“Μια εποχή στην κόλαση: ένα κείμενο αναμφίβολα διαχρονικό, αλλά ιδιαίτερα κοντινό στην εποχή μας. Σήμερα που όλα παγκοσμιοποιούνται κι οι αποχρώσεις σβήνουν στη μεταμοντέρνα ύφεση και αφωνία, το Μια εποχή στην κόλαση ίσως να είναι το κατεξοχήν όχημα για μια καινούργια περιπέτεια, κολασμένη ή παραδείσια, διόλου πάντως χλιαρή και γκρίζα” θα γράψει στον πρόλογο της έκδοσης ο επιφανής μεταφραστής και συγγραφέας Χριστόφορος Λιοντάκης για να μιλήσει για αυτόν τον καταραμένο ποιητή που έφυγε τόσο νωρίς έχοντας προσφέρει τόσα πολλά. Ο Ρεμπώ, πολυμήχανος αλλά και άτακτος τόσο στις συναναστροφές του όσο και στην κοινωνική και επαγγελματική του δραστηριότητα, έζησε μια ζωή στην κόλαση της ανασφάλειας και της αστάθειας, μια ζωή στην περιπλάνηση, μια ζωή σαν μεθυσμένο καράβι για να θυμηθούμε μια άλλη ποιητική του συλλογή, μια ζωή τελικά βυθισμένη στην περιπέτεια που δεν του έβγαινε όμως σε καλό.
Ένας περιπλανητής και ένας διαβάτης ανήσυχος που έχει την γραφή ως μόνη λύτρωση
Υπήρξε κατά γενική ομολογία ένα παιδί ατίθασο αλλά συνάμα μελετηρό. Έχει τόση κλίση στην μάθηση όση και στην αταξία, ακροβατεί μεταξύ βραβείων σχολικών και συμμετοχής σε διενέξεις και τσακωμούς. Ο Ρεμπώ επιβεβαιώνει τις επαναστατικές του τάσεις, παρατάει το σχολείο και οδεύει προς το Παρίσι άγνωστος μεταξύ αγνώστων και κυριολεκτικά άφραγκος. Δραπετεύει από την καθημερινότητα που τον πνίγει στην επαρχία για να κυνηγήσει το όνειρο της καταξίωσης χωρίς να γνωρίζει αν θα το συναντήσει στο πολύβουο Παρίσι όπου καταλήγει για να συνδεθεί με κάποιον τρόπο και να τρυπώσει στην καλλιτεχνική κοινότητα της εποχής εκείνης. Αναζητά επίμονα την τύχη του στην Πόλη του φωτός και κάνει διάφορες δουλειές για να επιβιώσει.
Γνωρίζουμε πως η μητέρα του, η οποία είχε τόση αγάπη για εκείνον και με την οποία ο ίδιος είχε πολύ στενή σχέση, δεν έχει καμία ενημέρωση για αυτήν του την φυγή και είναι πολύ αυστηρή μαζί του, όταν κακήν κακώς εκείνος γυρνάει πίσω. Ο Ρεμπώ είναι και αυτός όπως και άλλοι δημιουργοί της εποχής ένα πνεύμα ανήσυχο, που δεν αρκείται σε αυτά που έχει και αρνείται να συνετιστεί καθώς αναζητά το όνειρό του, ίσως ένα όνειρο απατηλό. Γράφει συνεχώς και είναι επαναστατικός στην ποίησή του, η έμπνευσή του δεν τον αφήνει και εκείνος δεν σταματά. Εκείνη δείχνει όλο και πιο διαλλακτική απέναντι του και αποδέχεται εν μέρει τις επιθυμίες του φοβούμενη μήπως και τον χάσει εκφράζονται όμως παράλληλα τα παράπονά της σε αυτόν που προσφέρει τα μέγιστα.
Ο Ρεμπώ στο Παρίσι θα γνωρίσει τον Βερλαίν, ο οποίος απηύθυνε πρόσκληση στον νεαρότερο Ρεμπώ και αυτή η συνάντηση ενθουσιάζει αμφότερους. Μήπως η προοπτική αυτή της συνάντησής τους είναι το ποιητικό του εναρκτήριο λάκτισμα; Η μητέρα του Ρεμπώ, Βιταλί, δίνει την συγκατάθεσή της για αυτό το ταξίδι, το οποίο θα σημάνει μελλοντικά ένα έντονο ερωτικό πάθος μεταξύ των δύο ανδρών, σε σημείο που η συναναστροφή του Βερλαίν με τους κύκλους του φασαριώδη και άστατου Ρεμπώ, θα αλλοιώσει τον χαρακτήρα του και θα αλλάξουν την συμπεριφορά του με την οικογένειά του και την γυναίκα του. Εμφανίζεται συνεχώς μεθυσμένος, χειροδικεί απέναντι στην γυναίκα του και στο παιδί του με απίστευτη βιαιότητα. Εκείνη μην αντέχοντας την νέα άστατη ζωή και τα τερτίπια του θα απομακρυνθεί βυθίζοντάς τον σε βαθιά απόγνωση. Βρίσκεται σε μια κατάσταση πολύ κρίσιμη και η ποίηση παραμένει το στήριγμά του, ίσως το μοναδικό καθώς και η σχέση μεταξύ Ρεμπώ και Βερλαίν θα λάβει σύντομα διαστάσεις τραγωδίας σε τέτοιο βαθμό που πλέον υπάρχει κίνδυνος και για τους δύο καθώς το έντονο ερωτικό πάθος οδηγεί σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις.
