Ταπεινός και καταφρονεμένος, αιώνιος σύζυγος, αδερφός του εαυτού του, έφηβος που πέρασε την ζωή του μέσα σε λευκές νύχτες, αυτός είναι ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι. Είναι και η ενσάρκωση του ανθρώπου που πάσχισε να βρει τα βήματά του, να ξεφύγει από το σκοτάδι του και να ξεφύγει από τα χτυπήματα μίας ζωής που δεν του χάρισε τίποτα. Μία ταλαιπωρημένη ψυχή που με την ευαισθησία του και την ανήσυχη ζωή του κατάφερε σαν ένας άλλος Βαν Γκογκ να μετουσιώσει την οδύνη του σε έργο, ένας Χριστός της καθημερινότητας μέσα σε μία κοινωνία που δεν έχει κατανόηση και χώρο για το διαφορετικό. Σε αυτό το περιβάλλον μεγαλούργησε, η φωνή του μίλησε και σε αυτό το βιβλίο που είναι ένα πραγματικό διαμάντι, αν αναλογιστεί κανείς πως ερμηνεύει και αναλύει την ψυχοσύνθεσή μίας ύπαρξης που μέσα στις υπόγειες διαβάσεις και στις κατακόμβες της σκέψης του γέννησε ελπίδα και αναγέννηση.
Αφοσιωμένος στην υπηρεσία της γραφής συνάντησε τα όνειρά του και έγινε “άγιος”
Πως είναι να νιώθεις παραπεταμένος και ξένος μέσα στην ίδια σου την εποχή, αλλόκοτος και παράσιτο από έναν περίγυρο που δεν θέλει να σε ξέρει και σε αποδιώχνει; Σπεύδεις να ανακαλύψεις καταφύγια για να φωλιάσεις εκεί τα όνειρά σου που στους άλλους δεν τολμάς να τα αποκαλύψεις γιατί δεν πρόκειται να σε ακούσουν, η αδιαφορία τους είναι τόσο ηχηρή που σου σπάει το τύμπανο. Ο γελοίος άνθρωπος που περιγράφεται εδώ δεν είναι παρά ένας κοινός θνητός που μέσα στην κοινοτοπία του χαρακτήρα του συνομιλεί με τον ίδιο του τον εαυτό μιας και οι υπόλοιποι είναι κρυστάλλινες φιγούρες που απλά τον περιγελούν και τον χλευάζουν. Και ο τρελός του χωριού αυτό δεν αντιπροσωπεύει και συμβολίζει; Γιατί η διαφορετικότητα ξενίζει, απομακρύνεται όπως η μύγα που κάθεται στο φαγητό και μας ενοχλεί με την παρουσία της. Σκληρή εικόνα παρουσιάζει ο άνθρωπος αυτός, είναι έτοιμος να θέσει τέλος στην ζωή του γιατί δεν βρίσκει την παραμικρή ικανοποίηση, διαλύεται από τα εξ ων συνετέθη κάθε φορά που παρίσταται σε μία ομήγυρη που τον στήνει στην γωνία γιατί δεν έχει το σθένος να τον αγκαλιάσει, της είναι βάρος και ανυπόφορο βαρίδιο.
