Η λογοτεχνία, μέσω γνωστών ή λιγότερο γνωστών εκπροσώπων της, ανέκαθεν υπήρξε ένας μοχλός και ένας ουσιώδης τρόπος ανάδειξης των κοινωνικών ζητημάτων και οι συγγραφείς μέσα από τα γραπτά τους και την αφήγησή τους καθρεφτίζουν με γλαφυρό και έμμεσο τρόπο όλα αυτά που συμβαίνουν στην κοινωνία, ανταποκριτές της οι ίδιοι μας καλούν σε συστράτευση και σε συλλογισμό. Ο Αμερικανικός εμφύλιος πόλεμος, ο πιο αιματηρός και καταστροφικός πόλεμος για τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, ήταν αποτέλεσμα μακροχρόνιων προβλημάτων μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, του Βορρά και του Νότου. Η χώρα είχε από καιρό διασπαστεί στα δύο με τις ανισότητες να προκαλούν από νωρίς, ήδη από την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα, διαμάχες και συγκρούσεις σε οικονομικό κυρίως επίπεδο. Από την μία πλευρά υπήρχε ο νότος με τις απέραντες εκτάσεις φυτειών βαμβακιού και από την άλλη ο Βορράς, ο οποίος διατηρούσε ένα άλλο παραγωγικό και οικονομικό μοντέλο βασισμένο στη βιοτεχνία και τη βιομηχανία.
Τα όσα εκτυλίχθηκαν σε αυτόν τον τόσο βάναυσο πόλεμο στιγμάτισαν μια για πάντα την αμερικανική κοινωνία και τα όσα αποκαλύπτει η Τζόουνς σε αυτό το καθηλωτικό μυθιστόρημα είναι αποκύημα εκείνων των ενεργειών και των αντιδικιών. Μην έχουμε αυταπάτες, μπορεί οι έγχρωμοι Αμερικανοί να πληρώνουν δεκαετίες τώρα το τίμημα της εκδίκησης των λευκών που επιθυμούν την χειραγώγησή τους ωστόσο μην λησμονούμε πως και οι δύο εκμεταλλεύτηκαν τους δούλους, οι έγχρωμοι στον Νότο, οι “λευκοί” στον Βορρά, ως το απαραίτητο εργατικό δυναμικό για την ανάπτυξη της οικονομίας τους. Δεν είναι μόνο η ζωή της Ούρσα που η συγγραφέας πραγματεύεται εδώ, είναι το ζήτημα της ανθρώπινης απώλειας, της πολιτικής αστάθειας όσο και της οδυνηρής κατάστασης της απεχθούς σκλαβιάς και της ανελευθερίας ανθρώπων που αγωνίζονται για τα δικαιώματά τους.
Η Ούρσα, όπως και τόσες άλλες γυναίκες σαν εκείνη, βίωσαν και βιώνουν αντίστοιχες συμπεριφορές και θα ήταν ευχής έργον σήμερα να έχουν όλα αυτά εξαλειφθεί μα η εξέλιξη είναι μια πολύ αργή και επίπονη διαδικασία που θέλει χρόνο και υπομονή. Ο βασανιστής Κορετζιντόρα που για τρεις γενιές αμαύρωσε τη μητέρα και την γιαγιά της Ούρσα είναι ο τύπος εκείνου του “ανθρώπου” που η συνείδησή του δεν του εμφυσά κανένα σεβασμό για τον ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία και δεν αντιλαμβάνεται ούτε στο κατ’ ελάχιστο τον όρο αξιοπρέπεια, με λίγα λόγια είναι ικανός για τα πάντα αρκεί να πετύχει τους πιο σκοτεινούς σκοπούς του. Πρόκειται για ένα κινούμενο τέρας με μηδαμινή αίσθηση της ελευθερίας του ανθρώπου, είναι ένας στυγνός εγκληματίας και ένας βιαστής γυναικών που δυστυχώς δεν έχουν τον τρόπο να τον αντιμετωπίσουν, είναι ένας άτιμος θρασύδειλος που καταπιέζει γυναίκες.
