Ο σε πολλούς άγνωστος Χάφνερ γράφει το σπουδαίο αυτό μυθιστόρημα λίγο πριν η για πολλούς ασθενική και αδύναμη Δημοκρατία της Βαϊμάρης ντυθεί στα μαύρα και αφιχθεί το τερατούργημα των Ναζί. Πρόκειται για την επονομαζόμενη περίοδο του Μεσοπολέμου που τη δεκαετία του ’30 βρίσκει συγγραφείς, καλλιτέχνες και άλλους διανοούμενους να βασανίζονται, να εξευτελίζονται, να ζουν υπό διωγμό και να τους αφαιρείται στην καλύτερη των περιπτώσεων η καλλιτεχνική τους υπόσταση γιατί η χειρότερη περίπτωση δεν είναι άλλη από την αφαίρεση της ίδιας τους της ζωής. Τα Σταυραδέρφια δεν είναι μια μυθοπλασία, δεν είναι κάτι φανταστικό, είναι η απόλυτη πραγματικότητα της θλιβερής κατάστασης που επικρατούσε όχι μόνο στο Βερολίνο, όπου και εκτυλίσσεται η ιστορία, αλλά παντού ανά τη χώρα καθώς η φτώχεια, η ένδεια, η ανέχεια βασίλευαν και η επιβίωση αποτελούσε ένα σταυρόλεξο για δύσκολους λύτες.
Μια αδελφότητα διαφορετική από τις άλλες δρα στα μονοπάτια της παρανομίας
Μέσα σε αυτήν την συγκυρία, ο εθνικοσοσιαλισμός που ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 έβλεπε μπροστά του πεδίο δόξης λαμπρόν, άρχισε να κερδίζει έδαφος γιατί υποσχόταν ένα νέο ξεκίνημα και μια επιστροφή σε μια ισχυρή Γερμανία όμοια με εκείνη του Μπίσμαρκ. Αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, ασυνεννοησία των κομμάτων, δυσχέρεια στην σύσταση κυβερνητικών συμμαχιών, έθεταν εν αμφιβόλω την κοινοβουλευτική δημοκρατία που κάποιοι πίστευαν πως μπορούσε να θεμελιωθεί πάνω σε γερές βάσεις και να λειτουργήσει πυροσβεστικά και να βγάλει την χώρα από το αδιέξοδο. Αυτό το σπουδαίο μυθιστόρημα που κρατάμε στα χέρια μας δεν είναι λοιπόν μόνο ένας τρόπος να κατανοήσουμε την ψυχοσύνθεση ενός συγγραφέα σε πλήρη ψυχολογική διάλυση, μιας και το βιβλίο του κάηκε στην πυρά μαζί με τόσα άλλα απαγορευμένα και λογοκριμένα, μα και ένας τρόπος ανάγνωσης των κρίσιμων ιστορικών γεγονότων που σημάδεψαν τόσο τον ίδιο όσο και την εποχή του.
Όταν ένα βιβλίο λογοκρίνεται, η λογοτεχνική του αξία αυτομάτως ανεβαίνει και ο αναγνώστης τις περισσότερες φορές υποπτεύεται τους λόγους απαγόρευσής του. Και αν ούτε αυτό συμβεί, τότε η ιστορία, που είναι δίκαιη στο χρόνο, θα φροντίσει να το επαναφέρει στη θέση που του αξίζει, όπερ και συνέβη με το βιβλίο αυτό. Το βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε το 1932 και το ναζιστικό καθεστώς μέσω των προπαγανδιστικών μέσων του έσπευσε να το καταδικάσει και να το ονομάσει “εκδοτικό σκουπίδι”. Σε μια σκοτεινή περίοδο όπως αυτή στην οποία ζει ο Χάφνερ, οι συνθήκες δεν άφηναν και πολλά περιθώρια στους συγγραφείς να ασχοληθούν με κάτι άλλο παρά με τόσα συνέβαιναν στους δρόμους της άγριας ζωής και αυτό μετέφεραν στα γραπτά τους. Τα όσα περιγράφουν είναι ανταποκρίσεις όχι από το πολεμικό μέτωπο αλλά από το κοινωνικό που βράζει και φλέγεται.
