Ήσουν ιδιοφυής, υπήρξες εμβληματική μορφή της εποχής σου, αναδείχτηκες αμέσως με τα υπέροχα έργα σου και είχες άστρο Ριρί, γιατί έτσι σε αποκαλούσε χαϊδευτικά η μητέρα σου, εκείνη που σε πρόσεχε μέχρι τελευταία στιγμή και νοιαζόταν για σένα. Πόσες φορές άλλωστε είχε έρθει να σε επισκεφθεί στο Παρίσι όπου μεγαλουργούσες. Μέσα στις νύχτες, τις ακούραστες νύχτες είχες πάντα το δικό σου τραπέζι στο καμπαρέ του Μουλέν Ρουζ, είχες την προνομιακή σου θέση και περνούσαν από μπροστά σου οι χορεύτριες του Μουλέν Ρουζ και μάγευαν τα μάτια σου. Μέσα στον πυρετό του καμπαρέ, των χειροκροτημάτων και της μουσικής εσύ σχεδίαζες ακατάπαυστα σαν σε κατάσταση μανίας. Εκεί σύχναζες, όχι μόνο γιατί εκεί έπνιγες τη μοναξιά σου και γιατί σε ήξερε ο ιδιοκτήτης και κάθε φορά σε καλωσόριζε με τιμή αλλά γιατί παράλληλα είχες βρει πια το αντικείμενο της ζωγραφικής σου τέχνης, μια τέχνη που μόνο εσύ μπόρεσες να αναπτύξεις. Τις παρακολουθούσες να χορεύουν και εκστασιαζόσουν βουτηγμένος μέσα στο κονιάκ που σε συντρόφευε κάθε νύχτα, εθισμένος. Παρατηρούσες τους θαμώνες και κάθε μέρα δημιουργούσες έργα μοναδικής ομορφιάς και κομψότητας. Γιατί η κομψότητά σου υπήρξε δεδομένη και όλοι υποκλίνονταν στην προσωπικότητά σου, ήσουν ένας δανδής της εποχής σου, εξάλλου η αριστοκρατική σου καταγωγή σε ακολουθούσε για πάντα καθώς ο πατέρας σου κάποτε όταν ήσουν μικρός σου είχε αφηγηθεί όλη την ιστορία της οικογένειας, την ιστορία πίσω από το Τουλούζ αλλά και το Λωτρέκ. Εκείνος ήταν κόμης και εσύ δεν χρειαζόταν να εργαστείς και όμως δεν άντεχες αυτό το περιβάλλον ειδικά από τότε που έπαθες το ατύχημα, ήθελες να φύγεις επειγόντως από το σπίτι και η μόνη διέξοδος ήταν το Παρίσι. Αλήθεια αναρωτιέμαι πως αισθάνθηκες όταν σου είπαν πως δεν θα πάρεις άλλο ύψος μα και όταν η μικρή αναβάτης με την οποία ήσουν από μικρός ερωτευμένος σου αρνήθηκε τον έρωτά της σαν έμαθε ότι έμεινες σακάτης; Ο Βαν Γκογκ, τον οποίο είχες γνωρίσει και με τον οποίο ήσασταν φίλοι, είχε μια ανάλογη εμπειρία και αναρωτιέμαι πόσο κοινό βίο τελικά είχατε. Πεθάνατε και οι δυο σας στα 37 σας χρόνια, ο ένας από ατύχημα και ο άλλος αυτοκτόνησε. Και όμως είχατε κοινό αυτή την απίστευτη ψυχή μέσα από την οποία ξεπηδούσαν μορφές και τοπία, σχεδόν θεϊκά! Μάλιστα εκμυστηρευόσουν πως εκείνος ζωγράφιζε μοναδικά τα τοπία τα οποία εσύ δεν μπορούσες με τίποτα να αποδώσεις ενώ εσύ υπήρξες δεξιοτέχνης στην απόδοση των μορφών των ιεροδούλων και των χορευτριών, κάτι που εκείνος δεν είχε την ικανότητα να το πραγματοποιήσει. Επειδή τον αγαπούσες το έλεγες χωρίς καμία απολύτως έπαρση. Ειλικρινά, είχες το χάρισμα και διέπρεψες ήδη από πολύ νωρίς, όλοι σε χαιρετούσαν και όλοι σε τιμούσαν. Ωστόσο, το κενό στην ψυχή σου από την