Ο Βίλχελμ Ράιχ στο διαχρονικό και απαράμιλλο βιβλίο “Άκου ανθρωπάκο” έγραφε πως για να κερδίσεις την ευτυχία, πρέπει να παλέψεις για αυτήν. Ο Φάλαντα επιλέγει, όπως και μυθιστορήματά του, να γράψει ένα βιβλίο στο οποίο ψυχαναλύει τον ίδιο του τον εαυτό μέσα από όλα αυτά που πέρασε στη φυλακή αλλά και εκτός αυτής. Στην πραγματικότητα η φυλακή δεν ήταν το κελί στο οποίο έγραψε αυτό το ημερολόγιο, αλλά η ίδια του η χώρα μέσα στην οποία αισθανόταν φυλακισμένος και αιχμάλωτος ενός καθεστώτος δίχως καμία συμπόνια, δίχως κανένα έλεος. Ήταν ένας επώνυμος δημιουργός που κλήθηκε να αντιμετωπίσει μια κατάσταση πολιορκίας μόνο και μόνο επειδή τα όσα έγραφε δεν ήταν αποδεκτά από ένα απολυταρχικό σύστημα που όλα τα ήλεγχε. Παραδομένος και προδομένος από την ίδια του την πατρίδα ζει στο απόλυτο χάος μιας όλα όσα καταθέτει αγγίζουν τη δική του προσωπική ζωή και τους δικούς του προβληματισμούς από τους οποίους δεν κρύβεται.
Ένας μαχητής του πνεύματος που πάσχισε και πάλεψε να ακουστεί ο λόγος του
Ο συγγραφέας των συγκλονιστικών βιβλίων “Και τώρα, ανθρωπάκο” ή “Λύκος ανάμεσα σε λύκους” επίσης από τις εκδόσεις Gutenberg, είναι βιβλία στα οποία χρησιμοποιεί πρωταγωνιστές που ταυτίζονται με εκείνον ως το άλλο του μισό για να μας αφηγηθεί τις συγκυρίες της περιόδου εκείνης. Ο Φάλαντα στο ημερολόγιο αυτό περιγράφει τις συνθήκες κράτησης και το γεγονός πως έγραφε χωρίς όμως να έχει το δικαίωμα να δημοσιεύει. Αυτή ήταν η χειρότερη ποινή του μιας και αυτό το ημερολόγιο ήταν η ταφόπλακα για το ναζιστικό σύστημα και τα όσα εκτυλίσσονταν σε εκείνη την φυλακή όπου πέρασε την τελευταία περίοδο της ζωής του. Δεν αρκείται σε αυτό μόνο, βρίσκει τη μοναδική ευκαιρία να μιλήσει για όσα έζησε επί της προηγούμενης περιόδου, δηλαδή την άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού και υπό καθεστώς φόβου και τρόμου, όσα δηλαδή διαβάζουμε και στο “Μόνος στο Βερολίνο”. Στην πραγματικότητα, βίωσε μόνος μια ζωή γεμάτη ανελευθερία, καταπίεση και κυνηγημένος από ένα σύστημα που είχε καταστρατηγήσει κάθε δικαίωμα έκφρασης.
Βιβλία όπως αυτό είναι η κληρονομιά της γερμανικής σχολής του μεσοπολέμου στην οποία συγκαταλέγονται ο Τσβάιχ, ο Ροτ, ο Μπροχ και άλλοι, με την διαφορά πως ο Φάλαντα ήταν ο μόνος ή ίσως από τους λίγους που προτίμησαν να παραμείνουν στην Γερμανία εν μέσω πολέμου και να αποτυπώσουν ιδίοις όμμασι την παρακμή μίας ολόκληρης κοινωνίας, να γευτούν πικρά τους κανόνες της απαγόρευσης και της άρνησης, να στερηθούν την ελευθερία τους. Ίσως τελικά ένας και από τους λόγους του διεξόδου που προτίμησε ο Φάλαντα – ήταν εθισμένος στο ποτό και αυτό καταγράφει και στο τελευταίο του βιβλίο Ο Πότης το 1945 – για να ξεφύγει από τις εικόνες της ανθρώπινης αλλοτρίωσης και του ολέθριου ολοκληρωτισμού ήταν η διαφυγή στον δρόμο των ουσιών, είτε αυτό λέγεται αλκοόλ είτε ναρκωτικές ουσίες.