Το μυθιστόρημα αυτό καθρεφτίζει και αποτυπώνει καθαρά τον ερχομό μιας ομάδας αρρωστημένων τεράτων που θα οδηγούσαν την κοινωνία σε διχασμό και στην απόλυτη αποσύνθεση. Δεν είναι διόλου τυχαία η περίπτωση αυτών των νεαρών παιδιών που έχουν αναπτύξει ήδη εγκληματική δράση καθώς είναι ο μόνος τρόπος για να επιβιώσουν μακριά από την Πρόνοια από την οποία κατάφεραν να ξεφύγουν ο καθένας με το δικό του τρόπο. Η παραβατική τους αυτή συμπεριφορά αναδεικνύει τη χαμένη μια για πάντα εφηβεία τους, τα όνειρά τους, τις ελπίδες τους για ένα καλύτερο αύριο. Ληστεύουν και περιφέρονται στις λαϊκές αγορές για να αναζητήσουν τη λεία τους που θα τους αποφέρει ένα κομμάτι ψωμί, λίγα τσιγάρα και μια άνεση επιβίωσης μέχρι την επόμενη κλοπή. Όσοι δεν επιθυμούν να ασκούν βία και να προβαίνουν σε τέτοιες άνομες πράξεις ωθούνται σε μια άλλη εξαθλίωση καθώς μένουν πολλές φορές χωρίς ούτε λίγα πφένιχ για να πάρουν κάτι να γεμίσουν το στομάχι τους.
Τα Σταυραδέρφια είναι μια σκληρή συμμορία όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται από λίγους για χάρη των πολλών και οι αποφάσεις αυτές είναι σκληρές και δεν επιδέχονται αμφισβήτηση, ενέχουν όμως κίνδυνο να περάσουν την υπόλοιπη ζωή τους στη φυλακή για παράνομες ενέργειες αν τυχόν τους συλλάβουν. Αυτό όμως που είναι σαφές είναι πως όσοι συμμετέχουν αποδέχονται τους όρους λειτουργίας της ομάδας οφείλουν να τους ασκούν κατά γράμμα και δεν υπάρχουν εδώ συναισθηματισμοί καθώς τα συναισθήματα κοστολογούνται ακριβά και κάθε λάθος πληρώνεται μέσα στην ίδια την ομάδα. Η πείνα και η ανάγκη να νιώσουν σημαντικοί, να ξεφύγουν από τη μιζέρια είναι από μόνα τους ισχυρό κίνητρο για να δράσουν και να γευτούν έστω και λίγη πρόσκαιρη χαρά. Τα μέρη όπου συχνάζουν δεν φημίζονται από ευπρέπεια αλλά εκεί νιώθουν ασφαλείς και βέβαιοι πως κάποιος δεν θα τους καταδώσει.
Ο ίδιος ο Χάφνερ αναφέρει χαρακτηριστικά δίνοντας μας το στίγμα σχετικά με τα όσα συμβαίνουν: ”Ο Λούντβιχ στέκεται μπροστά στη βιτρίνα του Άσινγκερ στον σιδηροδρομικό σταθμό του Στετίν και ονειρεύεται να είχε ένα τουλάχιστον από τα τεράστια λουκάνικα που κρέμονται στη βιτρίνα. Δεν πρόκειται να το πάρουν είδηση αν τους λείψει ένα, σκέφτεται. Τότε σταματάει δίπλα του ένας νεαρός. Είναι καναδυό χρόνια μεγαλύτερος μάλλον, με περιποιημένο ντύσιμο. Κοιτάζει τον Λούντβιχ, τη βιτρίνα και έπειτα πάλι τον Λούντβιχ”. Αυτό το απόσπασμα είναι η απόδειξη της μάχης, της καθημερινής μάχης για να εξασφαλιστεί το φαγητό της ημέρας μέχρι την επόμενη.
”Η αντίσταση που πρόβαλλε το ξερό σου το κεφάλι κάμφθηκε. Ούρλιαξε, κλάψε! Αυτοί που κάθονται ένα μέτρο αποπάνω σου, στις μαλακές τους πολυθρόνες, δεν σε ακούνε. Η δίψα σου για ελευθερία, η λαχτάρα σου να φιλήσεις ρουφηχτά ένα κορίτσι στην είσοδο κάποιου σπιτιού, να περπατήσεις στους κατάφωτους δρόμους σαν ελεύθερος άνθρωπος, να μην είσαι πια ένας τρόφιμος που μπορεί να φάει χαστούκι ανά πάσα στιγμή”