Ο γελοίος αυτός άνθρωπος είναι ο Χριστός που καταδίκασαν, είναι ο Σωκράτης που ήπιε το κώνειο, είναι ο Προμηθέας που άφησαν τον γύπα να του φάει το συκώτι, είναι η προσωποποίηση της μελαγχολίας που βλέπει τον εαυτό της στον καθρέφτη και δεν αντέχει να παραμερίζεται, να λησμονείται και να σπρώχνεται σαν το αδέσποτο σκυλί που δεν έχει θέση σε ένα “καθωσπρέπει” τραπέζι. Και όμως η γελοιότητα αυτή που ο Ντοστογιέφσκι βίωσε στο πετσί του σε όλη του την ζωή είναι αυτή που ανεβάζει τον άνθρωπο στα μάτια του Θεού και ας μην το καταλαβαίνει ο ίδιος σε αυτή την επίγεια πραγματικότητα. Για αυτό και ο άνθρωπος της ιστορίας αυτής που μυρίζει έντονα άρωμα αυτοβιογραφικό είναι αυτός που ονειρεύεται, ζει και ευχαριστιέται όσο τίποτε άλλο τον θάνατό του, την λύτρωσή του και την αναγέννησή του. Μεταφέρεται σε μίαν άλλη σφαίρα παραδεισένια, την σφαίρα της γνώσης, εκεί όπου σπέρνουν ευτυχία για να θερίσουν αγάπη και χαρά, εκεί που δεν διακρίνεσαι για το τι ρούχα φοράς αλλά για το ποιος είσαι, πόσο αγαθές προθέσεις έχεις γιατί τα αισθήματα σε αυτόν τον κόσμο του ονείρου είναι νότες μελωδίας που έχουν ντυθεί για να υπάρχουν σε πείσμα του χρόνου. Βλέποντας τον δικό του κόσμο, ο άνθρωπος αυτός συγκρίνει, κατακρίνει αλλά δεν εχθρεύεται, έχει την αγνότητα και την πραότητα να σβήνει κάθε έννοια μίσους, “ου γαρ οίδασι τι ποιούσιν”. Σαν ένας θεός ακαταλαβίστικος και μετέωρος επιβλέπει τα όσο γίνονται στον μίζερο μικρόκοσμο που μέχρι πριν λίγο εκείνος δεν ήταν παρά ένας θεατής της παραφροσύνης και της έπαρσης, της υλικής και πρόσκαιρης ανθρώπινης αδυναμίας.
Μέσα στο όνειρό του άρχισε να φαντάζεται μήπως ο ίδιος τελικά αποτελούσε τον κίνδυνο και το μίασμα, αυτό το μικρόβιο της γνώσης που εξαπλώνει το μίσος και την διχόνοια, μήπως είναι ένας ηλίθιος που του γεννιούνται ερωτήματα και η συνείδησή του χορεύει σε ρυθμούς ενοχής για έναν κόσμο που δεν μπορεί να σώσει; Ή μήπως οι άλλοι είναι ηλίθιοι; Τι έχει να προσφέρει σε μία κοινωνία που του γυρίζει την πλάτη γιατί εκείνος δεν μπόρεσε να την καταλάβει; Εκείνος έφταιξε που δεν φρόντισε να λάμψει η αλήθεια και αν αυτό συμβαίνει τότε ότι ξυπνάει από το όνειρο είναι για να δώσει στον κόσμο του μία δεύτερη ευκαιρία να επανέλθει στον σωστό δρόμο?
Σε αυτό το βιβλίο που γράφτηκε το 1877, ο Ντοστογιέφσκι νιώθει την ανάγκη να προβεί σε μία απολογία και σε μία εις βάθος ανασκαφή των όσων τον απασχολούν όλα τα χρόνια της περιπλάνησής του στους δρόμους της ανακάλυψης του είναι του. Γιατί ο συγγραφέας ποτέ δεν απόλαυσε την ευτυχία και την επιτυχία, σαν επαίτης και σαν παίκτης προσπάθησε να σταθεί μέσα στα θηρία που ήταν έτοιμα να τον κατασπαράξουν. Αιχμάλωτος των αδυναμιών του μετουσίωσε αυτές σε έμπνευση για να αποδράσει από τις ανείπωτες του μάχες με τον ίδιο του τον εαυτό, που τελικά τον έχανε και τον κέρδιζε. Το μόνο βέβαιο είναι πως για όλους εμάς η ανάμνηση του ήταν και είναι τα κείμενά του που “προδίδουν” τον πλούτο που ίσως ακόμα να μην έχει ολοκληρωτικά εκτιμηθεί. Αν το έγκλημα και η τιμωρία του ήταν τα χειρόγραφά του, αυτή ήταν παράλληλα και η συγχώρεσή του.
“Η συνείδηση της ζωής αξίζει περισσότερο από τη ζωή, η συνείδηση των νόμων της ευτυχίας αξίζει περισσότερο από την ευτυχία”
“Ταπεινωτικό είναι μονάχα το μεσοβέζικο, το μέτριο, αυτό που γαντζώνεται από την εγκράτεια και τη λογική, τον άνθρωπο τον ενισχύει μονάχα μια ιδέα που καταβροχθίζει και συνεπαίρνει τα πάντα, αυτή τον απελευθερώνει και τον τοποθετεί υπεράνω όλων, έστω και αν το μέσο για την υλοποίησή της αποδειχτεί το έγκλημα”