Μια γυναίκα στην αντίσταση για μια ζωή, μια γυναίκα με προσωπικότητα και ερωτισμό ήταν η Διδώ Σωτηρίου. Τα κοσμητικά επίθετα θα μπορούσαν να είναι αμέτρητα και πάλι λίγα θα ήταν για να περιγράψουν αυτή την τόσο σπουδαία λογοτέχνη και γυναίκα που δεν δίστασε ποτέ να υψώσει την φωνή της και πάντα υπήρξε στην πρωτοπορία της ζωής. Πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία μαζί με την οικογένειά της, η Διδώ Σωτηρίου με τα πολύ σημαντικά της μυθιστορήματα όπως τα Ματωμένα χώματα, την Εντολή, Οι νεκροί περιμένουν και τόσα άλλα, σημάδεψε την ελληνική λογοτεχνία, ιστορία και διανόηση γιατί μίλησε στη γλώσσα των απλών ανθρώπων και θύμισε τον πόνο των ανθρώπων που έφυγαν κακήν κακώς. Μεγάλωσαν γενιές και γενιές με τα βιβλία της κυρίας με τον μπερέ και το χαρακτηριστικό άσπρο μαλλί και η ίδια είπε πολλές αλήθειες που ίσως να μην είχαν ειπωθεί ποτέ.
Συνομιλία με μια γυναίκα που αφιερώθηκε στον αγώνα της αντίστασης με πράξεις και με λογοτεχνικά έργα
Η Λένα Διβάνη με συναίσθημα και αγάπη για τη Διδώ Σωτηρίου είχε την καταπληκτική και εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιδέα να συνομιλήσει με την εκλιπούσα μέσα από έναν φανταστικό διάλογο που όμως μοιάζει τόσο αληθινός και συγκινεί όσους την γνώρισαν και όσους τη διάβασαν και συνεχίζουν να τη διαβάζουν. Με την αφηγηματική δεξιοτεχνία που πάντα την χαρακτηρίζει, η Λένα Διβάνη χαρίζει και προσφέρει στον αναγνώστη του σήμερα μια ματιά σε όλα αυτά που η Διδώ Σωτηρίου έπραξε σε όλη τη διάρκεια της ζωής της. Έρωτες, αγώνες, γραφή, σχέσεις, όλα αυτά πρωταγωνιστούν στο βιβλίο αυτό που είναι μαρτυρία και χρονικό μαζί, είναι μια ευκαιρία να μάθουμε την συγγραφέα μέσα από ερωτήσεις και απαντήσεις και να την ξανασυναντήσουμε μετά από χρόνια.
Η Διδώ Σωτηρίου μας επανασυστήνεται και μας αφηγείται τη ζωή της μέσα από αγώνες, δυσκολίες, χαρές και λύπες και μέσα από ένα διάλογο που είναι ευχάριστος και διδακτικός και έχει και αυτή την σπιρτάδα που χαρακτήριζε την αγαπημένη μας λογοτέχνη. Δεν αποτελεί μνημόσυνο, ίσα ίσα είναι μια συνάντηση μαζί της μέσα από έναν λόγο που μας διασκεδάζει έτσι όπως η ίδια χαιρόταν τη ζωή και διασκέδαζε και τους ανθρώπους που προσέτρεχαν στο σπίτι της να της πάρουν συνέντευξη. Καλόκαρδη και ανοιχτή πάντα ενδιαφερόταν για τους άλλους, έτσι όπως ενδιαφέρθηκε για το γιο της αδερφής της Έλλης Παππά, τον Νικολάκη τον οποίο και μεγάλωσε σαν δικό της παιδί, όταν η αδερφή της βρισκόταν στη φυλακή υπερασπιζόμενη τον άντρα της Νίκο Μπελογιάννη αλλά και αργότερα κατά τη διάρκεια της δικτατορίας κυνηγημένη από το καθεστώς.
