“Όσο πιο πολύ αγαπάμε και τόσο πιο πολύ άσκυφτοι γινόμαστε. Όσο πιο αληθινά αγαπάμε τόσο πιο ωραία υποφέρουμε” θα γράψει σε ύφος μελαγχολικό και ποιητικό η Μαρία Πολυδούρη προς τον ποιητή Φίλιππο Κλεωνά αναφερόμενη σε σένα. Είχες δημιουργήσει στη Μαρία αυτή την ακατάσχετη ερωτική διάθεση που ξεχείλιζε, εκείνη που μιλούσε μια γλώσσα την οποία καταλάβαινες και που για κάποιο διάστημα μοιραστήκατε. Μα εσύ ήσουν πολύ ανήσυχος, βάδιζες στα δικά σου μονοπάτια μελαγχολικός, καταθλιπτικός και με μια εσωτερική φωνή να σε καλεί να γράφεις μήπως και λυτρωθείς. Και όμως βυθιζόσουν σε έναν κόσμο γεμάτο θλίψη και απογοήτευση, σε μια πραγματικότητα που δεν σε χωρούσε, στην οποία αισθανόσουν ξένο σώμα. Πάλευες με τις ερινύες που σε είχαν καταστήσει έρμαιο του εαυτού σου και σκιά του επίσης. Αδυνατούσες να ζήσεις εξ’ ολοκλήρου αυτόν τον έρωτα γιατί είχες φυγόκεντρες τάσεις ως μια ευκαιρία για να γλιτώσεις με κάποιον τρόπο από αυτό το αυτομαστίγωμα της συνείδησής σου και τις επιταγής μιας δέσμευσης. Υπήρξες αδέσμευτος, υπήρξες ελεύθερο πνεύμα, μακριά από συμβάσεις και στερεότυπα, δεν άντεχες τον μικρόκοσμο της Πρέβεζας. Βρισκόσουν συνεχώς σε μια κατάσταση συναγερμού και σε μια συγκυρία αυτοτελμάτωσης μα κάτι σε κρατούσε όρθιο έστω και πρόσκαιρα. Υπήρξες λατρεμένος της Μαρίας, έλιωνε για σένα και τα ποιήματά σου και θέλησε να σε πάρει μακριά από τις περιδινήσεις του μυαλού σου, από αυτά τα επικίνδυνα παιχνίδια που έπαιζες με τη ζωή σου μα εσύ την απέτρεψες με τον τρόπο σου και δυστυχώς την απογοήτευσες. Την αγάπησες μα εκείνη ζητούσε και άλλο γιατί η αφοσίωσή σου δεν της ήταν αρκετή και εσύ έλειπες από αυτή την συνάντηση κορυφής βουτηγμένος στο δικό σου σύμπαν. Στον έρωτα χρειάζονται δύο για να τον γευτούν όπως του αξίζει και να απολαύσουν τους χυμώδεις καρπούς του. Δεν μπόρεσες να της εξασφαλίσεις αυτή την αφοσίωση μα και εκείνη δεν σε κατηγορούσε γιατί ταξίδευες αλλού, πλανιόσουν αλλού σαν βαρκάρης που παλεύει μόνος με τα κύματα που τον έχουν περικυκλώσει και αρνείται πεισματικά την σωστική λέμβο που του προσφέρεται. Ναυαγός σε μια ζωή επαγγελματική που σε βάραινε και στην οποία συνεχώς βάλτωνες – τι να σου κάνουν τα γραφεία και οι δημόσιες υπηρεσίες – δεν άντεχες την καθημερινότητα, δεν μπορούσες να υπομένεις μια ζωή χωρίς ζωή σε μια συνεχόμενη απραξία και σε μια δαμόκλειο σπάθη που σε αποφόρτιζε θανάσιμα και μέχρι τελικής πτώσης. Είχατε με τη Μαρία μια πολύ ταραγμένη και συγκρουσιακή σχέση γιατί εκείνη ήταν ένας άνθρωπος που ζούσε και ανέπνεε για τον έρωτα και εκλιπαρούσε να τον γευτεί αληθινά και δίχως επιφυλάξεις, με ορμή και ολοκληρωτικά, κάτι