«Ο Ν.Β. Γκόγκολ για πολύ καιρό δεν συμφωνούσε με την έκδοση αυτού του κωμικού έργου, όμως εμείς βρήκαμε σε αυτό τόσα πολλά απροσδόκητα, φανταστικά, εύθυμα και πρωτότυπα στοιχεία, ώστε τον πείσαμε να μας επιτρέψει να μοιραστούμε με τους αναγνώστες μας την ευχαρίστηση, που μας έδωσε το χειρόγραφό του». Αυτά αναφέρει ο δάσκαλος και προστάτης του Γκόγκολ, Αλεξαντρ Πούσκιν, στο επίμετρο του παρόντος διηγήματος, ενός διηγήματος που κινείται μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας, φάρσας και αλήθειας, κωμωδίας και δράματος.
Γιατί πόσο πιθανό είναι ένας άνθρωπος να χάνει την μύτη του και αυτή να προσωποποιείται και να παίρνει σάρκα και οστά? Ή πάλι πόσο πιθανό είναι να κυκλοφορεί ένας άνθρωπος χωρίς μύτη και κανείς να μην νιώθει την ανάγκη να τον συμπονέσει και να αισθάνεται το επείγον της περίστασης? Διαβολικές συγκυρίες, ασύλληπτες συνθήκες, αλλόκοτα συμβάντα, εξόφθαλμα και απροσδόκητα γεγονότα πλαισιώνουν και συμπληρώνουν αυτή την παράξενη όσο και ιδιόρρυθμη ιστορία, την οποία ο Γκόγκολ έγραψε σε διάφορους χρόνους ή για να είμαστε πιο ακριβείς εξέδωσε με διάφορες παραλλαγές σε ανύποπτες περιόδους της ζωής του.
Συγγραφέας θεατρικός και διηγηματογράφος μας ταξιδεύει στον κόσμο της φαντασίας του
Τα ερωτήματα που προκύπτουν από αυτή την ιδιάζουσα σε σύλληψη ιστορία είναι πολλά καθώς ο αναγνώστης αναρωτιέται τι οδήγησε το χέρι του συγγραφέα του «Επιθεωρητή» ή του «Ημερολόγιου ενός τρελού» να προσχωρήσει στη συγγραφή ενός τόσο περίεργου σε περιεχόμενο βιβλίου. Είναι η προσπάθεια να διακωμωδήσει πρόσωπα και πράγματα της εποχής μέσα από μία καυστική ματιά που σπέρνει κριτική για το δημόσιο βίο και την επαφή με τον σκληροπυρηνικό δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα? Είναι η πραγμάτωση προσωπικών επιθυμιών για μία γραφή που αγγίζει τα όρια του φανταστικού και της μετάβασης σε ένα είδος μεταφυσικού είδους? Πολλές οι εικασίες, οι υποθέσεις γύρω από το χτίσιμο ενός διηγήματος που λογοκρίθηκε για αυτό και μεταβλήθηκε από την πρώτη του εκδοχή μέχρι και την παρούσα που ουσιαστικά αποτελεί το πιο πιστό κείμενο ως προς το αρχικό.
Σε κάθε περίπτωση, η ευφυΐα του Γκόγκολ και η σαρκαστική του διάθεση τον καθιστούν έναν συγγραφέα που βαδίζει σε υψηλά κλιμάκια συγγραφικής αντίληψης και καταδεικνύει περίτρανα πως η εποχή του και οι σύγχρονοι παράλογοι κώδικες επικοινωνίας είναι αυτοί που τον εμπνέουν. Προκαλεί τον αναγνώστη να προβληματιστεί αν ο ήρωάς του είναι μία εκούσια κατασκευή ταλαιπωρίας ή αν πάλι τον προσκαλεί να συμπονέσει αυτή την ιδιάζουσα αδυναμία που βιώνει σε έναν κόσμο δίχως έλεος και δίχως την παραμικρή κατανόηση προς τον συνάνθρωπο.