Η ίδια η Διδώ δεν πέρασε και λίγα κατά τη διάρκεια της ζωής της, ήδη ξεκίνησε τη ζωή της ευρισκόμενη στο καραβάνι της προσφυγιάς μετά την καταστροφή της Σμύρνης όπου και μάζευε υλικό για όλα αυτά που αργότερα θα κατέγραφε στα υπέροχα βιβλία της, βιβλία γεμάτα σπαραγμό, νοσταλγία και αναμνήσεις. Η Διδώ Σωτηρίου γερή και αγέρωχη δεν δίστασε να αντιμετωπίσει τις καταστάσεις, γυναίκα με θάρρος και γενναιότητα πάλεψε για τις ιδέες της και καθιερώθηκε στο λογοτεχνικό στερέωμα μέσα σε ένα άκρως ανδροκρατούμενο περιβάλλον που δεν δεχόταν εύκολα στους κόλπους του γυναίκες. Η ίδια όμως εδραιώθηκε επάξια και όλοι είχαν να πίνουν νερό στο όνομά της, κάτι που δεν συνέβη με άλλες σπουδαίες συγγραφείς όπως τη Μέλπω Αξιώτη για παράδειγμα που ήταν φίλη της. Η ίδια ανήκε σε έναν κύκλο καλλιτεχνικό όπως αντίστοιχα η Βιρτζίνια Γουλφ στον κύκλο του Μπλουμσπερι.
Η Διδώ Σωτηρίου μέσα από την πένα της Λένας Διβάνη μας αφηγείται χαρακτηριστικά για αυτή την επαφή της με τη λογοτεχνία: “Ένιωθα τόσο περιορισμένη τότε, που η λογοτεχνία μού άνοιξε μια πόρτα στον κόσμο που λαχταρούσα. Μάζευα λοιπόν το χαρτζιλίκι μου και έτρεχα στα βιβλιοπωλεία. Τι Σοπενχάουερ, τι Τολστόι, τι Ντοστογιέφσκι, τι Μαξ Νορντάου, όλα τα ρουφούσα και ήταν το ελιξίριο της ζωής”. Τα λόγια αυτά δείχνουν την αφιέρωση και την αφοσίωσή της στην αποστολή της που ήταν να καταθέσει όλα της τα βιώματα και να ξεδιπλώσει το κουβάρι των γεγονότων για την Ελλάδα που υπέφερε και για το κακό που συνέβη. Ήταν παρούσα στην κατοχή να συνδράμει με τον τρόπο της την αντίσταση, βίωσε τον εμφύλιο και την ολέθρια απώλεια τόσων και τόσων ψυχών, βρέθηκε ξανά στο μετερίζι σαν ήρθε η δικτατορία των Συνταγματαρχών.
Ο κόσμος της ήταν βαμμένος με αγώνες δημοκρατικούς και δεν δίστασε να έρθει σε ρήξη και με το κόμμα που τόσα χρόνια υποστήριζε για τα λάθη που η ίδια έβλεπε να συμβαίνουν. Ανεξάρτητο και ελεύθερο πνεύμα είχε τις απόψεις της, τις οποίες υποστήριζε σθεναρά ενώ μέσα στο βιβλίο μας μιλά ανοιχτά και για τη σχέση της με τον σύντροφό της Πλάτωνα Σωτηρίου, έναν άνθρωπο φύλακα άγγελο για εκείνην που την στήριξε σε κάθε της βήμα και την φρόντισε σε κάθε στιγμή της ζωής της. Η απώλειά του υπήρξε για εκείνη ισχυρό πλήγμα και στα τελευταία χρόνια της ζωής της ζούσε με την ανάμνησή του. Έφυγε πλήρης ημερών αφήνοντας πίσω ένα πολυεπίπεδο έργο, ένα έργο αξιομνημόνευτο που θα οδηγεί γενιές και γενιές στο μονοπάτι της ιστορίας, εκείνο στο οποίο η ίδια περπάτησε θαρραλέα και δίχως επιφυλάξεις, αφηγούμενη τις ημέρες και τα έργα των ανθρώπων που συνάντησε. Αυτή ήταν η δική της σταυροφορία και την υπηρέτησε μέχρι τέλους με την ίδια αυταπάρνηση.
“Οι άνθρωποι δε θέλουμε να σκεφτόμαστε το χειρότερο, μας παραλύει. Βλέπουμε την κάννη του όπλου μπροστά στα μούτρα μας και εμείς σφυρίζουμε έναν καλαματιανό”
“Έρωτες είχα πολλούς, αλλά τέτοιο πάθος ούτε είχα ζήσει, ούτε θα ξαναζούσα. Και η έξαρση αυτή μεταδιδόταν σε όλη την παρέα”