που εσύ δεν είχες τη δυνατότητα να της το προσφέρεις και εκείνη δυσκολευόταν να το δεχτεί. Κλειστός και εσωστρεφής είχες άλλες Λερναίες Ύδρες να αντιμετωπίσεις, φαντάσματα του μυαλού σου και σκοτάδια να προσπαθήσεις να φωτίσεις για να έχεις έναν λόγο να ζεις και να υπάρχεις. Ζούσες το τώρα και αδυνατούσες να δεις το αύριο. “Η ζωή μου ήταν σκοτεινή κι άχαρη κι η καρδιά μου ήταν γεμάτη ανάγκη κι όνειρα… Ήμουν μια σκλάβα χωρίς τίποτα δικό μου, ουτ’ ένα μικρό κομμάτι του αιθέρα. Ούτε μια αχτίδα του ήλιου δεν έπεφτε ίσια πάνω κι όμως η καρδιά μου ήταν γεμάτη όνειρα” έλεγε η Μαρία και εσύ στενοχωριόσουν μα τι να πράξεις όταν όλα γύρω σου μυρίζουν κακοσυννεφιά και βλέπεις μαύρες σκιές να σε προσκαλούν στα έγκατά τους για να τους δώσεις λίγους στίχους να τραφούν. Ζούσες ως ακροβάτης με λίγες εκλάμψεις ευτυχίας και χαράς, σαν ξέφευγες για λίγο από όλον τον κυκεώνα στον οποίο ήταν η ψυχή σου τυλιγμένη. Με τις λέξεις σου σαν να τραγουδούσες τα λόγια που έγραφες και έτσι οι θεοί σε ζήλευαν και ο Απόλλωνας σε ζητούσε προσωπικά. Υπήρξε η Μαρία, η Αφροδίτη σου και η Μούσα σου, γιατί εσύ την παίνευες και εκείνη με τη σειρά της παίνευε εσένα, είχατε μια σχέση καρμική μα και καταδικασμένη, σαν ο Θεός να σας τοποθέτησε επί γης για να βρεθείτε στον ίδιο χωροχρόνο και να ανταμώσετε και μετά σας χώρισε και έκοψε τον ομφάλιο λώρο προσκαλώντας εσένα πρώτο στις επάνω κλίμακες. Ήσουν η αινιγματική μορφή της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας και έλαμψες από την αρχή αλλά με δυσκολία γιατί δεν σε καταλάβαιναν όσο θα ήθελες, έλαμψες γιατί μόνο εσύ θα μπορούσες να είσαι τόσο λαμπερός, τόσο διάφανος, τόσο αυθεντικός, τόσο αγνός. Η ψυχή σου σε τρικυμία και το μυαλό σου σε σύγχυση για το πώς θα πορευτείς μα η γραφή σου καθάρια και ζωντανή σε κάθε της στίχο, σε κάθε της φράση που τόσο πηγαία ήταν και σου έδειχνε το δρόμο που θα ακολουθήσεις ͘ ήταν τελικά η μόνη πιστή σου σύντροφος εξαιρώντας τη Μαρία που για σένα ήταν Παναγία. Μπορεί να είχες πολλές στιγμές ταραγμένης και συγκρουσιακής σχέσης με την αγαπημένη σου, μπορεί να είχατε διαφωνίες και αντιδικίες μα αυτός ο έρωτας ήταν πλασμένος μόνο για σας να σας υπηρετεί και να τον υπηρετείτε. Εισήγαγες στοιχεία δικά σου, το δραματικό τόνο που σε χαρακτήριζε στην ποίησή σου, αυτή την απαισιοδοξία που όμως ήταν εμποτισμένη με τέτοια δυναμικότητα και λυρισμό σαν να ήταν στίχοι κάποιου Αρχίλοχου ή κάποιου Λόγγου που έρχονταν από το απώτερο παρελθόν. Είχες μία πολύ ξεχωριστή ποιητικότητα που μεταμορφώθηκε μέσα στο λόγο σου χαρίζοντάς σου μία θέση προνομιακή ανάμεσα στους εκπροσώπους της λογοτεχνίας του