“Ένα πρωί ξύπνησα και είδα τον κόσμο να εξαφανίζεται. Όπως πάντα μετά τα πρώτα τιτιβίσματα των πουλιών, ήμουν ξαπλωμένη στο κρεβάτι μ’ έναν καφέ κι ένα βιβλίο. Διάβαζα για την ελευθερία και την παραίτηση. Και καθώς διάβαζα, τα μάτια μου άρχισαν να με εγκαταλείπουν. Αυτό κράτησε μέχρι αργά το απόγευμα – έβλεπα τον κόσμο να λιγοστεύει – μέχρι που το φως μετατράπηκε σιγά σιγά σε λυκόφως. Και μετά σε σκοτάδι” γράφει με πολύ γλαφυρό τρόπο η συγγραφέας Μέλι Κίγιακ ξεδιπλώνοντας το κουβάρι των όσων θα αφηγηθεί αργότερα για τη ζωή της και για την κατάσταση των στερεοτύπων που δρουν ενάντια στην αξιοπρέπεια μιας γυναίκας. Ο ρόλος της γυναίκας υπήρξε ανέκαθεν ένας γρίφος για δύσκολους λύτες, μια συνάρτηση χωρίς λύση. Η γυναίκα μέσα στην ιστορία υπήρξε ανέκαθεν το “αδύναμο” ον, το οποίο δεν σταμάτησε να γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από κάθε λογής αυταρχισμούς, αναξιοπρεπείς συμπεριφορές και άνανδρες εξάρσεις.
Μια γυναίκα αφηγείται τα συμβάντα που σημάδεψαν τη ζωή της και διαμόρφωσαν αυτό που είναι
Είναι εξαιρετικά αποκαλυπτικά τα όσα ξετυλίγονται μέσα από την αφήγηση της Κίγιακ, για μια γυναίκα που πάλεψε με θηρία και τέρατα κοινωνικής φύσεως για να εδραιώσει μια κάποια ελευθερία. Μας μιλά για την συγκυρία εκείνη όπου μια γυναίκα είναι δέσμια των συγγενών της, των γονιών της, του περίγυρού της και αδυνατεί να πάρει ανάσες, να νιώσει την υπόστασή της ακέραια και ανεξάρτητη όπως θα όφειλε ως ελεύθερος άνθρωπος. Η ελευθερία του ενός σταματάει εκεί που ξεκινά η ελευθερία του άλλου αναφέρει η διακήρυξη για την ελευθερία του ανθρώπου και όμως αυτό αποτελεί κατά γενική ομολογία κενό γράμμα. Η ίδια όπως καταθέτει αδυνατούσε πολλές φορές να αντιδράσει σε όσα υπέμενε και τα υπέμενε, το σώμα της είχε γίνει πολλές φορές πεδίο αναμέτρησης μεταξύ της αδηφάγου όρεξης ορισμένων και της δικής της επιθυμίας για υπομονή και συναίσθημα.
Είναι σκληρές και βάρβαρες οι περιγραφές της μα πάνω από όλα αληθινές, είναι η απόδειξη πως ως γυναίκα δεν μπορούσε να επιβάλλει τα θέλω της και τύχαινε, χωρίς τη θέλησή της φυσικά, να γίνεται θύμα συμπεριφορών απαράδεκτων που την καταδυνάστευαν. Πρόκειται για μια γυναίκα που βίωνε καταστάσεις περίεργες λόγω και του οικογενειακού της περιβάλλοντος. Είναι ένας τρόπος αυτό το βιβλίο να μας μιλήσει η συγγραφέας για τις συνήθειες και τις νοοτροπίες που δεν συνάδουν με τον σύγχρονο τρόπο ζωής και που αμφισβητούν ακόμα και την θέση της στην κοινωνία. Μας αφηγείται τη ζωή της ήδη από την πρώιμη αλλά και την ύστερη εφηβεία της, για τα γεγονότα που της συνέβαιναν. “Όταν δεν ήθελα κάτι, το υπέμενα μέχρι να μην μπορώ άλλο. Έπειτα επαναστατούσα, έμπηγα τις φωνές και το ‘βαζα στα πόδια αντί να εξηγηθώ. Μέσα μου η απόγνωση ήταν ανεξέλεγκτη. Ένα σώμα που αντιδρούσε, όχι ένα σώμα που μιλούσε”.