Στο ποιητικό αυτό έργο, ένα λαμπρότατο έργο ως προς την αλήθεια που εκπέμπει, καταθέτει ο ίδιος όλα τα δικά του βιώματα και αποτελεί έναν ύμνο σε μια ζωή δίχως ελπίδα. Είναι ένα αυτοβιογραφικό έργο που γράφτηκε το 1873 και αποτελεί το μόνο έργο που δημοσιεύτηκε όσο ζούσε. Είναι δίχως άλλο μια κραυγή αγωνίας από τις στοές του Κάτω κόσμου, εκεί που ο Άδης μοιάζει να έχει αγκαλιάσει ήδη τον ποιητή και αυτός λίγο πριν το κύκνειο άσμα του απευθύνεται σε εμάς για να μας δώσει το στίγμα των όσων πέρασε. Συναισθηματικά φορτισμένος και εξαιρετικά ευάλωτος ξεδιπλώνει το κουβάρι των ψυχικών διεργασιών από τις οποίες αδυνατεί να ξεφύγει. Η γλώσσα που χρησιμοποιεί, οι συμβολισμοί και οι αλληγορίες θυμίζουν τον κορυφαίο Δάντη και τη δική του κόλαση, ωστόσο ο Ρεμπώ θα εκφράσει εδώ ένα δικό του λυρισμό, μια πιο σύγχρονη ποιητική διάθεση και θα γίνει ποτάμι που πουθενά δεν σταματά.
Είναι χείμαρρος, είναι αστείρευτος, είναι διαχυτικός και ασυγκράτητος καθώς βλέπει τον κόσμο μέσα του να διαλύεται και αναζητά μια κάποια σανίδα σωτηρίας. Μοιάζει λίγο με το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ όπου ο συνθέτης μιλάει για το τέλος ενώ ουσιαστικά καταλαβαίνει πως μιλά ανοιχτά για το δικό του τέλος. Αυτό το έργο δοκιμάζει τις αντοχές του ποιητή, ο ποιητής βρίσκεται σε μια φθίνουσα πορεία και όλα αυτά καθρεφτίζονται στη ροή του λόγου του προκαλώντας στον αναγνώστη αναστάτωση. “Μπορώ να πεθάνω από επίγειο έρωτα ή να πεθάνω από ευλάβεια. Εγκατέλειψα ψυχές ͘ η αναχώρησή μου θα μεγαλώσει τον πόνο τους! Είμαι ο εκλεκτός ανάμεσα στους ναυαγούς ͘ αυτοί που μένουν δεν είναι φίλοι μου;”. Ο Ρεμπώ μιλά με όρους θανατικού, η ζωή του μοιάζει να κρέμεται ήδη από νωρίς και βρίσκεται εν βρασμώ ψυχής σαν ξετυλίγει τις εσωτερικές του αγωνίες, σαν αγγίζει τα κατώτερα στρώματα των δυνάμεών του.
Είναι ένα ποιητικό έργο τόσο γενναίο μα και τόσο οδυνηρό, ένα έργο που μας προϊδεάζει ήδη για την σύντομη συνέχεια του βίου του, ένα έργο με πολλές προεκτάσεις που δείχνει τα αδιέξοδα του ποιητή. Και αν ο ποιητής χάνει σε ελπίδα κερδίζει πραγματικά σε λόγο, γράφει ένα σύγχρονο ποιητικό έπος που μας αιχμαλωτίζει ενώ ο ίδιος σαν σε απολογητικό ύφος μας κάνει κοινωνούς μιας απέλπιδας προσπάθειας να αναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες του, να αναδυθεί στην επιφάνεια από τα ψυχολογικά βάθη που πνίγουν το είναι του. Αυτή αν μη τι άλλο είναι η φωνή ενός γνήσιου ποιητή, ενός επαναστάτη της γραφής, ενός ανθρώπου που σαν τον μυθικό Σίσυφο έχει καταδικαστεί να σπρώχνει την πέτρα και σαν φτάνει στο τέλος να επιστρέφει και πάλι πίσω για να επανεκκινήσει ͘ αυτή η ανηφορική πορεία είναι η κόλαση του Ρεμπώ και δεν την κρύβει.
“Δεν είμαι δέσμιος της λογικής μου. Είπα: Θεός. Θέλω την ελευθερία μέσα στη λύτρωση: πώς να την αναζητήσω; Απαλλάχτηκα από τις μάταιες επιθυμίες”
“Πίστεψα ότι απέκτησα υπερφυσικές δυνάμεις. Και λοιπόν; Πρέπει να θάψω τη φαντασία και τις αναμνήσεις μου! Η περίφημη δόξα του καλλιτέχνη και του βάρδου πάει περίπατο”