Ο Ονορέ Ντομιέ, Γάλλος ζωγράφος, γλύπτης και χαράκτης υπήρξε για την εποχή του δηλαδή τον 19ο αιώνα, ένας εκ των κορυφαίων σατιρικών ζωγράφων που ασκούσε μέσω των έργων του δριμεία κριτική στον βασιλιά Λουδοβίκο Φίλιππο, ο οποίος και ανέβηκε στην εξουσία το 1830. Ο Ντομιέ με τις γελοιογραφίες του ασκούσε έντονη πολιτική σάτιρα και ήταν αυτές ιδιαίτερα δημοφιλείς στις τάξεις των πολιτών, οι οποίοι έτσι και αλλιώς μετά την Γαλλική Επανάσταση εχθρεύονταν την βασιλική εξουσία για όλους τους αιώνες καταπίεσης. Ο Ντομιέ με την ελευθερία της έκφρασης να έχει κάνει βήματα προόδου υπήρξε ιδιαίτερα καυστικός και αιχμηρός σε σημείο να εξευτελίζει με τις γελοιογραφίες του τα πολιτικά πρόσωπα δίχως φειδώ.
Ένας αιχμηρός συγγραφέας πολιτικών κειμένων που δεν παύει να εγείρει ερωτήματα και να σχολιάζει
Η αναφορά στον Ντομιέ δεν είναι καθόλου τυχαία γιατί ο Τσέστερτον με την γραφή του και το χιούμορ του, το γνωστό βρετανικό και φλεγματικό χιούμορ, υπήρξε κάτι αντίστοιχο για την αγγλική λογοτεχνία. Στα κείμενά του σχολιάζει, ασκεί κριτική και καυτηριάζει πρόσωπα και καταστάσεις όπως κάνει και σε αυτήν την πολύ ωραία έκδοση από την Κίχλη όπου παρουσιάζονται κείμενά του σχετικά με την πολιτική και την κοινωνία. Ενεργός πολίτης και ο ίδιος εξάλλου δεν σταμάτησε να φέρεται εναντίον της καθεστηκυίας τάξης, ειδικά ως προς το θέμα του καπιταλισμού, το οποίο και πραγματεύεται εδώ. Οι θέσεις του είναι πολύ σαφείς και ορίζονται από την πεποίθησή του πως το καπιταλιστικό σύστημα είναι άδικο και φτωχαίνει τους ήδη φτωχούς.
Σε μια περίοδο όπου αναπτυσσόταν ραγδαία το σύστημα των εμπορικών καταστημάτων και μεγάλων πολυκαταστημάτων με χιλιάδες αγαθά να τα κατακλύζουν, ο ίδιος στέκεται απέναντι και διαπιστώνει την ανωμαλία και την ανισορροπίας αυτής της νέας τάξης πραγμάτων όπου το υλικό κατακλύζει τον άνθρωπο και τον εξωθεί ήδη από τότε σε ένα καταναλωτικό ον. Είναι η εποχή της ευδαιμονίας που είχε αναπτυχθεί ήδη από την μπελ επόκ και συνεχίστηκε για αρκετό χρονικό διάστημα μέχρι και το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου. Είναι ένα σύστημα όπου πλουτίζουν οι λίγοι και αυτός ο πλούτος στερεί από τους πολλούς τα χρήματα που τόσο έχουν ανάγκη. Αυτό στο οποίο στέκεται, και που να ζούσε στην εποχή της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης όπως η σημερινή, είναι η επιρροή της διαφήμισης και η κατάκτηση του μέσου ανθρώπου.
Ο ίδιος αρθρογραφούσε τακτικά στις εφημερίδες ως πολιτικός συντάκτης και εκεί σαφώς εξέφραζε και πολλές προσωπικές του απόψεις. Μην ξεχνάμε πως ο ίδιος ήταν ιδιαίτερα αντιδραστικός περνώντας από μια φιλελεύθερη περίοδο. Ωστόσο, παρατηρώντας τον κόσμο γύρω του άρχιζε να υπερασπίζεται με σθένος μια πιο δίκαιη ανακατανομή του πλούτου και μάλιστα γράφει χαρακτηριστικά, ίσως και με μια δόση υπερβολής για να καταδείξει την αδυναμία της κοινωνίας να αντισταθεί στην αύξηση της υλικής προσφοράς: “Ο πλήρης και αποκατεστημένος άνθρωπος είναι ο εφιάλτης του σύγχρονου κεφαλαιοκράτη. Το όλο σχήμα που θα θρυμματιζόταν, όπως ο καθρέφτης του Σάλοτ, αν έστω και για μια φορά ο απλός άνθρωπος εμφανιζόταν πανέτοιμος να αναλάβει τα δυο απλά καθήκοντα – έτοιμος να ζήσει κι έτοιμος να πεθάνει”.