Ο Φάλαντα έρχεται και πάλι να θυμίσει το φάντασμα της μη ύπαρξης και της πάλης σε έναν κόσμο ανισοτήτων. Ο ίδιος πάλευε να βρει έναν λόγο να υπάρχει και να είναι χρήσιμος με τον ρόλο του συγγραφέα, μη αποδεχόμενος ταυτόχρονα την κατεύθυνση της χώρας του. Είναι όμως αναμφίβολα και ένα φιλοσοφικό και στοχαστικό εγχείρημα αυτό το βιβλίο για να καταδείξει την αθλιότητα των ανθρώπων όμοια με εκείνη των Αθλίων του Ουγκό, μια ανθρώπινη καταβύθιση στην παρακμή των κοινωνικών αξιών. Πρόκειται για έναν ανοιχτό πόλεμο με την έννοια της επιβίωσης σε έναν κόσμο που οδεύει σε αυτομαστίγωση και ο ίδιος ο Φάλαντα, όμηρος των εντολών και των διαταγών ενός αδηφάγου καθεστώτος, είναι η προσωποποίηση ενός ανθρώπινου δράματος δίχως τέλος, καθρέφτης μιας εποχής χωρίς ελπίδα, χωρίς μέλλον και χωρίς προοπτική. Ίσως αυτό το αδιέξοδο που έβλεπε και δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει τον οδήγησε και στην χρήση ουσιών, ένα μονοπάτι που τον οδήγησε και στον θάνατο το 1947.
Τα όσα μας αφηγείται ο Φάλαντα είναι απόρροια και της πολιτικής αβέβαιης κατάστασης που έχει βιώσει με την άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού και την πτώση της ανάπηρης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης που όπως η συνθήκη των Σεβρών ήταν εύθραυστη σαν πορσελάνη. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης βρίσκεται στο στόχαστρο της ανάλυσης του Φάλαντα για πολλούς και διάφορους λόγους που αξίζει να μελετηθούν. Αυτό το γυάλινο οικοδόμημα που εκπροσωπούσε η πραγματικά αδύναμη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, η οποία προσπάθησε να γεφυρώσει το χάσμα των εσωτερικών παλινωδιών, να ανορθώσει την οικονομία και να ανοικοδομήσει μια νέα Γερμανία δεν είχε δυστυχώς κανένα απολύτως μέλλον. Τόσο οι πολιτικές δυνάμεις που πρωταγωνίστησαν ή που προσπάθησαν να πρωταγωνιστήσουν, όσο και η κοινωνία που βρισκόταν στα όρια του χάους και της εξαθλίωσης, δημιουργούσαν ένα πολεμικό σκηνικό που δύσκολα μπορούσε να εξομαλυνθεί.
Μέσα σε αυτήν την συγκυρία, ο εθνικοσοσιαλισμός που ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 έβλεπε μπροστά του πεδίο δόξης λαμπρόν, άρχισε να κερδίζει έδαφος γιατί υποσχόταν ένα νέο ξεκίνημα και μια επιστροφή σε μια ισχυρή Γερμανία όμοια με εκείνη του Μπίσμαρκ. Αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, ασυνεννοησία των κομμάτων, δυσχέρεια στην σύσταση κυβερνητικών συμμαχιών, έθεταν εν αμφιβόλω την κοινοβουλευτική δημοκρατία που κάποιοι πίστευαν πως μπορούσε να θεμελιωθεί πάνω σε γερές βάσεις και να λειτουργήσει πυροσβεστικά και να βγάλει την χώρα από το αδιέξοδο. Αυτό το σπουδαίο ημερολόγιο που κρατάμε στα χέρια μας δεν είναι λοιπόν μόνο ένας τρόπος να κατανοήσουμε την ψυχοσύνθεση ενός συγγραφέα σε πλήρη ψυχολογική διάλυση μα και ένας τρόπος ανάγνωσης των κρίσιμων ιστορικών γεγονότων που σημάδεψαν τόσο τον ίδιο όσο και την εποχή του.
“Πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας και το χειρότερο: υπάρχει η πιθανότητα και να τον χάσουμε αυτόν τον πόλεμο και να μας μείνει και ο Φύρερ”
“Τα κατάφερνα, όμως, αρκετά καλά στις μάχες που είχα να δώσω μέσα στη μέρα, δεν τις απέφευγα”