απουσία συναισθηματικού δεσίματος, αυτή η έλλειψη τρυφερότητας που κάποτε νόμιζες πως βρήκες σε μια πόρνη του δρόμου που μάζεψες σπίτι σου και νόμιζες πως θα σε αγαπήσει τελικά ήταν μια ουτοπία και διαλύθηκες σε κομμάτια. Πόνεσες πολύ και αυτόν τον πόνο σου τον έπνιγες όλο και περισσότερο στο κονιάκ, η μοναξιά σου ήταν το βάρος της ψυχής σου, αγωνίστηκες να βρεις διεξόδους μα ο αγώνας αυτός ήταν άνισος, πώς να καλύψεις Ριρί αυτό το ανυπέρβλητο κενό, πώς να γεμίσεις την ψυχή σου μόνο από την τέχνη σου. Δεν σου ήταν αρκετό εν τέλει και για αυτό η φυγή της πόρνης που είχες αγαπήσει σου ράγισε την ψυχή και βρέθηκες ένα βήμα πριν από τον θάνατο. Είχες αυτό το σαράκι της ανημποριάς σου και την ανάγκη κάθε φορά να υπερασπίζεσαι τον εαυτό σου στα άσχημα και απαράδεκτα σχόλια σχετικά με την εμφάνισή σου, ειδικά από τις γυναίκες που σε πλήγωναν με την αφέλειά τους. Κανείς δεν μπόρεσε να κατανοήσει το μεγαλείο της ψυχής σου, την αστείρευτη γενναιοδωρία σου, την αλήθεια της ψυχής σου που δεν είχε φθαρεί από το χρήμα. Ποτέ δεν στηρίχθηκες στα χρήματά σου για να χρησιμοποιήσεις τους ανθρώπους παρά μόνο για να τους κάνεις ευτυχισμένους όπως μπορούσες. Και κάθε φορά που μια απογοήτευση σε κατέτρωγε, τότε έβρισκες στο σχέδιο και τα χρώματα ένα καταφύγιο, ένα απάγκιο για να λυτρώσεις το μέσα σου και να ξεφύγεις από τις δυσκολίες του κόσμου. Όπως και ο Βίνσεντ έτσι και εσύ Ριρί υπήρξατε προχωρημένες ψυχές για τον κόσμο μα και ακόμα και σήμερα να ζούσατε δυστυχείς θα ήσασταν. Γιατί χωρίς ψυχή και μεράκι τίποτα δεν χτίζεται και εσείς το γνωρίζατε καλά. Μα και όταν σου προσφέρθηκε ο έρωτας εσύ τον απέκρουσες δίχως να το θέλεις γιατί μέσα σου βαθιά νόμιζες πως καμία γυναίκα δεν θα μπορούσε να σε ερωτευτεί, να σε νιώσει, να σε αγαπήσει, να σε συναισθανθεί. Κλεισμένος στον εαυτό σου και εσωστρεφής αγκαλιά με τις σκέψεις σου μα και με συντροφιά το μπαστούνι περπατούσες ξημερώματα στα παρισινά σοκάκια συλλογιζόμενος τα παιδικά σου χρόνια, τα όσα βίωνες στο Μουλέν Ρουζ, τα όσα σου είπαν, πικρά συνήθως για το παρουσιαστικό σου και βάδιζες σαν μοναχός που οδεύει προς το μοναστήρι του και το κελί του για να ησυχάσει. Με τον πατέρα σου δυστυχώς είχες κακές σχέσεις γιατί ποτέ δεν αναγνώρισε πραγματικά το ταλέντο σου και την κλίση σου στην τέχνη, σε απόδιωχνε με τον τρόπο του και εσύ τον απέφευγες για το γεγονός πως αδυνατούσε να σε καταλάβει, να δει μέσα σου. Ποτέ δεν ενέκρινε τα όσα έπραττες και για το γεγονός πως ο γιος ενός κόμη, εσύ Ριρί, συναναστρεφόταν ιερόδουλες και ανθρώπους χαμηλής υποστάθμης, αυτό δεν μπόρεσε ποτέ να το χωνέψει και μάλιστα σου είχε πει να μου την ζητήσεις καμία βοήθεια. Μα μήπως και σε αυτό δεν έμοιαζες με τον Βαν Γκογκ που ο πατέρας