Πώς είναι άραγε να βρίσκεσαι στα προπύλαια του θανάτου, πώς είναι το μυαλό να οδηγείται στις στοές εκείνες όπου ο θάνατος είναι το κύριο θέμα και τίποτα πια δεν μυρίζει ζωή; Ο θάνατος της νυχτοπεταλούδας είναι ένα παράδειγμα του τέλους της φυσικής ροής της ζωής, σαν η φύση να έχει ορίσει ήδη τη μοίρα αυτού του γλυκού πλάσματος και κάθε στιγμή της διαδικασίας αυτής να είναι ποίηση. Γιατί ο θάνατος είναι μια νέα ζωή, μια νέα αρχή, είναι η ανακοίνωση της έλευσης μιας νέας εκκίνησης. Κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος για ποιον λόγο η φύση και η μητέρα γη αποφασίζει να αφήσει και να αφαιρέσει τη ζωή χωρίς να προσφέρει καμιά βοήθεια μα είναι σίγουρο πως η σοφία ενυπάρχει σε αυτή την απόφαση και εμείς ως άνθρωποι οφείλουμε να προσαρμοστούμε, να σεβαστούμε και να αποδεχτούμε αυτό το γεγονός.
Αναζητώντας επίμονα διέξοδο στα αδιέξοδα της απελπισίας μέσω της γραφής
Η Βιρτζίνια Γουλφ, είχε ήδη από νωρίς προσεγγίσει και είχε φλερτάρει με την έννοια του θανάτου, την απασχολούσαν από νωρίς σκέψεις και συλλογισμοί που δεν την άφηναν ήσυχη να αντιμετωπίσει τη ζωή με όρεξη και διάθεση ικανές να την κρατήσουν σε αυτή. Είχε εξάλλου εκμυστηρευτεί πως από την αρχή η ιδέα του θανάτου είχε εγκιβωτιστεί στο μυαλό της μα ήρθε η ζωή να την πάρει μακριά από την ιδέα αυτή και άλλαξε κατεύθυνση, προσωρινά από ό,τι φάνηκε. Το διάστημα αυτό κράτησε αρκετό χρόνο και την οδήγησε σε γραπτά που σήμερα διαβάζουμε. Στα γραπτά αυτά ο θάνατος είναι πάντα παρών, αναφέρεται συνεχώς θυμίζοντας στον αναγνώστη πως της τριβελίζει τον νου και δεν μπορεί να αποκοπεί από αυτήν την επαφή που έχει από νωρίς με την φυγή.
Αδιαμφισβήτητα πασχίζει να βρει τις διεξόδους της και να ορθοποδήσει ψυχολογικά και για αυτό προσανατολίζεται σε μια σειρά δραστηριοτήτων όπως για παράδειγμα δείχνει και ενδιαφέρον για τις τέχνες μέσα στο πλαίσιο και των πολλών αυτών δραστηριοτήτων της. Μέσα της επεξεργάζεται την ιδέα του τέλους και διαπραγματεύεται με τον χρόνο ώστε να ωριμάσει η σκέψη αυτή για να την πραγματοποιήσει. “Αυτές οι σκέψεις την κατέτρυχαν όπως το τικ-τακ του εκκρεμούς: καλύτερα να τελείωναν όλα παρά να τρελαινόταν” θα γράψει σχετικά η εξαιρετική μεταφράστρια Παλμύρα Ισμυρίδου στην εισαγωγή της πολύ φροντισμένης έκδοσης που ανήκει στη σειρά των μικρών διαμαντιών των εκδόσεων Άγρα.
Η επιλογή της νυχτοπεταλούδας δεν είναι τυχαία, είναι η προσωποποίηση της αθωότητας και της φύσης και η ταύτιση της με ένα πλάσμα έρμαιο της ίδιας της μητέρας γης που αποφασίζει για τα πάντα και προφανώς και για τους ανθρώπους αφού όλοι ανήκουμε σε αυτήν φτιαγμένοι όπως είμαστε από λάσπη και νερό. Η Βιρτζίνια Γουλφ είναι μια νυχτοπεταλούδα της ζωής που “βρίσκεται” ανάσκελα και παλεύει και εκείνη όπως και η συμπαθέστατη νυχτοπεταλούδα να γυρίσει και να πατήσει στα πόδια της για να πετάξει και πάλι ψηλά. Μα δυστυχώς έρχεται εκείνη η στιγμή που όλα μοιάζουν αναπόφευκτα, όλα δείχνουν πως το τέλος έχει έρθει και δεν έχει μείνει καμία δύναμη, καμία αντοχή, καμία δυνατότητα για αναστροφή της κατάστασης. Η Γουλφ είναι καταδικασμένη από τις δυνάμεις της να υποστεί τη μοίρα της νυχτοπεταλούδας και αποφασίζει να υποταχτεί στη μοίρα της που όπως για όλους είναι άτυπα γραμμένη.