Αναφέρεται ανοιχτά σε όλα εκείνα τα επεισόδια που της έτυχαν στο δρόμο προς την γυναικεία της ολοκλήρωση και την άνοδο προς τον θρόνο της κανονικότητας της ζωής της. Τον νεαρό που δεν εμπιστεύτηκε και δίστασε να γνωρίσει, τον νεαρό εκείνο που εμπιστεύτηκε νομίζοντας πως είναι γνωστός και τελικά της ζήτησε να υπηρετήσει τις σεξουαλικές του ορέξεις με τέτοια απαράμιλλη ανήθικη διαχυτικότητα που η ίδια εξεπλάγη και σοκαρίστηκε. Το να είσαι γυναίκα είναι ένας άθλος τελικά και μια τεράστια ανηφόρα, πρόκειται για μια πρόκληση και μια πρόσκληση στην υπερπήδηση εμποδίων σε μια μαραθώνια διαδρομή όπου πρέπει να μείνει όρθια για να επιβιώσει. Οι αντιξοότητες και τα βάσανα πολλά για την συγγραφέα μα και το θάρρος και η τόλμη της να μιλήσει για αυτά είναι ένα βήμα πολύ γενναίο, είναι μια αυτολύτρωση, μια εξομολόγηση εκ βαθέων όμοια με αυτήν των γυναικών που πέφτουν θύματα βιασμού και στιγματίζονται για μια ζωή από τους θύτες τους, αναζητώντας μια νέα αρχή.
Θα μας μιλήσει όμως ανοιχτά και για όσες εμπειρίες την σημάδεψαν, όπως για παράδειγμα τα αναγνώσματα που στιγμάτισαν το είναι της και διαμόρφωσαν την προσωπικότητά της μέσα στα χρόνια. Με εξωστρέφεια και χωρίς φόβο αλλά με πάθος γίνεται η ίδια ο αγωγός μεταξύ του αναγνώστη και του άλλου μισού της: “Άργησα από κάθε άποψη να ωριμάσω. Αυτό που βίωνα με το κορμί μου, μου έκανε λιγότερη εντύπωση απ’ αυτό που διάβαζα. Η ανάγνωση του Τροπικού του καρκίνου του Χένρι Μίλερ μου προκάλεσε σύγχυση για μεγάλο διάστημα. Λιγότερο για όσα έγραφε, κυρίως επειδή τα έγραφε. Νύχτες ολόκληρες κλωθογυρίζοντας στο μυαλό μου το ερώτημα για ποιο λόγο υπήρχε ένα τέτοιο βιβλίο, γεμάτο σεξουαλικές περιγραφές παλαβών συνδυασμών και καταστάσεων”.
Η Κίγιακ μέσω αυτού του βιβλίου μιλάει εκ μέρους τόσων και τόσων γυναικών, εκπροσωπεί τις γυναίκες που πέρασαν τα ίδια με εκείνη, ειδικά τις γυναίκες των μειονοτήτων που παλεύουν και για έναν ακόμα λόγω ύπαρξης, να αναδειχθούν ως ικανές και επαρκείς να διαδραματίσουν έναν ρόλο ηγετικό στην κοινωνία. Η ίδια η συγγραφέας δεν σταματά να ανακαλύπτει, να φαντάζεται, να δημιουργεί, να διψά για ζωή και να μην διστάζει να βρίσκει διεξόδους, να διεκδικεί πάνω από όλα όσα αξίζει και όσα έχει δικαίωμα να έχει, τον έρωτα όπως η ίδια το επιθυμεί. “Ούτε μια φορά δεν είχα πλάσει στη φαντασία μου το γυμνό σώμα ενός άντρα πάνω στο δικό μου. Η γύμνια είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο”.
“Το πρώτο που κοιτάζω το πρωί είναι πότε δύει ο ήλιος. Κάποιες μέρες έχει συννεφιά, κι έτσι είμαι κι εγώ συννεφιασμένη”
“Ήταν η τρίτη φορά στη ζωή μου που ένας άντρας μού έκανε ένα δώρο. Το πρώτο δώρο το έλαβα από τον πατέρα μου, τη διαπαιδαγώγησή του. Το δεύτερο δώρο μού το έκανε ο εραστής με την πρώτη νύχτα. Το τρίτο δώρο μού το έκανε ο έρωτας της ζωής μου. Με άφησε να φύγω”