Τα γεγονότα που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου πολέμου και οι ιστορίες που κατόπιν εορτής αποκαλύφθηκαν μετά το πέρας αυτού του ολέθριου πολέμου είναι πραγματικά ατελείωτες και δίνουν τροφή για λογοτεχνική καταγραφή εκτός από την ιστορική τους αποτύπωση. Ο Αφίνιτυ Κόναρ ξεδιπλώνει το κουβάρι μιας ακόμα ανατριχιαστικής ιστορίας από τις πολλές που έχουμε διαβάσει και ακούσει, από εκείνες που σε κάνουν να ντρέπεσαι που είσαι άνθρωπος. Σκληρή περιγραφή γεγονότων μα πραγματική, η ιστορία αυτή πιάνει το νήμα ενός αρρωστημένου ατόμου που έσπειρε τον θάνατο και την φρίκη μόνο και μόνο από τον σκοταδισμό και την μοχθηρία της ψυχής του. Ήταν ένα από τα εξέχοντα μέλη αυτού που γνωρίζουμε ως ιθύνοντες νόες του Τρίτου Ράιχ, αυτής της εγκληματικής ομάδας που εξολόθρευε ανθρώπους άλλων φυλών.
Ένας “γιατρός” στην υπηρεσία της εξόντωσης αθώων ψυχών που καταδικάστηκαν ερήμην
Ένας αδίστακτος και φιλόδοξος γιατρός ενσαρκώνει στο πρόσωπό του όλα εκείνα τα σκοτεινά και απάνθρωπα που κανείς δεν μπορεί να φανταστεί. Αφανίζει ενήλικες, παιδιά, ηλικιωμένους, Εβραίους και παρείσακτους σύμφωνα με τη δική του θεώρηση και όταν ρωτάται ακόμα και μετά από χρόνια από τον γιο του αρνείται να παραδεχτεί πως διέπραξε το οποιοδήποτε έγκλημα, δεν αναγνωρίζει επ’ ουδενί τις άνομες και ολέθριες πράξεις του, απλά ξεδιπλώνει την αρρωστημένη του σκέψη και υπερασπίζεται τον εαυτό του, η απόλυτη παράνοια στο πρόσωπο αυτού του “αγγέλου του θανάτου” όπως συνήθιζαν να τον αποκαλούν. Αυτός είναι ο Γιόζεφ Μένγκελε στον οποίο αναφέρεται ο συγγραφέας ξετυλίγοντας το νήμα της άνομης και εγκληματικής του δράσης.
Στον “κήπο” του Γιόζεφ Μένγκελε, όπως ονομαζόταν το πεδίο εξόντωσης, θα παιχτεί ένα ακόμα επεισόδιο των όσων εκτυλίχθηκαν τον καιρό του πολέμου, μια ακόμα θλιβερή και απάνθρωπη συγκυρία που έστειλε στον τάφο τον εβραϊκό πληθυσμό ολόκληρης της Ευρώπης. Ο ίδιος με την ανοχή και την έγκριση του καθεστώτος θα προχωρούσε σε ανείπωτες τραγωδίες που η μία διαφέρει από την άλλη. Εν προκειμένω πρόκειται για δύο αδελφές, δύο κορίτσια από τα πολλά που βρέθηκαν στα χέρια αυτού του εγκληματία πολέμου, δύο αθώες ψυχές που είχαν την κακή τύχη να εκτοπιστούν στο Άουσβιτς. Ο ίδιος δίχως ενοχή μα και κανένα είδος τύψεων δρούσε ανενόχλητος καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου ασκώντας την ιατρική του επιστήμη υπηρετώντας όμως το κακό. Το κυνηγητό για την αναζήτησή του για τον χαμό της Περλ και για τον δίδυμο αδερφό του Φέλιξ είναι πια ένα στοίχημα με τη μοίρα μα και μια ανάγκη για την απονομή δικαιοσύνης ωστόσο είναι μια επιχείρηση μάταιη.
