Πιστός στην ανάδειξη των αδυναμιών των ανθρώπινων σχέσεων καθώς και των συναισθημάτων που εκπορεύονται από αυτές, ο Γιόζεφ Ροτ σε όλα του τα μυθιστορήματα, τα διηγήματα καθώς και τις νουβέλες του, μας παρουσιάζει έναν ανθρώπινο χάρτη μέσα στον οποίο ενυπάρχουν έρωτας, πάθη, τρωτά σημεία και μάλιστα σε ένα περιβάλλον άστατο. Όπως και ο επιστήθιος φίλος του, ο Στέφαν Τσβάιχ, έτσι και εκείνος, στα καφέ που συχνάζουν και στους περιπάτους τους αφουγκράζονται τον παλμό της κοινωνίας και μας χαρίζουν μέσα από το λογοτεχνικό τους έργο πρόσωπα και εικόνες που έχουν ομοιότητες πολλές με εμάς, σχεδόν εκατό χρόνια αργότερα. Αυτό συμβαίνει διότι ο κόσμος και οι άνθρωποι δεν αλλάζουν, ακόμα και αν οι εποχές αλλάζουν με ραγδαίο ρυθμό.
Στην υπηρεσία της κοινωνίας και των ανθρώπων βρίσκεται στο σωστό σημείο της ιστορίας
Πρόκειται για πρόσωπα καθημερινά, της διπλανής πόρτας, πρόσωπα που κυκλοφορούν ανάμεσά μας και σήμερα και στα οποία δεν δίνουμε τόση σημασία και μάλλον τα προσπερνάμε δίχως προσοχή. Και όμως συγγραφείς όπως ο Ροτ στέκονται να τα παρατηρούν, να καταγράφουν τις ιστορίες τους, τις στιγμές τους και πολλές φορές να εντάσσουν και στοιχεία προσωπικά τους, ως ένα είδος επικαλυμμένης αυτοβιογραφίας. Είναι πρόσωπα και φυσιογνωμίες της βιοπάλης που όμως χάνονται στο πλήθος και κάποιος αξίζει να αφηγηθεί την ιστορία τους.
Στον Τυφλό καθρέφτη, ο Ροτ αυτό πράττει και αυτά τα ασταθή συναισθήματα πραγματεύεται. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά για την Φίνι, την πρωταγωνίστριά του: “Το κορίτσι ξύπνησε και είδε αποπάνω του το πλατύ πρόσωπο της μητέρας, είδε τα πονεμένα μάτια και μέσα τους μια ασυνήθιστη καλοσύνη, μια παρηγοριά κι έναν άγνωστο τρόμο. Αμέσως η μητέρα με τα δυνατά της μπράτσα την ανέβασε στο λευκό, φαρδύ, μαλακό κρεβάτι, έφερε κρύο γάλα και της φίλησε μέτωπο, στόμα και μάτια – είχε χρόνια να το κάνει”. Αυτό είναι το σπουδαίο επίτευγμα του Ροτ, να έχει τη μοναδικότητα της έκφρασης και του λόγου, να μπορεί να συγκινεί και την ίδια στιγμή να κάνει τον αναγνώστη κοινωνό σαν ο τελευταίος να παρακολουθεί μια παράσταση.
Είναι η αποτύπωση όλων εκείνων των στιγμιότυπων στη σχέση μητέρας και κόρης που κάνει ξεχωριστή την γραφή του Ροτ καθώς η τελευταία, η Φίνι προσπαθεί να επιβιώσει σε μια δύσκολη εποχή και περίοδο. Είναι αναμφισβήτητα τα προεόρτια μιας δύσκολης δεκαετίας που έρχεται με γοργούς ρυθμούς και όλα μοιάζουν να αποσυντονίζονται, να απορρυθμίζονται και να αναστατώνονται. Ο Ροτ παρακολουθεί τις εξελίξεις και μεταφέρει όλο το κλίμα ανθρώπων που παλεύουν να τα βγάλουν πέρα, που καθημερινά δίνουν αγώνα επιβίωσης, σκοτεινές πολλές φορές υπάρξεις που έχουν ανάγκη κάποιον να καταθέσει τα όσα περνάνε.