Ο Γκόγκολ συνθέτει με λίγα λόγια μία συμπαγή δομή που δεν αποδυναμώνεται από την ηθελημένη υπερβολή που σκόπιμα επιστρατεύει για να προσδώσει στο κείμενο την ουσία και το νόημα. Η βαθυστόχαστη ματιά του και η απλότητα του ανθρώπου που περιφέρεται σαν ανδρείκελο αναζητώντας επίμονα και επισταμένα το χαμένο δίκιο, την περιπέουσα αξιοπρέπειά του και τον καταρρακωμένο εγωισμό του, γίνεται το εφαλτήριο για να αποκαλυφθεί όλο το παζλ της μικρότητας, της έλλειψης σεβασμού στο διαφορετικό και την όλο και αυξανόμενη κρίση στην εξυπηρέτηση του πολίτη, στην αναγνώριση της ίδιας του της ύπαρξης. Αν και είναι έμμεση η κριτική και δεν φαίνεται αυτός να είναι ο άμεσος στόχος του γιατί έτσι θα έχανε κάτι από το εξωπραγματικό και το φανταστικό, παρ’όλα αυτά εγείρει πολλές κωλυσιεργίες του συστήματος που στέκεται στο γράμμα του νόμου και παραμένει κοντόφθαλμο άρα εχθρικό απέναντι στην εξυπηρέτηση μίας ανάγκης που για κάποιον μπορεί να είναι όλη του η ζωή, η ίδια του η ύπαρξη.
Ο πρωταγωνιστής Κοβαλιόφ είναι η εκπροσώπηση ενός ανθρώπου που βασανίζεται από κάτι που υπερβαίνει το εγώ του, πολεμά έναν εχθρό που δεν φταίει για την δημιουργία του αλλά τον βρίσκει μπροστά του με πρόσωπο που ουσιαστικά αγγίζει τα όρια της παράνοιας. Παλεύει να αντιμετωπίσει αυτό το παράξενο δημιούργημα που γεννήθηκε απρόοπτα και όλα αυτά μέσα από μία καθημερινότητα που τοποθετείται σαν τοίχος απέναντί του και η ίδια του η υπόσταση προσκρούει σε αυτό τον τοίχο ανήμπορος να πράξει το ο,τιδήποτε μιας και οι όποιες προσπάθειές του για να διαλευκάνει το μυστήριο που του στερεί την ελευθερία του σε τελική ανάλυση, πέφτουν η μία μετά την άλλη το απόλυτο κενό. Αυτός ο Κοβαλιόφ, σαν αλυσοδεμένος ελέφαντας που τον έχουν παγιδεύσει, ακροβατεί ανάμεσα στην Σκύλλα και την Χάρυβδη, στις Κερκόπορτες της συνείδησής του.
Όλα αυτά τα τέρατα τίθενται ενώπιον του και σαν Δαβίδ καλείται να βρει την δύναμη για να νικήσει τον Γολιάθ και να ξαναβρεί την χαμένη του κυριότητα. Το περιβάλλον του είναι μία Λερναία Ύδρα που φυλακίζει την ανεξαρτησία του, το κατατροπωμένο εγώ του γιατί η μύτη του δεν είναι ένα απλό εργαλείο του σώματος, είναι ένα εξάρτημα που με την απώλειά του τον κάνει να νιώθει μειονεκτικά απέναντι στο σύνολο. Αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Αν ήμουν χωρίς χέρια ή χωρίς πόδια, θα ήταν καλύτερα. Αν ήμουν χωρίς αυτιά, θα ήταν απαίσιο, όμως πιο υποφερτό, αλλά ένας άνθρωπος χωρίς μύτη, μόνο ο διάβολος ξέρει τι είναι: δεν είναι ούτε πουλί, ούτε άνθρωπος, είναι κάτι που απλά το πετάνε από το παράθυρο!».
”Σε αυτό τον κόσμο τίποτα δεν διαρκεί πολύ, έτσι και η χαρά το επόμενο λεπτό μετά το πρώτο δεν είναι τόσο μεγάλη, το τρίτο λεπτό εξασθενίζει και άλλο, και τελικά απαρατήρητα γίνεται ένα με την συνηθισμένη κατάσταση της ψυχής, όπως στο νερό ο κυματισμός που δημιουργείται από το πέσιμο μίας πέτρας, τελικά γίνεται ένα με την λεία επιφάνεια του νερού γύρω του”