και να γνώριζες τα πάντα πριν καν έρθεις στη γη. Αυτός ο κόσμος, το κοινό, το γνωρίζον και το μη γνωρίζον είχε αναγνωρίσει πως είσαι κάτι πολύ διαφορετικό, είσαι ένα αστέρι που ήρθε για να μείνει και να λάμψει με αυτό το αυτόφωτο που σε χαρακτήριζε. Ήσουν πάντα μετρημένος, λιτός και μα και αριστοκρατικός, ποτέ δεν ζήτησες επαίνους, ποτέ δεν είχες πάνω σου κάτι το εξεζητημένο μα με τις συμφωνίες σου, που η μία ξεπερνούσε την άλλη, είχες θέσει τον πήχη τόσο ψηλά που ο θρόνος ήταν μόνο δικός σου. Μα και αυτό το χαμόγελο της τύχης δεν το εκμεταλλεύτηκες, την επιτυχία δεν την χάρηκες όσο μπορούσες και ήθελες, ακούραστε υπηρέτη της μουσικής, μέσα στο μυαλό σου χοροπηδούσαν νότες, τις εγκυμονούσες και δεν αργούσες να τις δεις να γεννιούνται σαν μικρά μωρά. Η μουσική σου διαδρομή ένα ατελείωτο ποτάμι που ποτέ δεν σταματούσε να κυλά, σαν το αίμα που ρέει στις φλέβες σου. Το πιάνο ήταν η δεύτερη φύση σου, η κατοικία σου, ο τόπος ξεκούρασης και λύτρωσης της ψυχής σου και σαν η αγριότητα και η βαρβαρότητα έφτασε το κατώφλι σου τότε εκεί κατέφευγες, εκεί φώλιαζες όπως το μικρό σπουργίτι που κουρνιάζει στη φωλιά της μητέρας του για να προστατευτεί από τις καταιγίδες. Η πλάση ήταν ένα με τη μουσική σου αλλά ο κόσμος των ανθρώπων, ανθρώπων σαν τον Σαλιέρι και τους ομοίους του σε βασάνιζε κατά βάθος. Αρρώστησες νωρίς και τότε ήταν που ανάβλυσε το δικό σου Ρέκβιεμ, αυτό που έλεγες πως θα είναι τελικά το δικό σου. Η μουσική σου όμως ήταν ανέκαθεν μια γιορτή ζωής, ένα γλέντι χαράς για μια άνοιξη που μόλις άρχισε να πετάει τα φύλλα της. Με τέτοια ακρίβεια, με τέτοιο κέφι, με τέτοια μαεστρία δεν βίαζες καμία κατάσταση και σαν το θρόισμα των φύλλων που δημιουργεί ήχους σε μια φύση που μόλις έγινε δεκαοχτώ έτσι και εσύ έσπειρες με τους ήχους σου την απανταχού αγάπη, ένα συναίσθημα αλλεγρίας, μια αγαλλίαση των ουρανών που έσμιξαν για να ερωτευτούν οι ερωτιδείς μέσα στα δικά σου τρυφερά χέρια. Έτσι αβίαστα δεν άφησες ερωτηματικά να σε αμφισβητήσουν και όταν ήθελες να μιλήσεις εκτός από λίγα λόγια μίλαγες με τις νότες σου απλωμένες στο πεντάγραμμο όπως τα πουλιά ήταν παραταγμένα πάνω στα κλαδιά. Από πού άραγε αντλούσες τέτοια ενέργεια, ποια Μούσα ήταν άραγε παρούσα στη γέννησή σου, ποιες μοίρες ήρθαν την πρώτη νύχτα και σε κοίμισαν και κάτι στο αυτί σου ψιθύρισαν. Βόλφι αυτό το μυστήριο της θεϊκής σου διάστασης ακόμα ερμηνεύεται και κανείς δεν είναι σε θέση να δώσει μια σαφή απάντηση. Ναι μπορεί οι γονείς σου να είχαν μουσική παιδεία, ειδικά ο πατέρας σου, μα σε ηλικία 5 ετών να είσαι ήδη σε θέση να συνθέτεις