του τον ήθελε να γίνει κληρικός και εκείνος το πέτυχε με το δικό του τρόπο, ωστόσο θα πέθαινε αν ο αδερφός του Τεό δεν τον επικουρούσε. Αυτή η πάλη μεταξύ υμών δεν έπαψε να σε καίει και να σου δημιουργεί συναισθήματα πικρίας. Έπρεπε να έρθει το τέλος σου για να σου ζητήσει ο πατέρας σου συγχώρεση, μα ποτέ δεν είναι αργά και εσύ σίγουρα θα τον συγχωρούσες γιατί δεν κρατούσες κακία. Οι δικοί του Πατατοφάγοι ήταν οι δικές σου πόρνες, οι γυναίκες αυτές οι λεγόμενες “Αγίες” με τις οποίες περνούσες ατελείωτο χρόνο και χάρη στις οποίες μπόρεσες να βρεις την τρυφερότητα που σου έλειπε. Θαλπωρή, στοργή και αγάπη, έστω και επί χρήμασι, τα βρήκες σε κακόφημα στέκια για τους πολλούς και όμως εκεί επικρατούσε η αλήθεια των ανθρώπων μιας άλλης τάξης, μακριά από δήθεν και τάχα. Αυτές οι γυναίκες ήταν σχεδόν μητέρες για σένα και απόλαυσες λίγες στιγμές χαράς κοντά τους, μία πρόσκαιρη αναγέννηση. Έζησες μια δύσκολη ζωή και ανηφορική και το πινέλο σου μίλησε για σένα Ριρί, αυτός ο εκπληκτικός σου τρόπος να αποδίδεις τα σώματα και τα πρόσωπα, να βλέπεις και να αναπαριστάς την λεπτομέρεια στο χαρτί και τον καμβά δεν άφηνε και δεν αφήνει κανέναν ασυγκίνητο. Μα πιο πολύ από όλα οι περίφημες αφίσες σου με τις οποίες κατάφερες να πλημμυρίσεις το Παρίσι σε καθιέρωσαν ως έναν σπουδαίο εκπρόσωπο του μετιμπρεσσιονισμού και αν και γνώρισες την αποθέωση από νωρίς σήμερα τα έργα σου κοστίζουν εκατομμύρια, χρήματα που δεν θα σε ένοιαζαν τόσο. Εκεί ψηλά που σε έβαλε ο Θεός να καθίσεις για να ζωγραφίσεις ρίχνε και κανένα βλέμμα στους κάτω ορόφους γιατί η ματιά σου στον κόσμο είναι πολύτιμη και χρωματιστή. Καλή αντάμωση Ριρί!
———————————————————————————-
Ο Ανρί ντε Τουλουζ-Λωτρέκ (1864-1901) υπήρξε Γάλλος ζωγράφος, χαράκτης, εικονογράφος και σχεδιαστής, του οποίου η εμβάθυνση στην πολύχρωμη και θεατρική παριζιάνικη ζωή στα τέλη του 19ου αιώνα τον κατέστησε σημείο αναφοράς για τα καλλιτεχνικά δρώμενα της εποχής. Οι πίνακές του σήμερα μπορεί να γνωρίζουν την αποθέωση και να κοστίζουν μια περιουσία, τα έργα όμως αυτά κρύβουν μέσα τους πόνο και μόχθο, ένα ψυχολογικό δράμα για τον ζωγράφο. Η σωματική του διάπλαση εξαιτίας ενός ατυχήματος σε μικρή ηλικία τον στιγμάτισε για όλη του τη ζωή. Με την τέχνη του ωστόσο πάλεψε να ισορροπήσει αυτή την ανωμαλία και τα κατάφερε εν πολλοίς καθώς το έργο του μνημονεύεται και τα έργα του αποτελούν σήμα κατατεθέν μιας ολόκληρης εποχής για το Παρίσι της μπελ επόκ. Θεωρείται επιπλέον ένας από τους πρωτοπόρους στην τέχνη της αφίσας, γνωστός κυρίως για τις αφίσες που φιλοτέχνησε για το καμπαρέ Μουλέν Ρουζ (Moulin Rouge). Ασχολήθηκε ακόμα με την τεχνική της λιθογραφίας, επηρεασμένος από την ιαπωνική τέχνη και τα ιαπωνικά χαρακτικά.