Είναι χαρακτηριστικές οι δηλώσεις του ίδιου του Ροτ ως παρατηρητής των όσων συμβαίνουν γύρω του ειδικά την περίοδο που πλησιάζει ο θάνατός του. Η μοίρα των πρωταγωνιστών του εξάλλου είναι απόλυτα συνυφασμένη με τη δική του κακή ψυχολογία, με την αδυναμία να έρθει αντιμέτωπος με μια κατάσταση εσωτερική και εξωτερική που όλο και ολισθαίνει. Ο Γιόζεφ Ροτ θα δηλώσει λοιπόν συγκλονισμένος από τα γεγονότα: «Είναι καιρός να φεύγουμε. Θα καίνε τα βιβλία μας εννοώντας εμάς τους ίδιους. Όποιος λέγεται Βάσσερμαν, Ροτ, Ντέμπλιν, δεν έχει καιρό για χάσιμο. Πρέπει να φύγουμε για να ριχτούν μόνο τα βιβλία στην πυρά». Ο φίλος του Τσβάιχ από τη δική του πλευρά αναφέρεται στον Ροτ και του απευθύνεται με στόχο να τον καθησυχάσει και να τον συνδράμει με κάποια συμβουλή: “Σας παρακαλώ να είστε όσο ήρεμος μπορείτε να είστε. Τα κλάματα δεν ωφελούν κι εσείς χρειάζεστε όλη σας τη δύναμη για τη δουλειά. Είμαι πεπεισμένος πως ο Λαντάουερ, που σας ξέρει και σας αγαπά, δεν θα σας αφήσει ξεκρέμαστο. Του έγραψα κι εγώ αμέσως. Ελπίζω περισσότερο από σας και είμαι σίγουρος ότι δεν ήταν παρά μια fausse sortie, όπως λένε στο θέατρο”.
Ο Γιόζεφ Ροτ είναι αναμφίβολα ένας τεχνίτης του λόγου και της γλώσσας, ένας δεξιοτέχνης της αφήγησης και μάλιστα λόγω και της ιδιότητας του ως δημοσιογράφου ορμά με δεινότητα απέναντι στις λέξεις και χτίζει ιστορίες που συναρπάζουν και αγκαλιάζουν τον αναγνώστη. «Όταν ένας άνθρωπος πλέει σε πελάγη ευτυχίας, έχει συνήθως μειωμένη παρατηρητικότητα. Όλοι οι ευτυχισμένοι άνθρωποι αυτού του κόσμου είναι κακοί ψυχολόγοι. Μόνο όσοι τρώγονται από την ανησυχία έχουν τεταμένες τις αισθήσεις τους». Η Φίνι ζει μια ζωή χωρίς ζωή, ένα θλιμμένο κορίτσι είναι και ένας απόμαχος της ζωής ο αγαπημένος της και οι δύο μοιάζουν να αναζητούν λίγο φως και ελπίδα, μια διέξοδο από έναν μίζερο βίο.
Και στις δύο αυτές ιστορίες που έχουν μεταφραστικά την υπογραφή του Γιώργου Δεπάστα, ο Ροτ ξεδιπλώνει το κουβάρι των συλλογισμών του περί της ζωής, περί των θεμάτων που απασχολούσαν, που απασχολούν και θα απασχολούν τον κοινό άνθρωπο, εκείνον που πορεύεται στη ζωή μέρα τη μέρα και όμως είναι σκιά του εαυτού του και μέρος ενός ουδέτερου κοινωνικού συνόλου, πολλές φορές σε κατάσταση αδυναμίας να επηρεάσει τις εξελίξεις που τρέχουν. Ο Ροτ όπως και να έχει θα συνεχίσει να προκαλεί και να μας προβληματίζει, σαν ένας καθρέφτης που συνεχίζει να υπάρχει και τον οποίο οφείλουμε ως άνθρωποι να αντικρίσουμε.
“Αυτή τον πήγε στο σπίτι, μια στενόχωρη σιωπή απλώθηκε στο δωμάτιο όπου κάθονταν, η μητέρα με μια ρόμπα βιαστικά ριγμένη πάνω της κι ο πατέρας με το ακουστικό πρόχειρο μπροστά του στο τραπέζι”
“Καμιά φορά περπατούσαν ο ένας δίπλα στον άλλο ώρες ολόκληρες σε ατελείωτους δρόμους, στις βιτρίνες των ζαχαροπλαστείων σε καλούσαν σβίγκοι γεμισμένοι με κρέμα, που έλαμπαν ξεροψημένοι και γλυκοί”