Έχει πολύ ενδιαφέρον το γεγονός της απόφασής της να γράψει ένα μυθιστόρημα που περιγράφει ούτε λίγο ούτε πολύ το δικό της εαυτό και αυτό δεν είναι άλλο από την κυρία Ντάλογουει. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα βαθιά αυτοβιογραφικό αλλά και ιδωμένο μέσα από το πρίσμα της εσωτερικής της ανάγκης να αναδείξει το πρόβλημά της. Η Γουλφ, όπως και η Ντάλογουει, μέσω της οποίας αποπειράται να καταγράψει τις σκιές του βίου της, είναι υποταγμένη στην αδυναμία να ζήσει και να ικανοποιήσει τις επιθυμίες της. Η αυτοκτονία της σε ηλικία σχετικά μικρή αποδεικνύει πως τράβηξε το σχοινί όσο μπορούσε περισσότερο αλλά δεν απέφυγε το τραγικό τέλος που της επεφύλασσε η μοίρα της, ένα τέλος που στα βιβλία της είναι κάτι περισσότερο από κραυγαλέο. Ο αναγνώστης είναι ο θεατής ενός θεάτρου σκιών, μίας σκηνής που ξεθωριάζει και περιμένει την λύτρωση που ποτέ δεν έρχεται.
Επανερχόμενοι στο υπέροχο αυτό ανάγνωσμα και διαβάζοντας το παρακάτω απόσπασμα έχουμε την εντύπωση πως μιλάει για το δικό της αγώνα και όχι για αυτόν της νυχτοπεταλούδας. Η περιγραφή της βέβαια όπως και στο σύνολο του κειμένου είναι εξαιρετικά λυρική και ποιητική, είναι μια Σαπφώ σύγχρονη που έρχεται να μας μαγεύσει με την ξεχωριστή της αφηγηματικότητα, αυτό το χάρισμα της γραφής που της δόθηκε μια για πάντα, σαν μια Μούσα του Απόλλωνα. Αναφέρει χαρακτηριστικά με την αγωνία να είναι κύριο συστατικό των όσων απευθύνει: “Παρατηρώντας την, είχες την εντύπωση ότι μια κλωστή, λεπτότατη αλλά ατόφια, της απροσμέτρητης ενέργειας του σύμπαντος, είχε εισχωρήσει στον εύθραυστο λιλιπούτειο κορμό της. Κάθε φορά που διέσχιζε το τζάμι, νόμιζα ότι αντίκριζα ένα λεπτό νήμα ζωτικού φωτός. Η νυχτοπεταλούδα ήταν σχεδόν ένα τίποτα, αλλά ήταν ζωή”. Τελικά αυτή ήταν και η δική της ζωή, με την επιλογή της να φύγει με τον τρόπο που διάλεξε και αυτό που τελικά διαλέγει είναι μια νέα αρχή στο επέκεινα, σε ένα παράλληλο σύμπαν, σε μια άλλη διάσταση χωρίς βάσανα και επίπονες εσωτερικές διεργασίες.
“Όπως ήμουν παραδομένη στις σκέψεις μου, παρακολούθησα για λίγο, μηχανικά, τις ανώφελες προσπάθειές της, περιμένοντας ασυναίσθητα να ξαναρχίσει το πέταγμα…”
“Ο άνθρωπος έχει την τάση να ξεχνάει τι είναι η ζωή, όταν τη βλέπει σκυφτή, βασανισμένη, στολισμένη και γεμάτη εμπόδια, αναγκασμένη να προχωράει με τη μέγιστη περίσκεψη και αξιοπρέπεια”