έργα αυτό είναι κάτι που κανένας Σαλιέρι δεν θα ήταν σε θέση να αντέξει. Μπροστά σε αυτοκράτειρες και σε βασίλισσες, μπροστά σε υψηλά ιστάμενα πρόσωπα της αυλής είχες κληθεί να παίξεις και η χάρη σου άφηνε όλους άφωνους και θαμπωμένους. Εσύ όσο μεγάλωνες είχες αυτό το συναίσθημα της μη ικανοποίησης γιατί στόχευες ψηλά, η τέχνη σου ήταν τα πάντα για σένα και κανείς δεν θα μπορούσε να σου την στερήσει. Και μέσα σε όλο αυτό το θεϊκό μονοπάτι των συμφωνιών σου πάντα ενυπήρχε, ειδικά προς το τέλος, μια υφέρπουσα μελαγχολία, μια υποδόρια λύπη, μια θλίψη για όσα θα συνέβαιναν, σαν κάτι να είχες μυριστεί από το άρωμα της δύσης. Είχες και εσύ έφεση στα τυχερά παιχνίδια και ξόδευες μέρος των χρημάτων σου εκεί σαν ένα είδος απόλαυσης ή και σαν μια προσπάθεια λήθης, μια κάποια διασκέδαση που σε έσωνε από την συγκυρία της αντιζηλίας με τον ραδιούργο Σαλιέρι. Μπορεί ο θάνατός σου να σκόρπισε παντού θλίψη και όλοι να μιλούν για την αυλαία που τώρα έκλεισε ξαφνικά και μια για πάντα, μα όπως όλους η μοίρα μας είναι εκείνη που μας προκαθορίζει τα μελλούμενα και εσύ είχες ήδη το προαίσθημα πως το τέλος σου γραφόταν την ώρα που δημιουργούσες. Κάποιο πάλι θεϊκό σημάδι, σαν βιβλική φωνή, μίλησε μέσα σου και έδιωξε τα σύννεφα που είχαν μαζευτεί στην ψυχή σου και άνοιξες φτερά για το αιώνιο μουσικό ταξίδι, εσύ ηρωικέ Βόλφι, εσύ που τώρα άφησες τη μουσική δίχως τον σωτήρα και πατέρα της και εκείνο το πιάνο που δεν θα ξαναγευτεί και δεν θα ξαναδεχτεί τα μαγικά σου δάχτυλα που τόσο περιμένει.
—————————————————————————
Ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ (1756-1791) ήταν Αυστριακός μουσικός και ανήκε στο κίνημα του Βιεννέζικου κλασικισμού μαζί με τον Χάυντν, τον Μπετόβεν και τον Σούμπερτ. Ήδη από πολύ μικρή ηλικία είδε το άστρο του να λάμπει και να συνθέτει συμφωνίες, οι οποίες μάλιστα παρουσιάστηκαν ενώπιον της αυτοκράτειρας Μαρίας Θηρεσίας. Ταξίδεψε και έπαιξε στα μεγαλύτερα σαλόνια της εποχής, στο Παρίσι, στη Χάγη, στη Γενεύη, στο Μόναχο όπου διέπρεπε με τις εμφανίσεις του. Ήρθε σε επαφή με μεγάλους μουσικούς της εποχής μα στην πορεία άφησε το δικό του στίγμα συνθέτοντας εκτός από συμφωνίες, άριες, όπερες, σονάτες, μουσικές δωματίου και άλλες παραλλαγές έργων και μάλιστα έπαιζε δίχως παρτιτούρες. Είχε ήδη παρουσιαστεί ως διοργανωτής συναυλιών, ως βιρτουόζος πιανίστας αλλά και ως μέλος ορχήστρας σε ιδιωτικές συναυλίες (ακαδημίες), είτε ως μαέστρος είτε ως συνθέτης. Δον Τζιοβάνι, Ρέκβιεμ, Μαγικός αυλός και οι Γάμοι του Φίγκαρο είναι μόνο μερικά από τα έργα που σήμερα λίγοι δεν γνωρίζουν.