Είναι σαφής η πρόθεσή του να ταρακουνήσει τα μυαλά των σύγχρονών του και να τους νουθετήσει τρόπον τινά, να τους κάνει να προβληματιστούν με τα όσα εκτυλίσσονται γύρω τους. Οι άνθρωποι τόσο οι σύγχρονοί όσο και οι σημερινοί έχουν την τάση να αποχαυνώνονται και να γίνονται θύματα μιας μαζικής κατανάλωσης δίχως προηγούμενο. Ο οξυδερκής και διορατικός Τσέστερτον δεν παύει να εφορμά μέσω της γραφής του για το κοινό καλό και επιτίθεται γράφοντας και για πολιτικά πρόσωπα, όπως είναι για παράδειγμα ο Λόιντ Τζορτζ, ο τότε πρωθυπουργός της Αγγλίας, ο ηγέτης και πολιτικός άνδρας της εποχής που είχε, κατά τον Τσέστερτον, και ο ίδιος ανάμειξη σε περίεργες συμφωνίες οικονομικής φύσεως. Και πώς να αποφύγει ένας πολιτικός, κατά τον Τσέστερτον, με τόσους πειρασμούς γύρω του να μην βάλει το δάχτυλο στο μέλι; Ποιες δυνάμεις θα πρέπει να επιστρατεύσει και ποιες αντιστάσεις για να μην υποκύψει, είναι άραγε κάτι τέτοιο εφικτό;
Το ύφος του σε αυτά τα δοκίμια είναι ιδιαίτερα αιχμηρό, είναι η γραφή του που πιρουνιάζει και, όπως το κεντρί της μέλισσας, μπαίνει βαθιά στην σάρκα των θεμάτων που πραγματεύεται δημιουργώντας ερωτήματα και απορίες σε εκείνους που έχουν τη διάθεση και το ευρύ πνεύμα για να κατανοήσουν τα όσα υπαινίσσεται με τέτοια δεξιοτεχνία λόγου. Όπως και στα λογοτεχνικά γραπτά του, έτσι και εδώ σε αυτά τα τόσο χρήσιμα δοκίμια, ο λόγος του είναι επίκαιρος και ζωντανός, είναι η τόσο ιδιαίτερη και εκκεντρική πένα του που αν ήταν ζωγράφος θα ήταν ένας Ντομιέ ή ένας Ένσορ για να αναφέρουμε και έναν σύγχρονό του Βρετανό. Διαβάζουμε και πάλι σε άλλο σημείο τα εξής ενδιαφέροντα: “Υπάρχουν πολύ μεγάλα πράγματα σ’ αυτόν τον κόσμο. Τόσο κακά, που μπορεί να τα παλεύεις νύχτα μέρα για να φύγουν, να κρυφτούν και να κουλουριαστούν αλλού. Για να βγουν από κει που έχουν χωθεί και σαπίζουν και να πάνε να το κάνουν αλλού”. Διαβάζοντας Τσέστερτον, έχουμε την εντύπωση πως διαβάζουμε Ντίκενς, ήταν ειδικός σε αυτόν όπως αναφέρει και η μεταφράστρια Κατερίνα Σχινά στην εισαγωγή της, σε μια πιο σύγχρονη μορφή και με έναν πιο πικάντικο και άμεσο λόγο.
“Είναι γενικώς αποδεκτό, χωρίς αμφιβολία, ότι το όπλο του εργοδότη μέχρι σήμερα ήταν η απειλή της απόλυσης – με άλλα λόγια, η απειλή μιας επιβεβλημένης λιμοκτονίας”
“Αυτό που συμβαίνει όταν όλοι είναι αποκοιμισμένοι ονομάζεται Εξέλιξη. Αυτό που συμβαίνει όταν όλοι είναι αφυπνισμένοι ονομάζεται Επανάσταση”