Η παρακάτω δήλωση του Λίνκολν είναι χαρακτηριστική του κλίματος κάθε εποχής: «Πρωταρχικός αντικειμενικός σκοπός μου σε αυτόν τον αγώνα είναι να διασώσω την Ένωση και όχι να διατηρήσω ή να καταργήσω την δουλεία. Αν μπορούσα να σώσω την Ένωση χωρίς να ελευθερώσω ούτε έναν σκλάβο θα το έκανα. Κι αν μπορούσα να τη σώσω ελευθερώνοντας όλους τους σκλάβους, θα το έκανα. Κι αν μπορούσα να τη σώσω ελευθερώνοντας μόνο μερικούς και αφήνοντας κάποιους άλλους, και πάλι θα το έκανα». Η ιστορία της Ούρσα, έτσι όπως την αφηγείται η Τζόουνς, σε αυτό το συγκλονιστικό, σκληρό μα τόσο αληθινό μυθιστόρημα, μαρτυρά έκδηλα την χειραγώγηση των έγχρωμων γυναικών, γυναικών που είναι ανυπεράσπιστες μπροστά σε αυτούς που επιθυμούν την εκμετάλλευσή τους και θεωρούν τις γυναίκες αντικείμενα στα οποία μπορούν να ασκούν εξουσία. Υπάρχει η βάσιμη θεωρία πως όταν κάποιος ασκεί βία σε ζώα σύντομα θα ασκήσει βία και σε ανθρώπους. Ταυτόχρονα είναι η απόδειξη των απάνθρωπων κοινωνικών επιταγών στις οποίες οι δύο πρωταγωνίστριες οφείλουν να υπακούσουν για να είναι αξιοπρεπείς στην κοινωνία.
Γυναίκες σαν την Ούρσα ουσιαστικά δεν έχουν την επιλογή της αναζήτησης άνδρα με βάση την καρδιά τους και την ψυχή τους, είναι υποταγμένες από την πρώτη στιγμή σε αυτό που τους υπαγορεύει ο περίγυρος. Είναι γυναίκες στιγματισμένες, είναι γυναίκες που τους επιβάλλεται τι και πώς πρέπει να πράξουν, είναι άβουλες όχι κατ’ επιλογή μα από ανάγκη γιατί αλλιώς θα είναι δακτυλοδεικτούμενες. Ουσιαστικά τα συναισθήματά τους υπάγονται στη λογική και δεν έχουν καν το περιθώριο να αντισταθούν. Ο κόσμος της Τζόουνς είναι σκληρός και άγριος, είναι ένας κόσμος φυλακή για γυναίκες όπως η Ούρσα που φέρει μνήμες από ένα όχι και τόσο μακρινό παρελθόν καθώς πρόλαβε να ακούσει τα όσα πέρασαν η γιαγιά της και η μαμά της στα χέρια αυτού του δολοφόνου ψυχών. Είναι εικόνες και λόγια που έρχονται στο μυαλό της αλλά και στιγμές τις οποίες φωτίζει για να αποκαλυφθεί όλη η αλήθεια για αυτές τις φρικιαστικές εμπειρίες που έζησαν στα χέρια του βασανιστή τους. Είναι αδιαμφισβήτητα έρμαια της τραγικής τους μοίρας να μην ορίζουν τις τύχες τους και δυστυχώς οι ίδιες υποχείρια ενός κατεστημένου, μιας ομερτά.
Η Τζόουνς περιγράφει μέσα από έναν μοναδικό στοχαστικό οίστρο τα γεγονότα και την αγωνία της Ούρσα που είναι η προσωποποίηση της γενναιότητας και του θάρρους, ενώ η συγγραφέας κατορθώνει μέσα από την αριστοτεχνική της αφήγηση να στηλιτεύσει τα όσα έρχονται εις γνώση της. Με τη φράση “Δεν με απασχολεί αν ο Θεός είναι με το μέρος μας. Αυτό που με απασχολεί περισσότερο είναι αν εμείς είμαστε με το μέρος του Θεού, γιατί ο Θεός έχει πάντα δίκιο” ο Αβραάμ Λίνκολν είναι εκείνος που είχε ήδη προβλέψει τον κίνδυνο της σκλαβιάς και η δολοφονία του ήταν και η ταφόπλακα σε όποια λύση και αν προσπαθούσε να δρομολογήσει. Η δήλωση της Ούρσα είναι δε χαρακτηριστική της βαναυσότητας σαν η ίδια μας λέει: “Ξάπλωσα, ένιωθα σαν να μου είχαν αφαιρέσει κάτι περισσότερο από μια μήτρα. Την ώρα που αυτός είχε κατέβει κάτω, είχα κοιτάξει τα ράμματα κατά μήκος της κοιλιάς μου. Όταν θα έφευγαν, θα γύριζα πίσω στη δουλειά και…”.
“Όταν έρθει η ώρα να μας ζητήσουν αποδείξεις, εμείς πρέπει να έχουμε αποδείξεις να καταθέσουμε. Αυτός είναι ο λόγος που έκαψαν όλα τα αρχεία, για να μην υπάρχουν αποδείξεις εναντίον τους”
“Είναι σημαντικό να φτιάχνουμε γενιές απογόνων. Μπορούν να κάψουν τα αρχεία, αλλά δεν μπορούν να κάψουν τις συνειδήσεις, Ούρσα. Αυτή είναι η απόδειξη. Έτσι θα βγει η ετυμηγορία”