τότε μα σαφώς και του σήμερα. Το μυαλό σου βρίσκεται σε συνεχή στροβιλισμό και πασχίζεις να το δεις να βρίσκει μια κάποια ισορροπία και σταθερότητα, ένα κάποιο απάγκιο που τόσο χρειάζεσαι. Πλέεις σε πέλαγα γεμάτα κύματα, πνίγεσαι και προλαβαίνεις για λίγο να αναδυθείς στην επιφάνεια μέχρι το επόμενο κύμα έρθει και πάλι να σε βυθίσει στο είναι σου. Περπατάς και περιπλανιέσαι στην άμμο και στις ακτές της Πρέβεζας κοιτώντας και ατενίζοντας το πέρα, εκεί αντιμέτωπος με τις σκέψεις σου και τις ατέρμονες μάχες που δίνεις, έχεις τις νίκες και τις ήττες σου. Η ποίησή σου ξεχειλίζει και υπερβαίνει τα ανθρώπινα, είναι άγρια και σκληρή, είναι πολλές φορές και ανυπόφορη μα τόσο υπέροχα θλιβερή που αγγίζει και συγκλονίζει για την αλήθεια που πρεσβεύει. Με ένα περίστροφο αποφάσισες να δώσεις τέλος στο βάσανο και την αδυναμία να σκοτώσεις την κατάθλιψη. Είχες παρασυρθεί στον βούρκο των συναισθημάτων σου και είχες παραδεχτεί ήδη την ήττα σου σε αυτόν τον πόλεμο που έδινες με τις σκέψεις σου. Πάλεψες και πάσχισες να δεις τον ήλιο μα δεν σε βοηθούσε καν το κλίμα της περιοχής, δεν σε βοηθούσε πια η γραφή να ισορροπήσεις, οι στίχοι σου γινόντουσαν όλο και πιο συννεφιασμένοι, σαν τυφώνας να χτύπησε το μέσα σου και να διέλυσε όλα τα κομμάτια σου, να τα σκόρπισε στους πέντε ανέμους και τώρα πια ούτε έρωτες, ούτε σχέσεις, ούτε γραπτά είχαν για σένα νόημα και ουσία. Ο αυτόχειρας σαν πάρει την απόφασή σου την παντρεύεται και στέκεται με αυτήν σφιχτά, είναι δική του η απόφαση και κανέναν δεν θα αφήσει να του την υφαρπάξει. Με το περίστροφο στην τσέπη είχες βρει το κατάλληλο σημείο και είχες επιλέξει την ώρα, εσύ που δεν άφησες άλλο τον χρόνο να κυλήσει σαν ένα θεϊκό χέρι Ολύμπιων θεών να σου όρισε την φυγή σου από αυτόν τον κουραστικό και ταλαίπωρο μάταιο κόσμο. Και πού να ήξερες πώς άφησες πίσω σου μια Μαρία σε κακό χάλι να παλεύει και εκείνη για τη δική της ζωή στο θάλαμο νοσοκομείου που βρισκόταν έχοντας στο νου, μετά την είδηση του θανάτου σου, πως το μόνο που της μένει ως διακαής επιθυμία είναι να έρθει να σε συναντήσει για να ζήσετε πια αιώνια μαζί χωρίς άλλες απώλειες. Κουράστηκες να περιμένεις κάτι να αλλάξει, βασανίστηκες να έχεις φαντάσματα να σε ακολουθούν και εχθρικά πνεύματα να σε περιβάλλουν χωρίς να έχεις την ικανότητα να τα προσδιορίσεις. Οι στίχοι σου είναι ό,τι καλύτερο, ό,τι πολυτιμότερο, ό,τι ακριβότερο είχες να παρουσιάσεις μα και πάλι για σένα ούτε και αυτό ήταν αρκετό. Η παρουσία σου υπήρξε αριστοκρατική με την κυριολεκτική έννοια του όρου καθώς διέφερες από τους γύρω σου με αυτό το ιδιαίτερο παρουσιαστικό, με αυτή την μειλίχια στάση, τον