Ο ίδιος κατάφερε παράνομα να διαφύγει στην Αργεντινή και να περιδιαβεί, αν και πολλάκις καταζητούμενος και κυνηγημένος, σε πολλές χώρες της Λατινικής Αμερικής πάντα καλυμμένος πίσω από πλαστές ταυτότητες και διαβατήρια. Η ζωή του μετά τη διαφυγή του από την Ευρώπη θυμίζει ταινία κατασκοπείας και δεν είναι τυχαίο πως πολλά βιβλία και ταινίες εμπνεύστηκαν ή επικεντρώθηκαν στον βίο αυτού του περήφανου και πονηρού τυχοδιώκτη με την αμύθητη περιουσία. Ακόμα και στην Αργεντινή όπου κατέφυγε τα πρώτα χρόνια μετά το πέρας του πολέμου και παρέμεινε έως και τα μέσα της δεκαετίας του ’50 υποστηριζόμενος σθεναρά από το απεχθές καθεστώς του Περόν, δεν θα λησμονήσει την “τέχνη” του και θα προβεί σε εκτρώσεις και άλλες επεμβάσεις βάζοντας και επιβεβαιώνοντας με το νυστέρι του τη φήμη του δολοφόνου γιατρού αφού πράξεις και παραλείψεις του θα στοιχίσουν τη ζωή σε μεγάλο αριθμό γυναικών που δεν είχαν ιδέα σε ποιον εμπιστεύονταν την τύχη τους. Στα χρόνια του πολέμου αλλά και αργότερα ήταν ανένδοτος στον αγώνα του για εξάλειψη των δυνάμεων που απειλούσαν τη βόρεια φυλή.
Μέσα σε όσα περιγράφονται στο μυθιστόρημα είναι πασιφανές πως ο Μένγκελε ενστερνιζόταν πλήρως τις απόψεις του και ποτέ δεν αρνήθηκε το ορθό των πράξεών του οδηγώντας σε φρικτό θάνατο μέσω των στρατοπέδων συγκέντρωσης ολόκληρες γενιές ανθρώπων ασκώντας εν πλήρη γνώση του και χωρίς κανένα δισταγμό πειράματα και αδιανόητες χειρουργικές πρακτικές ακόμα και σε υγιή βρέφη σκορπώντας παντού τον θάνατο. Αν τα εγκλήματά του και οι άνθρωποι που τα υπέστησαν μπορούσαν να απεικονιστούν με κάποιο τρόπο, τα εξπρεσιονιστικά πορτρέτα των Νόλντε, Κοκόσκα και Σίλε αλλά και οι φιγούρες του “εκφυλισμένου” από το καθεστώς Μαξ Μπέκμαν είναι εκείνα που αποκαλύπτουν την βαναυσότητα της εξαθλίωσης και των φρικτών εγκλημάτων.
Αυτά που βρέθηκαν στο Άουσβιτς μα και σχεδόν σε όλα τα περίφημα στρατόπεδα συγκέντρωσης ή αλλιώς θανάτου ήταν μόνο σώματα σε αποσύνθεση, αποστεωμένα στόματα, χέρια και πόδια, άνθρωποι σε πλήρη ένδεια να υπομένουν έναν αργό θάνατο παρασυρμένοι από ένα μαινόμενο τέρας που ήταν αδηφάγο και διψούσε για αίμα και πόνο. Ο Μένγκελε βέβαια, έτσι άλλωστε ισχυρίζεται και ο ίδιος μέχρι τελικής πτώσης του, δεν αποτελούσε παρά ένα άξιο γρανάζι στη μηχανή απομόνωσης και εξολόθρευσης ανθρώπων, ένας ακούραστος στρατιώτης σε αποστολή για χάρη του Φίρερ. Ο Κόναρ, με αριστουργηματικό τρόπο μας μιλά για τους ανθρώπους που διαμελίζονταν στο όνομα κάποιας ιερής σταυροφορίας που μόνο το καθεστώς μπορούσε να συλλάβει και είναι δε εκπληκτικά αποκαλυπτικές οι σκηνές αφήγησης των κοριτσιών που αφηγούνται τα όσα πέρασαν στα χέρια αυτού του ανθρώπου τέρατος.
Οι άνθρωποι αυτοί, όπως η Περλ, ο δίδυμος αδερφός του Φέλιξ και τόσοι άλλοι ήταν αυτοί οι οποίοι κατά την κρίση των ναζιστών εγκεφάλων χάραξης αυτής της στρατηγικής δεν είχαν λόγο ύπαρξης, αποτελούσαν υπανθρώπους και βαρίδια. Είναι δε εκπληκτικά ισχυρό το όπλο της προπαγάνδας στην παγίδα και στα δίχτυα της οποίας μπλέχτηκαν τόσοι και τόσοι Γερμανοί, οι οποίοι αγνοούσαν τις φρικαλεότητες που λάμβαναν χώρα οργανωμένες μυστικά από αρρωστημένα μυαλά όπως αυτό του Μένγκελε. Ας προσευχηθούμε να μην ξανασυμβούν παρόμοιες τραγωδίες αν και με όσα συμβαίνουν σήμερα κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος.
“Ήμουν συνεπαρμένη. Για τον θάνατο που ήταν θρονιασμένος μέσα σε ένα χάπι που κρατούσα στο ίδιο μου το χέρι!”
“Έσπρωξα το μικρό δηλητηριώδες χάπι πάνω στις γραμμούλες της ανοιχτής παλάμης μου, περιμένοντας να ξεδιπλωθεί σαν σκαθάρι”