ήπιο χαρακτήρα, την ευγένεια που σε διέκρινε, την ποιότητά σου ως άνθρωπος και ας μην είχες την τύχη να φτάσεις ούτε καν τα χρόνια του Χριστού. Το μόνο που σκεφτόσουν είναι πως θα μένεις μόνος αγκαλιά με τους συλλογισμούς σου. Σε μόνιμη απόδραση από την οχλοβοή και τους πολλούς ανθρώπους, ήσουν ανέκαθεν μακριά από τα φώτα σαν αυτά να σε τύφλωναν και δεν τα άντεχες. Στη στοά των σκοτεινών στιγμών καθόσουν με παρέα το φως και μια πένα να καταθέτεις όλα όσα είχες μέσα σου, όλος σου ο λόγος ήταν στα χαρτιά μιας και οι λέξεις σου ήταν πάντα τόσο μετρημένες και τόσο καλά ζυγισμένες. Στο γραφείο της Νομαρχίας Πρεβέζης, μετά την επιστροφή σου από το Παρίσι, όπου δούλευες σαν εργάτρια μέλισσα έκανες τη δουλειά σου μεθοδικά, με συνέπεια και με υπευθυνότητα σαν τον κύριο Κ. του Κάφκα. Πάντα στην ώρα σου, πάντα πιστός στις υποχρεώσεις σου και ας ήταν αυτή η εργασία η ταφόπλακα στα όνειρά σου και στην ήδη πληγωμένη από τα ενδόμυχα χτυπήματα διάθεσή σου. Είχες την υπομονή να συνεχίσεις τον αγώνα σου για να μπορείς να βιοπορίζεσαι αν και είχες βλέψεις για άλλους δρόμους μακριά από όλα αυτά, για να μπορείς να αγοράζεις όσα χρειάζονταν για την συγγραφή, για να μπορείς να είσαι αξιοπρεπής πάνω από όλα. Τόσο τα ποιήματά σου όσο και τα πεζά σου έχουν το άρωμα και την αύρα σου, εσένα που τα έβαλες με τον Κάτω κόσμο αλλά του άρεσαν τόσο οι στίχοι σου που σε κάλεσε νωρίς να του τους απαγγείλεις. Και τώρα εκεί κάτω στον Άδη συναντάς όλους τους ήρωες που σε ακούνε προσεκτικά και έχεις τον χρόνο να σκαρώνεις νέα ποιήματα, τα οποία δυστυχώς ποτέ δεν θα τα μάθουμε.
———————————————————————-
Ο Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928) υπήρξε σπουδαίος εκπρόσωπος της ελληνικής πεζογραφίας και ποίησης με τα έργα του να έχουν μεταφραστεί σε πάνω από τριάντα ξένες γλώσσες. Ανήκει στους ποιητές που με την ποίησή του εξέφρασαν το είδος της λυρικής ποίησης. Κυριότερα έργα του, τα οποία μάλιστα εκδόθηκαν και κατά τη διάρκεια της ζωής του ήταν οι Ελεγείες και η Σάτιρα με μια διάθεση καθαρά αλληγορική, με σεβασμό στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Μέχρι σήμερα, η αυτοκτονία του στην Πρέβεζα παραμένει ένας άλυτος γρίφος και οι ερευνητές αναζητούν τι όντως συνέβη. Έχοντας ζήσει στο Παρίσι, φαίνεται πως επηρεάστηκε από τον τρόπο γραφής ωστόσο είναι σαφές πως ανέπτυξε το δικό του μοναδικό είδος γραφής σε μια εποχή καλλιτεχνικών αλλά και κοινωνικοιστορικών εξελίξεων. Η συνύπαρξη και η γνωριμία με τη Μαρία Πολυδούρη φαίνεται πως επηρέασαν τη ζωή του και η απώλειά του προκάλεσε μεγάλη θλίψη, καθώς ήταν ένας φέρελπις ποιητής που έφυγε πολύ νωρίς.